Τετάρτη, Ιανουαρίου 31, 2018

Eye in the Sky (2015)



Δεν υπάρχει ανάλογο σ’αυτό που είναι ο άνθρωπος…

Να υψώνεις σε θρόνο ουράνιο το συναίσθημα και να μεγαλουργείς σε στερεώματα ανοιχτοσύνης…
Να ταπεινώνεις σε δώματα ανήλιαγα το είναι και να έρπεις ως μοχθηρό βδέλυγμα λατρεύοντας έναν Μπαφομέτ που στο σάπιο ίσκιο του το βλέμμα σου αφανίζεται…
Να στοχεύεις στον εξώχωρο, επαιρόμενος πως ό,τι αρύεται από το Αιώνιο παραμένει και ανώλεθρο…
Να φυτεύεις στην καρδιά σου φωλιές ακάθαρτων εντόμων και να δηλητηριάζεσαι κάθε μέρα ποτισμένος με ηδύτητα από την τοξίνη που ανθίζει στο αίμα σου…

Ναι, δεν υπάρχει ανάλογο σε ό,τι είναι ο άνθρωπος…

Ό,τι είναι στο βήμα σου περήφανο, το σκεπάζει η φρικαλεότητα της οίησης…
Ό,τι είναι στη ψυχή σου αγνό και ανόθευτο κράζει με αγωνία την τρυφερότητά σου… μάταια…
Είχες και δεν έδωσες…
Έβλεπες και αδιαφόρησες…
Μπορούσες και δεν έπραξες…
Έχτισες όπλα και σκότωσες…
Έχτισες Λόγο και δικαιώθηκες…
Έχτισες τον εαυτό σου και αθανατίστηκες…
Έχτισες την Κόλαση στα μέτρα σου και τη βάφτισες Παράδεισο…

Μπορούσες να ζεις… και επέλεξες να πεθαίνεις…


Ναι, σε τούτο που λέμε άνθρωπο… όμοιο δεν υπάρχει…

Πέμπτη, Ιανουαρίου 25, 2018

Ατραπός



Π
ερπατούσαν ήσυχοι στο μικρό δρομάκι που ανέβαινε στριφογυριστά το λόφο. Η ώρα ήταν περασμένη, ο κόσμος είχε αρχίσει να αραιώνει πια. Είχαν απομείνει πλέον εκείνοι που αποζητούσαν την ηρεμία του απόβραδου.
Δεν άργησαν να φτάσουν στην κορυφή του λόφου. Στάθηκαν για μια στιγμή να ξαποστάσουν κι είχαν την ευκαιρία να θαυμάσουν τη θέα. Ο ουρανός στα δυτικά έκλεινε στα σπλάχνα του το βυθισμένο ήλιο. Η πόλη από κάτω υποδεχόταν σιγά σιγά τη νύχτα. Όπου κι αν έστρεφες το βλέμμα συστοιχίες από μυριάδες φωτάκια. Στα νότια η θάλασσα. Σκοτεινή, μελαγχολική, χθόνια. Κάθισαν σιωπηλοί σε ένα παγκάκι.
«Καιρό έχουμε να έρθουμε εδώ, ε;», τον ρώτησε.
«Ναι… μου είχε λείψει αυτή η αίσθηση», της είπε. «Κρυώνεις;»
«Έχω… εξοπλιστεί κατάλληλα», απάντησε εκείνη και έλυσε από τη μέση της ένα πουλόβερ.
Της κράτησε το χέρι απαλά. Ήταν κρύο.
«Είχες πάντα ζεστά χέρια», του είπε απολαμβάνοντας τη μετάδοση της ευεργετικής θερμότητας. «Καλά θα ήταν να είχαμε και λίγο κρασί… δεν συμφωνείς;»
«Δεν θα μείνουμε πολύ. Σε λίγο θα πέσει κι άλλο η θερμοκρασία κι εδώ είμαστε εντελώς εκτεθειμένοι. Ήθελα απλά να μοιραστούμε ξανά αυτή την… ανοιχτότητα», της είπε γλυκά χαμογελώντας της.
«Τώρα που είπες ‘ανοιχτότητα’, μου ήρθε στο νου εκείνη η εργασία σου… πάνε χρόνια τώρα… για την πορεία ανάμεσα στις Συμπληγάδες… η αγωνία για την ανοιχτότητα που τελικά μένει χωρίς ανακούφιση… ή κάπως έτσι…»
Γύρισε και της χαμογέλασε.
«Που τη θυμήθηκες τώρα αυτή την εργασία; Την είχε δημοσιεύσει ένα περιοδικό, έτσι δεν είναι;»
«Ναι, από κει τη θυμάμαι».
«Ε, λοιπόν μπράβο σου. Η μνήμη σου είναι εξαιρετική».
«Ήταν από τα πρώτα δικά σου κείμενα που είχα διαβάσει. Και ομολογώ με αιφνιδίασε».
Χάιδεψε τους ώμους και τα χέρια της.
«Άρχισε να αγριεύει το κρύο ε;», της είπε και την έβαλε αμέσως μέσα στην αγκαλιά του.
«Μμμ… έτσι είναι καλύτερα…»
«Θέλεις να φύγουμε;»
«Όχι… όχι ακόμα…»
«Λοιπόν για πες μου… σήμερα, μετά από τόσα χρόνια, τι σκέφτεσαι για όσα έγραφα τότε; Ο αιφνιδιασμός σου… τι έγινε μ’αυτόν;»
Δεν άργησε να του απαντήσει.
«Ε, νομίζω πως κάποια σημεία δεν τα κατανοώ πλήρως ακόμα… Όμως μου άρεσε αυτό ειδικά για τη σχέση του πνευματικού αναζητητή τόσο με τον κόσμο των αισθητών όσο και με τον πνευματικό κόσμο… τελικά, ο διχασμός είναι διαρκής; Δεν θεραπεύεται;»
Την έσφιξε πιο δυνατά στην αγκαλιά του.  
«Ο διχασμός είναι αναπόφευκτος… όχι όμως αθεράπευτος… απλά, κάποιοι, οι περισσότεροι ‘επιλέγουν’ το δρόμο της ύλης, των αισθητών, των χονδροειδών σχημάτων και της προφάνειας… οι ελάχιστοι δεν επιλέγουν ούτε καν κατ’επίφαση… Επιλέγονται… και η πορεία τους είναι μια διαρκής αγωνία κι ένας μόνιμος αγώνας… χωρίς ανάπαυση, χωρίς τελειωμό… ως το τέλος…»
«Αυτοί που γίνονται Μύστες… μόνο αυτοί γλιτώνουν;»
«Αυτοί βρίσκονται σε μια άλλη διάσταση… παλεύουν με οντότητες άλλης τάξης και η πορεία τους μέσα στον κόσμο, όταν την επιλέγουν για συγκεκριμένους λόγους, έχει τεράστιους κινδύνους…»
Σήκωσε το κεφάλι της και έσμιξε τα φρύδια.
«Γιατί;»
«Γιατί η μακρόχρονη απουσία τους από τον κόσμο και το φρόνημα του κόσμου, τούς έχει κάνει ξένους, αλλόκοτους, ακατανόητους… είναι εξαιρετικά δύσκολο γι αυτούς να ελιχθούν ανάμεσα στην αθλιότητα, τη χυδαιότητα, την κτηνωδία, τον κανιβαλισμό της κάθε ημέρας μέσα στον κόσμο και να προστατεύουν την αύρα τους και τον υπερ-ευαίσθητο σάρκινο φορέα τους… ως και οι λογισμοί τους επηρεάζονται, αλλάζουν, αλλοιώνονται…»
«Και οι άνθρωποι τους παρεξηγούν γι αυτό… τους χλευάζουν και τους αποδιώχνουν… λες κι είναι μολυσμένοι».
«Ακριβώς… εκτός των ολιγίστων εκείνων που εντάσσονται στον εσώτερο πυρήνα της μαθητείας και ακολουθούν μια επίσης εξαιρετικά δύσκολη οδό… γιατί ανήκουν ακόμα στον κόσμο αλλά επιθυμούν διακαώς να απελευθερωθούν από το ρυπαρό του φρόνημα… αυτές είναι οι μυητικές τους Συμπληγάδες που απειλούν κάθε στιγμή να τους συντρίψουν… διότι γίνεται εύκολα αντιληπτό πως αν δεν έχεις υιοθετήσει πλήρως το φρόνημα ενός περιβάλλοντος είναι σα να προσεδαφίζεσαι σε έναν εχθρικό πλανήτη και να βγαίνεις στην τοξική του ατμόσφαιρα απροστάτευτος… αργά ή γρήγορα θα μολυνθείς και φυσικά θα πεθάνεις…»
«Μια σχιζοφρενική κατάσταση νομίζω…»
«Κάπως έτσι… ο πόθος για ανοιχτότητα γίνεται τελικά ο δήμιός σου…»
«Όμως το να αφοσιωθείς πλήρως στην Ατραπό είναι επίσης τρομερά δύσκολο, σωστά;»
«Βεβαίως… διότι -εκτός πάντα ελαχίστων εξαιρέσεων- δεν μπορείς. Δεν μπορείς να απαλλαγείς από αυτό που κληρονόμησες και που δεν έχει και λίγες ικανοποιήσεις και ηδονές να σου προσφέρει… ας μην λησμονούμε και τη μάχη που δίνει ο νους να υπερασπιστεί εαυτόν… ως το τέλος πασχίζει… κι είναι πολύ δυνατός αντίπαλος… διαθέτει έναν πανίσχυρο προγραμματισμό και ποικίλα όπλα… σου είναι γνωστά όμως όλ’αυτά…»
Γουργούρισε με νάζι.
«Ναι αλλά δεν με πειράζει να τα ακούω ξανά… Κάθε φορά υπάρχει και κάτι καινούργιο… Πες μου όμως… είναι ευχή τελικά ή κατάρα αυτή η Ατραπός;»
Ακολούθησε μια μικρή παύση. Η πόλη κάτω απ’τα πόδια τους ολόφωτη, ζωντανή, γεμάτη ενέργεια… εκεί που βρίσκονταν εκείνοι όμως υπήρχε απόλυτη σχεδόν ησυχία…
«Δεν είναι στο χέρι μας να το αξιολογήσουμε αυτό. Γιατί άλλωστε ποιος αξιολογεί; Ο νους; Αυτός είναι καταδικαστικός. Ένας αμείλικτος εισαγγελέας… Το συναίσθημα; Αυτό άγεται και φέρεται, πλημμυρίζει και αδειάζει όπως η παλίρροια… Κάτι άλλο αποφασίζει μέσα μας… Κάτι που δεν γνωρίζουμε και παλεύουμε μια ζωή να κατανοήσουμε… και όσο η πάλη μαίνεται δεν μπορούμε να το ακούσουμε… μοιάζει με μια πολύβουη μάχη… όσο μαίνεται δεν μπορεί κανείς να ακούσει τίποτε έξω από την κλαγγή των όπλων, τις ιαχές των πολεμιστών, τα ποδοβολητά, τις κραυγές, τις φωνές… φαντάσου όμως… φαντάσου πως ξαφνικά, γίνεται ως εκ θαύματος μια παύση… κάποιος ή κάτι ακινητοποιεί τα πάντα όμως αφήνει τους ανθρώπους με τις αισθήσεις τους ζωντανές…»
«Ναι…»
«Είναι απόλυτα βέβαιο πως μέσα από το χτυποκάρδι τους, τη γρήγορη ανάσα τους, το βούισμα στ’αυτιά τους, θα αναδυθεί και μια άλλη φωνή… αν δεν σωπάσεις τον εαυτό σου δεν μπορείς να τον ακούσεις… αν δεν απομακρυνθείς από τις πηγές του θορύβου δεν μπορείς να έρθεις σε επαφή με τίποτε που είναι στον πυρήνα σου… και τότε αναδύεται κι ένα άλλο ερώτημα εξίσου αν όχι και τρομερότερο ακόμα…»
«Ποιο;»
«Θέλεις να την ακούσεις αυτή τη φωνή; Το θέλεις αληθινά;»
Η σιγή που ακολούθησε είχε πυκνότητα και δύναμη.
Το κρύο είχε γίνει τσουχτερό. Σηκώθηκαν και πήραν σιωπηλοί και αγκαλιασμένοι το δρόμο του γυρισμού.  

Κυριακή, Ιανουαρίου 21, 2018

Βαμπίρ...



(Με αφορμή τη Μακεδονία… κάποιες σκέψεις)

Οι αναλογίες μας οδηγούν και σχεδόν πάντα μας φωτίζουν. Καμιά φορά μας απελευθερώνουν κιόλας… Και οι αναλογίες φωνάζουν ενίοτε, κραυγάζουν ώστε και οι κωφοί ν’ακούσουν και οι ανοητίζοντες να συνέλθουν…
Ο μεγάλος Κ. Γκ. Γιουνγκ γράφει κάπου (Ροζάριουμ Φιλοσοφόρουμ), πως στην πορεία του προς την εξατομίκευση, την πνευματική ολοκλήρωση, ο άνθρωπος είναι αναγκασμένος να ανακαλύψει εκείνο το στενό πέρασμα από τη Σκύλλα και τη Χάρυβδη. Ας πούμε πως η Σκύλλα συμβολίζει όλες τις πιθανές διαφυγές από τις ευκαιρίες που του δίνονται για πνευματική ανάπτυξη ενώ η Χάρυβδη συμβολίζει όλες τις αταβιστικές τάσεις που αν επικρατήσουν θα τον βυθίσουν σε ένα πρωτόγονο επίπεδο. Πάει να πει απλά και καθαρά, το έργο της ωρίμανσης, της ειναιικής σφαίρωσης, της πνευματικής ολοκλήρωσης –και όχι τελειοποίησης- είναι έργο ευθύνης. Κι απαιτεί να είσαι ον ευθύνης.
Κάπου βαθιά μέσα μου, θέλω δεν θέλω, υπάρχει εκείνος ο τρελός νεαρός τολμητίας που κάποτε ξεκίνησε από τα χώματα της Μακεδονίας με τριάντα χιλιάδες συντρόφους και κοινωνούς του υπέρ-λογου για ‘να κατακτήσει ολόκληρο τον κόσμο’. Η θυελλική, βυρωνική φύση του δεν άντεχε τη ματιά που ορίζεται από τους ορίζοντες της φυσικής όρασης. Η έμπυρη, κοχλάζουσα ψυχή του δεν μπορούσε να ξεδιψάσει απ’τις θεωρήσεις του φρόνιμου, του εφικτού, του πεπερασμένου. Μπορεί στο δρόμο να ξεστράτισε, να παρεξέκλινε, να ‘τρελάθηκε’… Μπορεί να υπερέβη ακόμα και τα δικά του εσκαμμένα, να εξακτινώθηκε στο Αχανές, να γονάτισε στην άνυδρη Γεδρωσία της Ανάγκης. Όμως δεν ηττήθηκε ποτέ. Κι αυτό δεν του συγχώρησε η ιστορία. Πάει να πει η Ειμαρμένη των ασήμαντων.
Δεν είμαστε Αλέξανδροι, δεν έχουμε καμιά δουλειά να ανακατευόμαστε με τις ορίζουσες των υπερανθρώπων ακόμη κι αν ιδεολογικά εύκολα και απλά τους καταδικάζουμε στους αποθέτες της Αιωνιότητας ως τρισκατάρατους ημιπαράφονες που αναζήτησαν το Αδύνατο κι έγιναν ολοκαυτώματα. Άλλωστε είναι καθήκον των μέτριων να κατατροπώνουν τους εξαίρετους. Ήταν πάντα και θα είναι πάντα. Έτσι επιβιώνουμε, έτσι αντέχουμε να ζούμε. Όλοι πέθαναν και όλοι θα πεθάνουν. Αφού ξόφλησαν ως και οι θεοί, γιατί να νιώθουμε συμπλεγματικοί συνωμότες των διαδρόμων εμείς;
Δεν είμαστε βέβαια Αλέξανδροι ούτε Φίλιπποι αλλά έχουμε ένα κληροδότημα φωτός. Αυτό δεν το εμπιστεύτηκαν στους επόμενους μέσα απ’τη φωτιά του ά-λογου φρονήματός τους. Αν μπορούσαν να επιλέξουν επιγόνους δεν θα μας συμπεριελάμβαναν ποτέ. Θα ήμασταν παρίες και παρατρεχάμενοι, θλιβερές σκιές στα δώματα της ιστορίας. Όσο κι αν μας θυμώνει κάτι τέτοιο, είναι η αλήθεια. Και την τεθλιμμένη οδό του Ναζωραίου ή το στενό μονοπάτι του Γιουνγκ δεν θα το ‘επιλέγαμε’ ποτέ.
Ακόμη χειρότερα, δεν θα μας επέλεγε ποτέ αυτό…
Όμως εμείς ήρθαμε μετά. Ήρθαμε κι είμαστε εδώ. Όχι για να απαλλοτριώσουμε αλλά για να φυλάξουμε. Οι μεγάλοι δημιουργούν, πρωτεύουν, καινοτομούν. Οι μέτριοι ας είναι ικανοί να φυλάττουν τουλάχιστον.
Κι αυτό απαιτεί ανάστημα.
Να είσαι ον ευθύνης.
Αν κάποτε ο αγαπημένος σου διδάσκαλος σου εμπιστευόταν ό,τι πολυτιμότερο είχε πριν αναχωρήσει προς τα έσχατα με τη μοναδική απαίτηση να μην το παραδώσεις σε κανέναν παρά μονάχα να το φυλάξεις ως το πέρας του βίου σου ώσπου να εμφανιστεί ο επόμενος στην Άλυσο για να το παραλάβει, εσύ τι θα διαλογιζόσουν να κάνεις;
Είσαι έτοιμος να το υπερασπιστείς;
Είσαι ον ευθύνης;
Είσαι ικανωμένος για το Έργο;
Τούτο το ιερό χρέος μπορείς να το φέρεις εις πέρας;

Έχεις Βλέμμα;
Γιατί κάποτε δεν θα γυρίσει να σε φτύσει κατάμουτρα αυτός ο Διδάσκαλος σε μια άλλη διάσταση, σε έναν άλλο χωροχρόνο…
Ούτε οι πρόγονοι, οι ιαχές των ηρώων και οι οιμωγές των θυσιασμένων στην ματωμένη γη θα σε κατατρέχουν…
Ούτε ακόμη και οι απόγονοί σου που θα φέρουν το όνειδος της δικής σου αστοχίας, ανημπόριας και ασημαντότητας θα σε καταδικάζουν…

Εσύ ο ίδιος θα επιστρέφεις αέναα και θα περιίπτασαι ως νοσηρό και σκοτεινό πνεύμα πάνω από τα ερείπια της ύπαρξής σου.
Δεν θα ξεκουραστείς ποτέ…
Δεν θα πετύχεις ποτέ την ουράνωσή σου, την εισδοχή σου στο φως, την ανάπαυσή σου…

Φρικαλέο βαμπίρ που θα εξοβελίσουν ακόμη και τα έγκατα του συλλογικού ασυνειδήτου, αυτό που οι άνθρωποι κάποτε ονομάτισαν Κόλαση.
Αυτό θα είσαι.
Λερή Σκιά και Εγκάτοικος του Εφιαλτόκοσμου…


Και ο κόσμος που ζούμε, δυστυχώς, έχει αναρίθμητους από τούτους τους δικαιούχους του σκότους…

Δευτέρα, Ιανουαρίου 15, 2018

μονάχα εμείς...



ποιοι είμαστε λοιπόν;
τι είμαστε;
απλές μονάδες;
ριγμένες τυχαία από κάποια αόρατη ειμαρμένη μέσα στο σύνολο;
μονάδες... ασήμαντες, φευγαλέες ριπές;
ή μήπως
όλοι
ο καθένας από μας
είναι όλος ο κόσμος;

κοινοτοπία θα πεις
μας τα έχουν πει τόσοι και τόσοι
σημασία όμως έχει
εγώ τα έχω πει σ'εμένα;
εγώ τα έχω νιώσει;
εγώ, προσωπικά, τα έχω βιώσει;

αν εξαρτιόταν από μένα
μονάχα από μένα
θα υπήρχε βία;
θα υπήρχε πείνα;
θα υπήρχε αθλιότητα;

ή αν πάλι είμαι τόσο σκοτάδι γεμάτος
όσο και φως
τι υπερισχύει και δεν μπορώ να σηκώσω κεφάλι;
να οικοδομήσω μια άλλη κοινωνία;
να επιλέγω τους σωστούς ανθρώπους;
να απαιτώ δικαιοσύνη
επειδή θα είμαι κι εγώ δίκαιος;

φριχτές κοινοτοπίες θα πεις πάλι
τα ξέρουμε, τα σκεφτόμαστε από μωρά παιδιά...
ο κόσμος είναι αυτός και δεν αλλάζει...

θυμάμαι σε μια ταινία
να συζητάει ο νεαρός Φιντέλ με τον επίσης νεαρό Τσε
μήνες πριν την απόβαση στη Κούβα
"θα έρθεις μαζί μας;", ρωτούσε ο Φιντέλ τον Τσε
"είσαι τόσο τρελός ώστε να μπεις στην περιπέτεια;"
"από μένα κι από σένα εξαρτάται άραγε;", ρώτησε ο Τσε
"πάντα από μας εξαρτάται", είπε ο Φιντέλ...
"και βέβαια θα έρθω"...

και βέβαια θα έρθω...

και βέβαια από εμάς εξαρτάται ο κόσμος
και βέβαια εμείς
μονάχα εμείς μπορούμε να τον αλλάξουμε...

It Almost Looked Human

Πέμπτη, Ιανουαρίου 04, 2018

Κάρλος...




Ο Κάρλος φορούσε τα μάτια του αετού…

... η μέρα ερχόταν καταπάνω μου, είπε, η μέρα πετούσε, είχε βγάλει τα φτερά της Άρπυιας και άπλωνε πάνω μας τα καινούργια της φτερά… η μέρα είχε γίνει πια ένας ουρανόφις… ένας άγνωστος ήλιος την έκαιγε, ένας μοχθηρός χρόνος την έκλεβε… κι όμως, ερχόταν σαν πεινασμένη λύκαινα πάνω μας… να μας κατασπαράξει, να μας αλώσει…

Δεν ήσουν ανυπεράσπιστος από τη γέννησή σου κιόλας;

...δεν στεκόταν, δεν στεκόταν καμιά νύχτα στο παράθυρό μου, είπε, δεν σταματούσε εκείνη η ρυπαρή βροχή, όλα μου τα πρωινά σπατάλησα να καθαρίζω τη βροχή από το σπίτι μου και τις νύχτες, τις νύχτες φίλε μου εκείνη ξεκινούσε πάλι… τι απίστευτο σκουπιδαριό γέμισε τις πόρτες μας, τι μολυσμένα ταξίδια πότισε τα όνειρά μας…

Ο Κάρλος φορούσε τώρα τη μπέρτα του θεού-γύπα… κι έσταζε λάσπη στο πάτωμα…

...δεν στεκόταν σου λέω, καμιά ολοκάθαρη νύχτα δεν καταδέχτηκε το παράθυρό μου… αρπαγμένη από τα παλιόξυλα, τα σαπισμένα ξύλα της βροχής έβρισκα τη μέρα, κάθε αυγή… είπε, κάθε αυγή άρχιζα τη δουλειά, κάθε βράδυ περίμενα τη ρομφαία της βροχής να με σκοτώσει πάλι…

Ο Κάρλος γυμνός, διάβαζε τα σημάδια στο σώμα του…

πενήντα εκατομμύρια χρόνια σ’αυτό το σώμα αδελφέ μου, αρχαίες λίμνες στέρεψαν, ποταμοί θρασείς και ατίθασοι αιμάτωσαν τα βουνά, πλάσματα παράξενα γέμισαν τις φωλιές της Γης, ήλιοι γεννήθηκαν και πέθαναν… κι αυτό το σώμα, ανασαίνει ακόμα σαν το στόμα της εκδίκησης που δεν κλείνει αν δεν πλημμυρίσει με ιχώρ φωτιάς… στον τελευταίο άνθρωπο που θα γεννηθεί, σ’εκείνον το υπόσχομαι τούτο το σώμα, σαν μανδύα λέπρας… είπε… και αν περάσει ο τελευταίος χειμώνας πάνω απ΄την τελευταία άνοιξη των ανθρώπων, σε κείνον που θα γεννηθεί, σε κείνον υπόσχομαι τούτο το σώμα…

Ο Κάρλος προστάτευε σαν στοργική μητέρα τον μικροσκοπικό ήλιο στη χούφτα του…

έκλεψα τούτο τον ήλιο απ’τα όνειρά μου αδελφέ μου…

Μόνον οι δειλοί, μόνον οι δειλοί Κάρλος αρνούνται το θάνατο του ήλιου… γιατί; Γιατί προσπέρασες τις αφετηρίες σου; Γιατί;

φοβόμουν ότι θα οχυρωθώ για πάντα πίσω από τις ουτοπίες μου… αδελφέ μου, είμαι ένας γέροντας Σαμάνος, ορθώνω το ανάστημά μου στο στερέωμα και δεν πληγώνομαι… ανοίγω τις φτερούγες μου πάνω απ’τους γκρεμούς και ξέρω πως Εκείνο που δεν μιλάει, με βλέπει, Εκείνο που δεν θυμάται την αρχή Του, με θωρεί, με αναστατώνει… με οργώνει… μάθε απ΄την αρχή τις λέξεις, μάθε τις σου λέω γιατί τούτες που έχεις τελειώνουν και θα ξυπνήσεις ένα πρωί και δεν θα έχεις γλώσσα να περιγράψεις τον κόσμο…

Μηχανεύεσαι πάλι μια καινούργια απόδραση, γαλάζιε πολεμιστή;

Ο Κάρλος είχε κουρνιάσει στην αθέατη γωνιά του δωματίου και έψελνε…

... είναι ακατάληπτη τούτη η γλώσσα… δεν την ξέρεις, κανείς δεν την ξέρει αδελφέ μου… Σου λέω, πρέπει να ιδρύσεις μια καινούργια γλώσσα, πάρε τον εαυτό σου και γύρνα τον τα μέσα έξω… άσε τα εντόσθια της ήττας να πέσουν στο πάτωμα, άσε τα αχνιστά, βρώμικα σπλάχνα σου να χυθούν στο πάτωμα! Δεν τα χρειάζεσαι πια…

Με σκοτώνεις!

εκείνα σε σκοτώνουν… και δεν έχεις πια γλώσσα για το θάνατο…

Ο Κάρλος ετοιμαζόταν να πετάξει…

... να, κράτησε τον μικρό μου ήλιο… άνοιξε τη χούφτα σου αδελφέ μου και πάρε τον… κλείστον καλά… είναι ένα ευαίσθητο, μικρό, νεογέννητο άστρο… μην τον υποσχεθείς στον εαυτό σου, μονάχα να τον φροντίζεις όσες αιωνιότητες θα λείψω…

Φεύγεις; Πάλι;

... αν δεν φύγω τώρα, δεν θα μπορέσω να δω τον εαυτό μου ποτέ ξανά… κάθε λεπτό κοντά σου η φθορά μου επιταχύνεται… όλα τρέχουν γρήγορα σε τούτο τον κόσμο, ως και η φθορά… κράτησε τον ήλιο… μην τον σπαταλάς… να τον φροντίζεις… είμαι εγώ!

Ο Κάρλος άνοιξε τα σάρκινα, υπέροχα φτερά του, μου έριξε μια παράξενη ματιά σαν να ερχόταν από τα έγκατα του αρχαίου του είναι.

και απλά πέταξε στο αύριο…

κάτι σπαρταρούσε στη χούφτα μου…

ο μικρός ήλιος είχε γίνει ένας νιογέννητος, λευκός αετός
και με κοιτούσε με δυο ήλιους – μάτια…