Τρίτη, Δεκεμβρίου 29, 2015

Η ηχώ της φωνής του ορειβάτη…



Περπατούσαν για λίγη ώρα ανάμεσα στα ψηλά, όμορφα δέντρα. Το στερέωμα πάνω τους ήταν βαρύ, μαγικό, ανήσυχο. Η γη κάτω απ’τα πόδια τους νοτισμένη. Έφτασαν κάποια στιγμή σε ένα ξέφωτο και κάθισαν κάτω από ένα χοντρό κορμό.

Πέρασε ώρα ώσπου να της μιλήσει.

«Αυτό που ανακάλυψες μόνος σου, δεν μπορείς να το μοιραστείς με κανέναν. Όχι γιατί δεν θέλεις. Αλλά γιατί δεν μπορείς. Αν το κάνεις θα μεταφέρεις λέξεις σε αυτιά. Ενώ εσύ πάλλεσαι από μιαν αποκαλυμμένη αλήθεια, μεταφέρεις μονάχα τη σκιά της. Δεν μεταφέρεις τη θεραπεία αλλά την αρρώστια. Στην ουσία, είσαι καταδικασμένος με τη γνώση ενός πράγματος που δεν γίνεται να βιωθεί από κανέναν άλλο».

«Άρα η αναζήτηση είναι μια μοναχική υπόθεση;», τον ρώτησε.

«Εάν είσαι σε ένα μεγάλο δάσος, όπως αυτό, μόνος, ζώντας μια παράξενη ζωή σε έναν παράξενο κόσμο, αυτό που θα βρεις αρμόζει στο δάσος. Γυρνώντας στην πόλη όλο αυτό δεν έχει αξία για κανέναν άλλο. Παραμένει όμως απόκτημά σου. Είναι πολύτιμο αλλά μόνο για σένα. Αν το εξομολογηθείς στο φίλο σου θα σε ακούσει με συμπάθεια αλλά θα πει: ‘ήρθε από το δάσος μισότρελος και λέει τρελά πράγματα’. Δείχνεις σαν εξωγήινος που βρέθηκε ξαφνικά σε έναν αλλόκοτο πλανήτη. Δεν είναι ο πλανήτης όμως αλλόκοτος. Είσαι εσύ ο ξένος. Οι μεγάλοι σοφοί, οι αληθινά μεγάλοι, έμειναν μόνοι γιατί ξημερώθηκαν σε ένα στερέωμα με έναν άλλο ήλιο. Αυτόν που λέμε ποιητικά ‘μαύρο ήλιο της ύπαρξης’. Μπορεί να μην είναι ολότελα ποιητική η απόδοση. Συνδέεται με πράγματα που τώρα δεν έχει σημασία να αναλυθούν. Γιατί δηλαδή αυτός ο ήλιος είναι ‘μαύρος’ ενώ ποτέ ένας ήλιος δεν είναι βέβαια σκοτεινός. Σημασία έχει όμως ότι τα όντα αυτά βυθίστηκαν στη σιωπή έκτοτε. Ό,τι είδαν δεν μπορεί να ειδωθεί από κανέναν άλλο που ζει και πεθαίνει κάτω από το συμβατικό ήλιο της ύπαρξης. Γι αυτό και δεν έγραψαν τίποτα, στην ουσία δεν είπαν τίποτα. Πέθαναν με τη γλώσσα των ανθρώπων και ξαναγεννήθηκαν με σύμβολα. Δίδαξαν σύμβολα και τα σύμβολα είναι ακατανόητα σε όλους»

«Μα, τότε, πώς θα βοηθηθεί η ανθρωπότητα;», διαμαρτυρήθηκε ήπια εκείνη. «Αν η ‘φώτιση’ είναι ατομική, μοναχική υπόθεση, είμαστε όλοι καταδικασμένοι στην άγνοια;»

«Αυτή είναι μια συζήτηση. Αυτό που κάνουμε όλοι. Είναι συζήτηση. Καμιά φορά ξεπέφτει σε κουβέντα. Δεν είναι αναζήτηση. Όταν ψάχνεις το χαμένο παιδί σου που απήχθη ή εξαφανίστηκε, όταν αναζητάς κάτι αγαπημένο που έχασες, όταν τολμήσεις να αναζητήσεις τον εαυτό σου που δεν ξέρεις, δεν έχεις κανέναν συντροφιά. Κανένας δεν δίνει δεκάρα για το παιδί σου, το σκύλο σου ή τον εαυτό σου. Μονάχα εσύ νοιάζεσαι. Κάποια στιγμή μπορεί να πάψεις ακόμα κι εσύ να νοιάζεσαι. Και τότε είναι που φωνασκείς και διαμαρτύρεσαι: ‘Τι κάνει το κράτος; Τι κάνει ο ένας ή ο άλλος; Γιατί με εγκατέλειψαν όλοι; Γιατί είμαι τόσο αδυσώπητα μόνος σ’αυτό το άγριο μονοπάτι αυτές τις άγριες ώρες;’ Θυμήσου πως αυτή την τρομερή μοναξιά τη βίωσε ως κι ο Ιησούς. Κανείς δεν τολμά να φανταστεί πώς ένιωσε εκείνες τις ώρες της αβύσσου στο σιωπηλό ελαιώνα της δικής Του ύπαρξης»

«Και η απάντηση;»

«Η απάντηση είναι η ηχώ της φωνής του ορειβάτη πάνω απ’το γκρεμό. Πάνω απ’το χάος. Πάνω απ’την άβυσσο. Αυτό που του επιστρέφεται είναι η φωνή του πολλαπλασιασμένη, αλλοιωμένη, αλλόκοτη, τρομακτική. Όμως είναι κάτι. Είναι η επιβεβαίωση πως η φωνή του ακούγεται, υπάρχει, η ψυχή του είναι ζωντανή και παλεύει»

«Διαρκής μοναξιά λοιπόν; Πώς μπορεί να ζήσει κανείς έτσι;»

«Η απάντηση είναι απλή. Δεν μπορεί. Και μ’αυτή τη γνώση συνεχίζει την περπατησιά του. Πριν δεν ήξερε. Δεν ήταν ευτυχισμένος αλλά δεν τον ένοιαζε και τόσο. Τώρα ξέρει. Τώρα τον θλίβει το φορτίο. Όχι των άλλων, μονάχα το δικό του. Και το φορτίο αυτό περιέχει την συγκλονιστική επίγνωση. Πάντα ήταν μόνος ανάμεσα στους μόνους. Κάποτε δεν το έβλεπε. Τώρα έχει μάτια και βλέπει. Γιατί βλέπει η ψυχή, βλέπει το είναι, βλέπει το Αχανές μέσα απ’αυτόν»

«Κι έτσι σιωπά…», είπε εκείνη στοχαστικά.

«Και μονάχα μέσα απ’τη σιωπή συμπονά βαθιά και απέραντα τους ανθρώπους και τον εαυτό του ανάμεσά τους. Και μέσα απ’αυτή την ωκεάνια συμπόνια αγαπά. Όχι πια από επιλογή αλλά από γνώση.
Όχι έναν αλλά όλους.
Όχι τώρα αλλά πάντα»

Πέρασε λίγη ώρα ακόμη. Σηκώθηκαν αργά και πήραν το δρόμο επιστροφής.



Παρασκευή, Δεκεμβρίου 25, 2015

κάθε φορά που ερωτευόμαστε...



Γύριζα ένα απόγευμα στο σπίτι από κάποια συνάντηση… ένα συνηθισμένο φθινοπωρινό απόγευμα στην Αθήνα, κάπως μουντό, υγρό… μάλλον απωθητικό και στη σκέψη ακόμα. Στο βαγόνι του Ηλεκτρικού αρκετός κόσμος, όπως πάντα… Όλες οι ηλικίες, όλες οι διαθέσεις, όλες οι μοναξιές… Το Μετρό είναι βέβαια ένα αληθινό σπουδαστήρι και από πολύ νέος δεν έχανα την ευκαιρία της παρατήρησης… είναι μια μονότονη και μηχανιστική σχεδόν διεργασία που όμως με τα χρόνια εκλεπτύνεται, εμπλουτίζεται, γίνεται οξύτερη, αποτελεσματικότερη… Οι άνθρωποι γύρω σου είναι ο παγκόσμιος χάρτης, με το ανάγλυφο και τις ισοϋψείς καμπύλες να σε προκαλούν σε νοητική δράση, ένα σωστό σχολείο, ένας ωκεανός πληροφοριών που σου φωνάζει σχεδόν να βουτήξεις μέσα του, να κολυμπήσεις, να μη φοβηθείς… Και οι άγνωστοι συνάνθρωποί σου, σε προσκαλούν να τους προσέξεις, να τους μελετήσεις, να τους προσεγγίσεις…

Είναι κάποιες φορές που όλο τούτο είναι κουραστικό, ανεπιθύμητο. Όταν είσαι γεμάτος σκοτούρες (ή μάλλον προβλήματα… έτσι θυμάμαι έλεγε ο πατέρας μου, ‘σκοτούρες έχουν μονάχα οι πολύ πλούσιοι, όλοι οι υπόλοιποι έχουμε προβλήματα’), όταν είσαι φορτισμένος από όσα σε δοκιμάζουν, ίσως δεν έχεις την πολυτέλεια της παρατήρησης… όμως και τότε ακόμα τούτο το έργο σε καλμάρει, σε απλώνει, σε εκτείνει κι όπου αυξάνει η έκταση, εκεί μειώνεται ο φόρτος και άρα, προσωρινά έστω, υπάρχει μια κάποια ανακούφιση…

Ήταν ένα κλασικό ζευγαράκι απέναντί μου… τους βρήκα όταν μπήκα στο βαγόνι… γύρω τους φοιτητές, κυρίες με τσάντες, ασπρομάλληδες άντρες με σκοτεινό ύφος, διάφοροι… για εκείνους βέβαια όλα αυτά ήταν ένα απλό ντεκόρ… ήχοι και θόρυβοι που δεν μπορούσαν με τίποτα να ραγίσουν την αποκλειστική ευτυχία τους… μοιράζονταν τις μοναδικές τους στιγμές και έδειχναν να το χαίρονται… δυο νέα παιδιά που μου τράβηξαν την προσοχή και μου έδωσαν κάποια τροφή για σκέψη…

Ο νεαρός, με τη στάση του σώματός του, στάση αρσενικού που απολαμβάνει την μέθεξη της επαφής με το θηλυκό του ταίρι, έδειχνε ξεκάθαρα σε όλους εμάς πως είμαστε παρείσακτοι, περιττοί και οπωσδήποτε ενοχλητικοί. Είχε δημιουργήσει ένα νοητό κύκλο προστασίας γύρω από την κοπέλα και εκείνη είχε συρρικνωθεί μέσα σ’αυτόν και απολάμβανε την επαφή και την τρυφερότητά του. Οι ψίθυροι, τα βλέμματα λατρείας, η σχεδόν ολοκληρωτική αφοσίωση στο ‘ερωτικό γεγονός’ ήταν κάτι που ανέπνεε σε κείνη τη γωνίτσα του βαγονιού απ’αυτά τα δυο νεαρά παιδιά. Χωρίς τίποτα το χυδαίο, το αποκρουστικό, το υπερβολικό ή… σιελώδες. Ένας ήρεμος, ευγενικός και απόλυτα φυσικός ρυθμός, ένας παλμός ερωτισμού που δεν προκαλεί, δεν κραυγάζει, δεν φωνασκεί, δεν προσβάλει…

Χαμογέλασα και σκέφτηκα πως τούτη την πανάρχαια γλώσσα δεν την διδαχθήκαμε, δεν την σπουδάσαμε, τα σώματα τη γνωρίζουν, την μιλούν απταίστως, την τελειοποιούν με το χρόνο και την άσκηση. Την έχουμε ανάγκη, είναι ένας δρόμος, ένας καμβάς και μαζί ο μοναδικός ίσως πόλεμος που οι μάχες του ωφελούν και τις δυο πλευρές εξίσου… μια αναμέτρηση δια της ψηλάφησης, της όσφρησης, του ήχου των τρεμάμενων συλλαβών, της όρασης του αντικείμενου του πόθου, της γεύσης του άλλου… το ωραιότερο φεστιβάλ αισθήσεων που επινόησε το Αχανές για να μπορείς να αντέξεις το παράλογο, τη φρίκη και την τραγικότητα του βίου…

Τα δυο παιδιά κατέβηκαν μερικές στάσεις παρακάτω… και ένιωσα αμέσως πως όλοι οι υπόλοιποι που απομείναμε στο βαγόνι, σα να ορφανέψαμε ξαφνικά… σα να ξαναγυρίσαμε στη γνωστή μας, βαρετή, πληκτική διάσταση… η μαγεία χάθηκε, επιστροφή στο γνωστό, το διακριτό, το δεδομένο…

Ίσως γιατί αυτό που απεκάλεσα ‘ερωτικό γεγονός’ πράγματι δεν αφορά μονάχα εκείνους που το βιώνουν στην ολότητά του αλλά τον καθένα από μας που μετέχει στο Γεγονός του Είναι από την αρχή του χρόνου ως σήμερα… με μια έννοια, κάθε φορά που ερωτευόμαστε, καλούμε όλη την ανθρωπότητα σε μια γιορτή… κάθε φορά που πονάμε, που γινόμαστε φορείς της θλίψης και ιππότες της μελαγχολίας, γινόμαστε μια μέλαινα οπή που αναζητά επειγόντως ενεργειακή ισορρόπηση…

Και κάθε φορά που ανασαίνουμε την επίγνωση της περπατησιάς μας πάνω στον πλανήτη αυτό, επικοινωνούμε με το κάθε τι, τον καθένα και όλους σημαίνοντας την ύπαρξή μας, το ότι είμαστε ακόμη εδώ και πως αυτό από μόνο του ίσως να αιμοδοτεί τον στοχασμό πως υπάρχει ακόμα ευκαιρία για τον άνθρωπο…

Δευτέρα, Δεκεμβρίου 14, 2015

Ανα-κάλυψα τον εαυτό μου…


Άργησα να ανταμωθώ με τον Ηράκλειτο. Το ομολογώ. Άργησα πολύ. Ασυγχώρητα πολύ ίσως.

Διάβαζα και άκουγα γι αυτόν τα χειρότερα… πώς ήταν ένας παράξενος και μυστικοπαθής και ιδιότροπος άνθρωπος που ενώ είχε βασιλική καταγωγή και γαλάζιο αίμα, κάποτε αποφάσισε να τα βροντήξει όλα και να πάρει τα βουνά. Μόνος, μισάνθρωπος και αγριάνθρωπος. Να αχνίζει η ψυχή του από απέχθεια και αηδία και το κεφάλι του απ’το στοχασμό. Να τρώει βότανα και ρίζες και να απαρνιέται το ‘είδος του’… Φιλόσοφος βέβαια… όμως τι να το κάνεις; Μέσα στο πυκνό σκοτάδι, μέσα στο γνόφο του Αχανούς… Έτσι τον αποπήρα κάποτε…

Στα σχολεία διδάσκεται μαζί με όλους τους σπουδαίους Προσωκρατικούς, λεγόμενους φιλοσόφους… η αρχή της διερώτησης, η αρχή της επιστήμης των Ελλήνων… άλλοι τον μνημόνευαν με δέος και θαυμασμό, άλλοι κουνούσαν το κεφάλι κι άλλοι το έξυναν γιατί δεν κατανοούσαν τίποτα… κάποιοι το πάλεψαν φιλότιμα… να τον χώσουν κι αυτόν στο μαντρί της ‘κατηγορίας’ και στο συρτάρι της ταξινόμησης… ο Πλάτων σεβόταν το γίγαντα αυτό, ο Αριστοτέλης είχε χίλια ερωτήματα, οι μεταγενέστεροι του κόλλησαν ένα σωρό ταμπέλες για να τον ξορκίσουν ή να τον λατρέψουν… ένας σκοτεινός θεός δεν παύει να είναι θεός…

Δεκάρα δεν έδινε ο ‘φίλος μου’ για όλα τούτα… όλα όσα γίνονταν τότε… όλα όσα θα γίνονταν κατόπιν… κι αν ζούσε σήμερα πάλι στα όρη και στ’άγρια βουνά θα ήταν και θα ‘διητάτο πόας και βοτάνας’…

Είναι εκείνη η ρημαδιασμένη φράση του που με ανάγκασε να τον… αναζητήσω…

εδιζησάμην εμεωυτόν…
εδιζησάμην…
εμεωυτόν…

Αναζήτησα τον εαυτό μου… ή πάλι έψαξα βαθιά για τον εαυτό μου, ή ακόμα ανακάλυψα τον εαυτό μου…

Δεν αρκούν στον παθιασμένο φιλόλογο… στον πωρωμένο φιλόλογο, στον γραφειοκράτη της γνώσης και τον νυχτοκαματιάρη του βιώματος… έχει κι άλλα… θα έχει πάντα κι άλλα… αναζήτησα την κρυμμένη φύση μου, έψαξα για το νόημα του είναι μου, βρήκα το βαθύτερο νόημα της ύπαρξης…

αναζήτησα
έψαξα
ανακάλυψα…

Δίζημαι λέει, πάει να πει ‘ψάχνω, αναζητώ, ανακαλύπτω’… ξετρυπώνω ίσως… αποκαλύπτω με μια έννοια, ξεγυμνώνω… τραβώ το πέπλο και βλέπω… τι είμαι, το τέρας που είμαι… το μάταιο που είμαι… το φθαρτό, το πρόσκαιρο, το θνησιγενές…
Αναζήτησα φιλότιμα, φιλόπονα τον εαυτό μου… κι αυτό που ανακάλυψα με γέμισε τέτοιο τρόμο που δεν με χωρούσε η κοινωνία των ανθρώπων… ίσως ούτε και τα βουνά και οι απόμερες σπηλιές να με χωρέσουν ποτέ…

Κι έτσι πήρα τον ανάστροφο δρόμο… γύρισα τα έξω μέσα και κάλυψα όσα είδα με τη σιωπή μου…

Κάλυψα… ανα-κάλυψα τον εαυτό μου…

Και κρύφτηκα για πάντα από τους ανθρώπους, τους σοφούς και τους ανόητους, τους ευγενείς και τους χυδαίους, τους βασιλείς και τους πένητες… κρύφτηκα πίσω από τη λέξη ‘σκοτεινός’ και ανασαίνω την τραγικότητα της υπέροχης και φυλλοβόλας ύπαρξής μου…
Ανασαίνω και αρνούμαι πια να σκεφτώ οτιδήποτε

Μετά από μένα θα έρθει ο Οιδίποδας κι όταν ανακαλύψει κι αυτός το μεγάλο μυστικό θέαμα της δικής του φρίκης, θα βγάλει τα μάτια του και θα ακούγεται η κραυγή του στους αιώνες…


Τυφλός ναι… στην ένοχη σιωπή όμως ποτέ!

Τρίτη, Δεκεμβρίου 08, 2015



«Είμαι τέλεια ξένος από αυτόν τον τόπο.
Είναι σωστό αυτός ο κόσμος να με αποκλείει…»
(Γ. Σεφέρης)


Εξόριστος


Υπάρχει ένας τόπος εξορίας που δεν είναι κάποιο ανεμόδαρτο πετρονήσι. Και δεν είναι κάποιος καταραμένος ερημόκοσμος με τους κροταλίες χωμένους στην άμμο και τους σκορπιούς να βολτάρουν ανέμελοι στους πυρωμένους βράχους.

Υπάρχει ένας τόπος εξορίας, άνυδρος και αφιλόξενος κι επικίνδυνος όπως το δάγκωμα της οχιάς και σιωπηλός όπως η ασημένια ράχη της σελήνης. Κι όμως, σ’αυτό τον τόπο δεν είσαι μόνος.

Ολόγυρά σου πλάνητες όπως εσύ. Χιλιάδες κι αμέτρητοι. Κανείς δεν σε βλέπει κι όλοι σε κοιτούν. Κι εσύ όλους τους παρακολουθείς αλλά δεν μπορείς να τους μιλήσεις.

Φαντάσματα…

Από μέσα τους περνάς κι εκείνοι μέσα από σένα.

Φάσματα…

Κι αυτή είναι η εσχάτη φρίκη. Πως μέσα στους μυριάδες είσαι ολομόναχος κι εντός του ενός μυριάδες.

Όλοι αδελφοί σου. Κι όλοι ξένοι.
Όλοι όπως εσύ και όλοι άγνωστοι.

Σε αυτό τον φασματικό εφιαλτόκοσμο δεν σ’έστειλε ο φυσικός σου δικαστής, οι αρχές, οι νόμοι και το μίσος των ανθρώπων.

Σε τούτη την κόλαση δεν σε εξόρισε ο θεός ή ο διάβολος, η μοίρα, η ειμαρμένη, το ποινολόγιο της φθοράς ή το Μεγάλο Δικαστήριο του Όσιρη με τους 42 δικαστές. Δεν ζύγισε την καρδιά σου ο Άννουβις στη ζυγαριά και βρέθηκε βαρύτερη, αλίμονο, από ένα φτερό!

Τίποτε απ’αυτά και από χιλιάδες άλλα που η ζωηρή κι ανάγλυφη φαντασία των προγόνων φιλοτέχνησε για να εικονίσει τις διαστάσεις του εδώ και του επέκεινα και καθαρτήρια και καταβάσια και πύλες του Άδη και γέενες του πυρός και σπηλιές ανήλιαγες, Καιάδες και μαρτυρικοί αποθέτες του Αχανούς…

Σ’αυτό το φοβερό τόπο εξορίας σ’έστειλε, ξεκάθαρα κι απλά ο ίδιος ο εαυτός σου.

Δεν σέρνεις αλυσίδες, δεν είσαι ο Σίσυφος να σπρώχνεις ξανά και ξανά τη θεόρατη κοτρώνα ως το φρύδι του πρανούς κι ύστερα να τη βλέπεις να ξανακυλάει χάμω… ξανά και ξανά… στη μαύρη αιωνιότητα…

Άλλα φορτία δεν έχεις περιττά και ξένες έννοιες… αρκεί που σέρνεσαι και περπατάς και τριγυρνάς ολόμονος.

Εσύ κι ο εαυτός σου.

Εσύ και ο άλλος μέσα σου κι εντός σου.
Εσύ και όλα είσαι εσύ και όσα δεν πρόλαβες να γίνεις.
Εσύ και όλα όσα ευχήθηκες να είσαι και όσα σε καταράστηκαν να μην είσαι.
Εσύ και το παραταϊσμένο εγώ σου.
Εσύ και το κενό σου.
Εσύ… και το απέραντο αύριο… σαν ωκεάνιο τώρα και σαν στόμα που ανοίγει το πρωί και σε τρώει… και το βράδυ σε ξερνάει λουσμένο με ένα παράξενο στομαχικό υγρό… οξέα ενοχών και χολή αρνητικότητας…

Όλο το βράδυ θα το καθαρίζεις, θα το πλένεις, θα το διώχνεις από πάνω σου… και το πρωί τα ίδια πάλι… μέσα στο Στόμα…

Μα και το Στόμα είσαι εσύ…

Και οι πλάνητες ολόγυρά σου… Αν πλησιάσεις έναν, όλους τους ξέρεις… Φτάνει έναν να ζυγώσεις άφοβα και να τον δεις καλύτερα… Τόλμησέ το!

Ως και τα άψυχα, ως και οι πέτρες, η σκόνη, το στερέωμα που σε αγκαλιάζει…

Όλα σ’αυτό τον τόπο είσαι εσύ. Με έναν τρόπο θαυμαστό και θαυμάσιο καθόλου…

Και ό,τι το βλέμμα σου σαρώνει…
Όλα στον τόπο αυτό της Μεγάλης Μοναξιάς… εσύ είσαι!

Πώς βρέθηκα εδώ;

Ουρλιάζεις και δεν ακούει κανείς…
Πώς θα γλιτώσω από δω; Πώς θα γυρίσω πίσω;

Τραντάζει το μελαγχολικό στερέωμα η άηχη κραυγή σου και σου επιστρέφονται στάλες από μέλαινα βροχή… Το αίμα σου!

Τα δάκρυά σου τρέχουν ρυάκια στο χώμα και όσο απομακρύνονται φουσκώνουν, γίνονται ποταμός και χείμαρρος και κάποτε χύνονται σε μια μυστική θάλασσα που αόρατη σού είναι στο βάθος του ορίζοντα.

Πώς βρέθηκα εδώ;

Ρωτάς και απάντηση γυρεύεις.

Και την απάντηση την ξέρεις…



Νοε 215

Σάββατο, Δεκεμβρίου 05, 2015

Όπισθεν… εξελικτικώς!


Tελικά ο Δαρβίνος είχε δίκιο. Οφείλω να το ομολογήσω πλέον και οι όποιες ενστάσεις είχα κατά καιρούς έχουν πάει περίπατο. Καταγόμαστε λοιπόν από τον πίθηκο. Τωόντι. Και ειδικότερα, από τον πίθηκα! Τώρα, πως ακριβώς και πότε άρχισε και με ποιους τρόπους έγινε αυτό το παράξενο μικρή σημασία έχει. Αυτό που αντίθετα έχει σημασία είναι ότι χωρίς να είσαι επιστήμονας μπορείς πια να το επαληθεύεις νύχτα μέρα! Καταπληκτικό! Η εξελικτική βιολογία και όλα τα συναφή βαρύγδουπα και ομιχλώδη, δεν χρειάζονται. Αρκεί η απλή παρατήρηση. Να περπατάς και να μην κοιμάσαι πάει να πει αλλά να βλέπεις. Να βλέπεις και να… χαίρεσαι. Ότι ο πίθηκος έγινε πίθηκας και πήρε την εκδίκησή του. Ο μεν πρώτος έμεινε στα δέντρα και ζει τη ζωή του, ο δεύτερος όμως έγινε πολλά άλλα πράγματα και ζει πολλές ζωές. Έγινε πολιτικός, ηθοποιός, παρουσιαστής στη τι-βί, τηλε-περσόνα και σελέμπριτι, πανελίστας, σχολιαστής γεγονότων, αναλυτής και δημοσιολόγος, τιποτολόγος και παπαρολόγος επί παντός του επιστητού… 

Ο χιμπατζής και ο ουρακοτάγκος. Οι λατρευτοί μας ανιόντες. Και δη ο αξιολάτρευτος Μακάκος εθριάμβευσε επί της αμειλίκτου φύσεως και μετεξελίχθη σε κάτι που όλοι μας θαυμάζουμε και ζηλεύουμε. Έγινε πρόσωπο των social media! Έγινε χειριστής επιδέξιος των τάμπλετ και σαΐνι στα σκρόλινγκ σε υπερ-σύγχρονα κινητά υψηλής ευφυΐας και με οθόνες πεντέμισι ιντσών. Ο πάλαι ποτέ θορυβώδης και υπερ-σεξουαλικός μαϊμουδοπίθηκος με τη συριχτή φωνή και το πανέξυπνο βλέμμα, κατήλθε των υψηλόκορμων δένδρων και εξήλθε των πυκνών τροπικών δασών και πέρασε πια σε μια άλλη εξελικτική φάση και απολαμβάνει των εκπληκτικών τεχνολογικών εφαρμογών, πλήρης ηδονής και ικανοποίησης. Συγγράφει και αποστέλλει μηνύματα σε χρόνο μηδέν και πληκτρολογεί εμπύρετος και ταχύκαρδος σε φρενήρεις ρυθμούς στα ‘φέισμπουκ’ και ‘τουίτερ’ επικοινωνώντας ωραιότατες ανοησίες με τους συνηλικιώτας του ή και εν γένει με τους λοιπούς αδελφούς της παγκόσμιας αδελφότητος των ‘logged in’. 

Κι όλα αυτά τα θαυμαστά και υπέροχα πράττει περιχαρής και μπουκωμένος υδατάνθρακες και ακόρεστα λιπαρά τα οποία θα μεταβολίσει το πρησμένο του ήπαρ σε περιττά λίπη και θα αποθέσει σε ευδιάκριτες, δυστυχώς, περιοχές του σώματος. Κανένα πρόβλημα. Ένα απλούν ‘γκουγκλάρισμα’ σε εξειδικευμένους ιστότοπους και το κατάλληλο σκεύασμα που ‘τριμάρει’ τα ξύγκια και επαναφέρει τον δίποδο μεγαλοπίθηκο σε επίπεδα ‘ανοχής’ της ζυγαριάς είναι διαθέσιμο και σε προσιτές τιμές!

Ναι, πράγματι, ο Δαρβίνος είχε δίκιο. Κακώς τον εκαταράσθησαν οι φανατικοί θρησκόληπτοι και θρησκομανείς. Μονάχα που έλειψε ίσως ένα βασικό κεφάλαιο εις την επιστημονική του πραγματεία το οποίο όμως ημείς, οι νεώτεροι διάδοχοι και συνεχιστές του έργου του καλούμαστε να πράξουμε.

Το κεφάλαιο αυτό θα μπορούσε να επιγράφεται «Ολοταχώς πίσω στον πίθηκο». Από κει που προήλθημεν κάποτε, στην αχλύ του χρόνου, στον γνόφο της προ-ιστορίας, στα σπάργανα του βίου της γαλαζοπράσινης Γης μας.

Αλλά, τώρα που το ξανασκέφτομαι, δεν χρειάζεται ίσως καν να συμπληρωθεί το έργο του μεγάλου πρωτοπόρου επιστήμονα. Διότι και να συμπληρωθεί, ποιος θα το διαβάσει; Ποιος θα δώσει σημασία; Ποιος θα το μελετήσει; Και ποιος θα το αντικρούσει; Ουδείς!

Είναι όλοι απησχολημένοι… με πρόσωπα βυθισμένα στους ωκεανούς του κυβερνοχώρου, φτιάχνοντας προφίλ, τρολάροντας γνωστούς και αγνώστους, ποστάροντας ό,τι είναι σημειώδες στην κενότητά του… Ποια παντρεύτηκε; Ποια έμεινε έγκυος για πολλοστή φορά; Τι είπε ο τάδε στο δείνα; Πώς ξύπνησε αργά το απομεσήμερο ο έτσι; Γιατί ξύρισε το μούσι του ο κούκλος και δεν βλέπεται; Τι έφαγε η ωραία της μεσημεριανής ζώνης; Τι φόρεσε η βουβάλω και δεν είδε τα χάλια της στον καθρέφτη; Κι είναι αλήθεια, χώρισε η ξινή της βραδινής εκπομπής; Απίστευτο!

Κι αν βρει κανείς λίγο χρόνο ανάμεσα στις πυρετικές του δραστηριότητες… βγάζει μια ‘σέλφι’ με τον λατρεμένο του τραγουδιστή… πολύτιμο, ανεκτίμητο απόκτημα! Και με ύφος και βλέμμα που αν το έβλεπε ο αρχι-πίθηκος του Βόρνεο και ο παλαιο-χιμπατζής της Σουμάτρας θα έφτυναν τις μπανάνες στην οθόνη του πανάκριβου smartphone.

Κι άντε να αλλάζεις κινητό κάθε δυο μήνες!

Τετάρτη, Δεκεμβρίου 02, 2015

«Ζήτω στις Πεντάρες!»


Το περιστατικό δεν είναι πρωτόφαντο. Όσο θυμάμαι τον εαυτό μου, επαναλαμβάνεται με θαυμαστή συνέπεια. Σε κάθε γενιά. Με άλλους πρωταγωνιστές φυσικά. Αλλά με κανονικότητα που αιφνιδιάζει (;). Νεαρή διαγωνιζόμενη σε κυπριακά καλλιστεία βρίσκεται στην πολύ δυσάρεστη θέση να απαντήσει σε μιαν ερώτηση (‘γενικών γνώσεων’ φαντάζομαι). Η ερώτηση είναι: ‘Πες μας έναν διάσημο κύπριο καλλιτέχνη’, ή κάπως έτσι. Η κοπέλα ευρισκόμενη σε φανερή αμηχανία και εσωτερικό ζόρι, τελικώς απαντά: ‘Η Κύπρος έχει αναδείξει πολλούς και σημαντικούς καλλιτέχνες. Όπως ο Διονύσιος Σολωμός που έγραψε τον Εθνικό Ύμνο’ (δεν βάζω θαυμαστικά, θα πήγαιναν χαμένα). Η παρουσιάστρια του διαγωνισμού προφανώς σε πέλαγος αβεβαιότητας και ωκεανό ημιμάθειας, δεν ξέρει τι να πει ή τι να κάνει και μετά από αρκετή ώρα αμηχανίας– και αφού κάτι της λένε στο ακουστικό της, από κάποιον που έκανε το σχετικό γκουγκλάρισμα μάλλον – απευθύνεται στη νεαρή: ‘Είσαι βέβαιη; Γιατί ο Σολωμός είναι από την Ελλάδα’. Το σχετικό ντελίριο συμπληρώνεται από μέλος της κριτικής επιτροπής που αποφαίνεται χαρωπά: ‘Μια χαρά ήταν η απάντηση’ (ούτε εδώ θαυμαστικό).

Το σχετικό περιστατικό έγινε αφορμή να ξεσπάσει ένας μικρός χαμός. Οι εδώ …σοφοί και πολυδιαβασμένοι έπεσαν ως αρπακτικά να… ξεσκίσουν την ‘αμόρφωτη’ διαγωνιζόμενη και τον κύριο της επιτροπής. Φωνές, αντεγκλήσεις, εξυπνακισμοί, πικρά και ειρωνικά σχόλια, αναπαραγωγή της γκάφας προς τέρψιν του κοινού. Το πράγμα προχώρησε λίγο. Πήρε διαστάσεις ανάλυσης. Με μια γενική έννοια, εφόσον ‘και η Κύπρος είναι Ελλάδα’, η κοπέλα απάντησε σωστά μεν κατά το ήμισυ. Γιατί ο Σολωμός δεν ήταν καλλιτέχνης αλλά ποιητής. Ή μήπως όχι; Νέα κύματα λεκτικών αψιμαχιών. Χαζοί εναντίον ηλιθίων, σκορ ισόπαλον ανεξαρτήτως αριθμού τερμάτων. Γιατί, πάλι με μια ευρύτερη αυτή τη φορά έννοια – πόσο να το ξεχειλώσουμε πια; - ο μεγάλος Ζακυνθινός ήταν και καλλιτέχνης. Μην τη σταυρώσουμε τη νεαρά, μέσα στο πνεύμα της ερώτησης ήταν. Έκανε τη γκάφα μεν – χάθηκε βρε παιδί μου να πεις Άννα Βίσση να ξεμπερδεύουμε; - αλλά δεν είναι και για τον ρωμαϊκό αποθέτη των αστοιχείωτων. Και κυρίως, όλοι άρχισαν να ψάχνουν μέσω μηχανών αναζήτησης για τον εθνικό ποιητή. Τόπο καταγωγής, γνωστότερα έργα, ως και τη συμβολή του στην διαμόρφωση της γλώσσας του νέου ελληνικού κράτους! Έπεσε διάβασμα δηλαδή! Τρομερά πράγματα που σε κάνουν να ανατριχιάζεις.

Ο Σολωμός έχει δεινοπαθήσει πολλάκις βέβαια. Θυμάμαι το αμίμητο προ πολλών ετών επί ελλαδικού εδάφους αυτή τη φορά. Κάποιος ρεπόρτερ – από αυτούς με ‘το ματσούκι στο χέρι’ – ρωτά νέους και νέες σε δρόμους της πρωτευούσης: ‘Ποιος έγραψε τον εθνικό μας ύμνο; Ξέρετε;’ Οι απαντήσεις πολλές, πικρά διασκεδαστικές και κάποιες ευφάνταστα δημιουργικές. Θυμάμαι μία από αιφνιδιασμένο νέο που όμως δεν πισωπάτησε στιγμή: ‘Κάποιος… Γαρίδας;’ Ευτυχώς δεν έπινα ή έτρωγα κάτι εκείνη τη στιγμή. Γιατί μπορεί να είχα καταλήξει στα επείγοντα με απόφραξη οισοφάγου ή κάτι τέτοιο. Αποκλείεται να είχα επιβιώσει. Επιβίωσα όμως. Με ελαφρύ… πνευματικό εγκεφαλικό. Ο νεαρός ευρέθη αν μη τι άλλο στον αυτό βιότοπο. Και για τις γαρίδες και για τους σολωμούς… ε, στο περίπου τέλος πάντων. Μην τα θέλουμε κι όλα δικά μας!

Το θέμα είναι ευχάριστο. Μάλλον γλυκόπικρο στο βάθος αλλά όχι παράξενο ή καινοφανές. Παλαιότερα είχα μιαν αυστηρότερη στάση απέναντι σε ανάλογα φαινόμενα και παρότι μειδίαζα ‘με τα χάλια μας’ συναισθανόμουν μετά την σπηλαιική μοναξιά των ποιητών που ακόμη και αν έχουν κατακτήσει τη Μεγάλη Αθανασία κι έχουν υπερβεί τους αιώνες, παραμένουν άγνωστοι. Άγνωστοι τότε, άγνωστοι και τώρα. Και σε κάθε εποχή. Όχι πως αυτό έχει τελικά και κάποια ιδιαίτερη σημασία. Ο Σολωμός, ειδικά, δεν ενδιαφέρθηκε ποτέ για τη φήμη ή την υστεροφημία του. Μανταλώθηκε στη μοναξιά του από νωρίς και δεν το κουνούσε ρούπι. Ο αγώνας κάθε έντιμου πνευματικού ανθρώπου, έτσι κι αλλιώς είναι εσωτερικός και γι αυτό είναι διαρκής και φοβερός. Όλα τα υπόλοιπα είναι δροσερές ριπές μαΐστρου τον Αύγουστο. Είτε σε γνωρίζουν οι πολλοί είτε σε αγνοούν. Είτε σε έχουν διαβάσει είτε σε έχουν ξεχάσει πριν καν υπάρξεις. Ο αγώνας είναι ενάντια στο Μηδέν όχι ενάντια στο Είναι. Συνεπώς, οι σε έκταση αναγνωσιμότητα και αναγνωρισιμότητα είναι το ίδιο άγονες με τις μηδενικές αντίστοιχες. Και μιλούμε για ανθρώπους της ιδιοσυγκρασίας και της ποιότητας του Σολωμού.

Αναρωτήθηκα όμως προς στιγμήν, το ομολογώ, πώς θα αντιδρούσε, έτσι, ως παίγνιο του νου, αν μπορούσε να γίνει μάρτυρας αυτών των περιστατικών. Τι θα έλεγε; Τι θα σημείωνε; Τι θα έγραφε; Ίσως κάτι ανάλογο με αυτό που έγραψε κάποτε σε κάποια επιστολή του, για τις Πεντάρες. Εκεί που διαμαρτύρεται για την επικράτηση της ύλης έναντι του πνεύματος, της ηθικής εξαχρείωσης, της δυσοσμίας της λατρείας του χρήματος από άρχοντες και ποπολάρους: «Και δεν είναι τυχαίοι ότι οι άνθρωποι ιδρώνουν και παγώνουν μέσα στη φροντίδα να μαζέψουν πεντάρες… ζήτω λοιπόν, πάντοτε ζήτω στις Πεντάρες!»

Γιατί τελικά, εκπαίδευση ‘της πεντάρας’ έχουμε και παιδεία ‘της πεντάρας’ λαμβάνουμε.
Και άλλο δεν γκρινιάζω σήμερα!