Πέμπτη, Ιουνίου 25, 2015

ξενιστές της ίδιας μας της φρίκης…



Ποιος θα είναι ο κόσμος που έρχεται;
Αυτοί που τον έχουν ήδη ετοιμάσει χαμογελούν σαδιστικά από μακριά και κάνουν νεύματα και χειρονομίες άσεμνες και ξερνούν χυδαιότητα και κυνισμό.
Ο κόσμος που θα έρθει θα είναι ένα ντελίριο κυνισμού. Σε κάθε τι, ως και την ελάχιστη λεπτομέρεια, την πιο κρυφή, την πιο αθέατη.
Αυτοί που απεργάζονται την αποκτήνωση, την αποθηρίωση των ανθρώπων, το προσκύνημα, την υποδούλωση, την αφαίμαξη, την απόλυτη κένωση…
είναι ήδη εδώ…
Πάντοτε ήταν… ποτέ δεν έφυγαν… μονάχα που σε κάποιες εποχές ανάσας κρύβονταν, λούφαζαν σε τρύπες, οργάνωναν την επιστροφή τους…
τη δυναμική, κυριαρχική, εκδικητική επιστροφή τους…
Κι όλοι εμείς τους βλέπαμε, τους νιώθαμε, τους ξέραμε αλλά δεν κάναμε το παραμικρό για να τους αντιμετωπίσουμε… γιατί με μια έννοια τους περιείχαμε, τους νταντεύαμε σαν παιδιά μας, τους κανακεύαμε με παραμύθια… τους ποτίζαμε με ιχώρ και γάλα της ψυχής μας…
Ήμασταν οι ξενιστές της ίδιας μας της φρίκης…
Και τώρα οι ρόλοι άλλαξαν ξανά…
Και η εποχή του Οφιόμορφου ανθρώπου ανατέλλει…
Κι εμείς έκπληκτοι, αδρανείς και αθωράκιστοι…
Ως την αυγή ενός άλλου ήλιου… αυτή τη φορά όχι με δάνειο φως… αλλά δικό μας!

Ίσως… 


Foto: http://albertoparada.electrofolio.com/en/c42/The-dawn-of-man#/gallery.4.People


Δευτέρα, Ιουνίου 22, 2015

Οφιόμορφοι...


Άνθρωποι φίδια

Ερπετά…

Αθόρυβοι, σχεδόν αόρατοι…

Έρπουν γύρω σου όταν ‘κοιμάσαι’

Έρπουν και μέσα σου όταν τους ονειρεύεσαι…

Ανασηκώνουν το κεφάλι όταν αψηφήσεις την ύπαρξή τους

Και ορμούν στη καρωτίδα σου όταν τους αγκαλιάσεις…


Οφιόμορφοι… ομοιόμορφοι…

Θανατηφόροι…

Σάββατο, Ιουνίου 20, 2015

Το πλατύ χαμόγελο ενός θλιμμένου ανθρώπου…


Δ
εν είχα σκεφτεί ποτέ πώς είναι ένας αληθινά θλιμμένος άνθρωπος. Πέρασαν πολλά χρόνια για να το συνειδητοποιήσω, κάπου είκοσι ίσως μετά το θάνατο του πατέρα. Η εικόνα που έχω για κείνον είναι σήμερα πια εντελώς διαφορετική από αυτή που είχα τότε. Τότε που πίστευα πως ήταν κάποιος άλλος ή πώς όφειλε να είναι κάποιος άλλος…
Ίσως γιατί ο πατέρας δεν ήταν ένας ‘κλασικός’ θλιμμένος άνθρωπος. Από αυτούς που σκιαγραφούν οι πένες των διηγηματογράφων ή φιλοτεχνούν οι κάμερες των μεγάλων σκηνοθετών. Ίσως γιατί ήταν ένας άνθρωπος που πάντα υποκρινόταν τον εξωτερικά αλώβητο και απρόσβλητο από οτιδήποτε ενώ εσωτερικά περπατούσε τον απόλυτα δικό του και βαθιά μοναχικό του δρόμο.
Και ίσως πάλι γιατί τότε δεν αναρωτιόμουν πώς είναι ο άλλος, ο οποιοσδήποτε άλλος εκτός από μένα. Μέσα στο εγωτικό, ναρκισσικό μου σύμπαν, δεν χωρούσε κανείς άλλος, χωρούσα μονάχα εγώ. Εγώ ο κυρίαρχος, ο μόνος, ο ένας, ο απόλυτος άναξ της αυτοκρατορίας μου… Και στο πρόσωπο του πατέρα δεν έβλεπα, δεν μπορούσα να δω τίποτε άλλο από έναν ανιόντα με εξουσιαστική προσωπικότητα, έναν αυταρχικό ηγεμόνα μιας τετραμελούς οικογένειας, έναν αυτό-αναφορικό άρχοντα που δεν λαθεύει ποτέ, έναν γονιό που πασχίζει να ανταποκριθεί στο ρόλο του με μικρή επιτυχία.
Δεν έβλεπα σχεδόν τίποτε τότε. Γιατί δεν ήθελα ή δεν με ενδιέφερε. Πιθανώς γιατί μισούσα όχι τον άνθρωπο αλλά το ρόλο του, τη δύναμή του πάνω μας, την ακαμψία του, το στενό ορίζοντα που έβλεπε και απαιτούσε για όλους μας να είναι και ο δικός μας ουρανός…
Κι όμως, εκείνος ο βαθιά θλιμμένος άνθρωπος, χαμογελούσε… όχι πάντα μέσα από την καρδιά του αλλά σχεδόν πάντα όταν σε κοιτούσε ήταν χαμογελαστός… νομίζω πως χαμογελούσε και από έναν παράξενο εγωισμό. Δεν ήθελε να του κάνεις τη γνωστή ερώτηση ‘τι έχεις;’. Ήθελε να σε προλάβει… να μην σε αφήσει να πατήσεις πάνω στο τετριμμένο, στο κοινότοπο… και ακόμα… ήξερε πως ήταν πιο όμορφος, πιο γοητευτικός όταν χαμογελούσε… κι αυτό του αρκούσε…
Δεν είχα φανταστεί πόση γενναιότητα χρειάζεται και πόσος μόχθος για να χαμογελάς όταν όλα σου πάνε στραβά, όταν μέσα σου θρηνείς και κλαις… δεν είχα διανοηθεί πως το ‘χαμόγελο ενός θλιμμένου ανθρώπου’ είναι το μεγαλύτερο, το γενναιότερο, το σπουδαιότερο από όλα τα χαμόγελα του κόσμου…
Κι ας μην μοιάζει πάντα να είναι εγκάρδιο, φωτεινό και ξέγνοιαστο…
Πολλά χρόνια πέρασαν πάνω απ’τη ράχη μου και άφησαν τα σημάδια τους για να μπορώ να σκεφτώ ένα δράμι σοβαρότερα κι ένα πήχη βαθύτερα… γιατί όπως είπε και ο μεγάλος Λουντέμης, τη ζωή δεν ήρθαμε να την απολαύσουμε, ήρθαμε να την υπηρετήσουμε…
Γεννημένοι αδαείς, να μυηθούμε… σε όντα ευθύνης…
Θλιμμένοι ίσως… αλλά χαμογελαστοί…
Όχι από έναν ιδιότυπο μαζοχισμό… αλλά από το ωραιότερο άνοιγμα της ψυχής μας στο Απόλυτο…
Σε κείνο που ακόμα κι αν ψιθυρίζουμε μας ακούει…
Ακόμα κι αν ματώνουμε μας συντροφεύει…
Ακόμα κι αν εγκαταλείπουμε τις μάχες, έρχεται ξανά να μας ανταμώσει με μια καινούργια αυγή…

Γιατί αυτό είναι τελικά το χαμόγελο ενός θλιμμένου ανθρώπου… μια διαρκής αυγή πάνω σε ένα αρχαίο στερέωμα…

Παρασκευή, Ιουνίου 19, 2015

Το Γκόλεμ...



Το Γκόλεμ, Πώς ήρθαμε στον κόσμο (1920)

Ένα αριστούργημα του γερμανικού εξπρεσσιονισμού...

Βουβό...

όπως σχεδόν κάθε τι που δεν χρειάζεται να θορυβεί για να αποκτά περιεχόμενο και να δηλώνει την παρουσία του...

σε εποχές που ολόγυρα επικρατεί ένα πανδαιμόνιο περιττολογίας και ασημαντολογίας...



Τετάρτη, Ιουνίου 10, 2015

Να μπορείς να φύγεις αλλά να μένεις...




Θ
υμάμαι ακόμη εκείνη την παγωμένη ημέρα στο ορεινό χωριό στα νότια της Αρκαδίας. Είχε προκύψει μια επείγουσα υψομέτρηση και αποτύπωση μιας χάραξης οδοποιίας που είχε προβλήματα. Κι έπρεπε να γίνει αυθημερόν. Ξεκινήσαμε νύχτα από το γραφείο για να φτάσουμε ξημέρωμα στο χωριό. Και πιάσαμε δουλειά αμέσως. Αρχίσαμε από ψηλά, ο συνάδελφός μου κι εγώ και κατεβαίναμε τον φιδωτό δρόμο. Στόχος ως το τέλος της μέρας να έχουμε φτάσει εκεί που η χάραξη συναντούσε το δημόσιο δρόμο. Κάπου στη μέση της διαδρομής, υπήρχε ένα μικρό χωριό. Έρημο, σχεδόν εγκαταλελειμμένο. Αναζητήσαμε κάποιο καφενείο για λίγο νερό και κάτι να φάμε και μας υποδέχθηκε ένας γέροντας που καθόταν σε ένα παγκάκι κάτω από έναν θεόρατο πλάτανο.

Η σκηνή ήταν για κινηματογράφηση. Ένας μοναχικός υπέργηρος κάτοικος ενός χωριού – φαντάσματος που καθόταν στο παγκάκι μέσα στο κρύο. Τον πλησίασα κουβαλώντας το όργανο και κάποια εργαλεία. Δίπλα μου ήταν ο συνάδελφος με τον τρίποδα και το ακόντιο.
«Γεια σας», του είπα και μου ανταπέδωσε τον χαιρετισμό με ένα πλατύ χαμόγελο.
«Ήρθατε για το δρόμο ε;», με ρώτησε και σηκώθηκε. «Πάμε στο σπίτι, να δείτε τη γυναίκα», μου είπε μετά και κοίταξα με νόημα το φίλο μου.
«Λίγο νερό θα θέλαμε μόνο και θα συνεχίσουμε, πρέπει να τελειώσουμε απόψε και…»
«Πάμε, πάμε», είπε και ήδη είχε προηγηθεί.
Τον ακολουθήσαμε. Προσπέρασε δυο τρία σπίτια κι άνοιξε μια παμπάλαια πόρτα και μπήκε στο δικό του. Στο ζεστό εσωτερικό με το τζάκι αναμμένο νιώσαμε να ξαναβρίσκουμε την επαφή με τον εαυτό μας. Είχαμε ξεπαγιάσει τόσες ώρες στο βουνό και δεν το είχαμε αντιληφθεί.
Η κυρά του εμφανίστηκε αμέσως. Μας είχε δει να ερχόμαστε και έφερε ένα δίσκο με κρασί και μεζέδες.
«Μην πιούμε πολύ, έχουμε άλλο τόσο ως κάτω», είπα αλλά το κρασί ήταν υπέροχο και οι μεζέδες οι νοστιμότεροι που είχα δοκιμάσει στη ζωή μου.
Με το κρασί και το κρέας δεν υπάρχει τίποτε ιδανικότερο από μια ωραία συζήτηση. Αποφασίσαμε να μην βιαστούμε τελικά. Το κρύο συνηγορούσε σε μια τέτοια απόφαση. Ήξερα το φίλο μου. Λίγο ακόμη και θα τον έπαιρνε πάνω στο τραπέζι. Εγώ όμως ήθελα να μιλήσω με τους μοναχικούς αυτούς ανθρώπους που τους έβλεπα σαν ακρίτες, σαν φύλακες ενός συνοριακού, μακρινού φυλακίου.

Το κρασί κατέβαινε εύκολα και η συζήτηση σε λίγο πήρε τις μόνες διαστάσεις που αξίζουν. Αυτές της εξομολόγησης. Το ηλικιωμένο ζευγάρι δεν είχε αφήσει ποτέ το χωριό για να πάει οπουδήποτε. Όλη τους τη ζωή είχαν ξοδέψει στο μικρό χωριό τους βλέποντας τα ίδια δέντρα, τους ίδιους ανθρώπους, τις ίδιες εικόνες με την αδιάκοπη εναλλαγή αμέτρητων εποχών.
«Κάποτε είχαμε σχολείο εδώ, παιδιά, φασαρία… ίσαμε 600 ψυχές… σήμερα, να, όσους μετράς εδώ…» είπε ο άντρας και χαμογέλασε πικρά. Η γυναίκα του δεν μιλούσε. Σιωπηλή κοιτούσε τη φωτιά και πότε πότε άλλαζε το κρασί ή μας ρωτούσε αν θέλαμε και κάτι άλλο.
Ο φίλος μου δεν άντεξε και κούρνιασε στο μπαουλοντίβανο. Σε δευτερόλεπτα άκουγα το ροχαλητό του.
«Και είσαστε μαζί… όλα αυτά τα χρόνια…» είπα.
«Εξήντα χρόνια!», μίλησε για πρώτη φορά η γυναίκα προλαβαίνοντας τον άντρα της.
«Εξήντα δυο», τη διόρθωσε εκείνος.
Σοκαρίστηκα όταν άκουσα το νούμερο.
«Εδώ, πάντα μαζί…»
«Και μη τη βλέπεις έτσι… κι εμένα… ούτε να με φτύσεις δεν είμαι, έ;», μου είπε ο γέροντας και γέλασε. «Αυτήν όμως… αυτήν έπρεπε να δεις… αυτήν… πως ήταν τότε… πώς κατέβαινε ο λαιμός της…», είπε με μια αποστροφή όχι μονάχα ποιητική αλλά και εξόχως αισθαντική… αυτό το ‘κατέβαινε’ είχε μέσα του την πιο ‘γλυπτική’ περιγραφή που είχα ακούσει. Και τον έκανε για λίγο να σαστίσει καθώς ταξίδεψε σε κείνη την εικόνα που τον αναστάτωνε.
«Χαραμίστηκε μαζί μου… αυτό σου λέω…»
Χαραμίστηκε… η λέξη κόλλησε στο κεφάλι μου.
Η γηραιά οικοδέσποινα δεν μιλούσε.
«Μα όμως δεν ήταν αλλιώς να γίνει», είπε ξαφνικά.
Την κοίταξα με μεγάλη προσοχή.
«Τι θέλετε να πείτε;», τη ρώτησα και το μετάνιωσα. Είχα γίνει αδιάκριτος.
«Η ευθύνη… αυτή να… τα σκέπασε όλα…» είπε η γερόντισσα και αισθάνθηκα ένα ρίγος.
«Η ευθύνη
«Πώς ο ένας να ξυπνήσει και ο άλλος να μην τον νιώθει δίπλα του; Πώς εκείνος να φύγει και μέχρι να πάει στη γωνιά να μην με σκεφτεί εμένα; Πώς αυτός να μπορεί να φύγει αλλά να μένει;»
Είχα σταματήσει να τρώω και να πίνω και απλά την άκουγα. Ο σύζυγός της νομίζω είχε αυτή την υγρασία στα μάτια που επιτρέπουν οι μεγάλοι άντρες στον εαυτό τους χωρίς να ντρέπονται.
 Η γυναίκα ήθελε να πει. Ήθελε να μιλήσει. Ήθελε να ακουστούν όσα είχε αποθησαυρίσει ως πανάκριβη σοφία ζωής.
«Κι αν δεν είχαμε το διάολο μέσα μας; Όμως… αυτό λέω… κι ας μ’ακούσουνε τα ροκανίδια… να μην περάσει ο ήλιος μια μέρα και να σκοτεινιάσει χωρίς ν’ακούσω τη φωνή του… λέω θα έχω την ευθύνη εγώ… γιατί δεν γίνεται αλλιώς… τον δρόμο δεν αντέχεις να τον ανεβείς αλλιώς…», είπε την τελευταία της φράση και γύρισε για μοναδική φορά και με κοίταξε… Για μια στιγμή είχε ακινητοποιηθεί ο χρόνος, είχαν σωπάσει όλα και άκουγα την ανάσα μου βαριά και το αίμα να βροντάει στις φλέβες μου. Το σκηνικό ολόγυρά μου είχε εξαφανιστεί και ένιωθα πίεση στ’αυτιά μου καθώς οι λέξεις χώνονταν μέσα μου μια μια και με πονούσαν… με πονούσαν όμορφα όμως…
«Άντε, να φέρω κανά μεζέ ακόμα», είπε ύστερα και το σκηνικό ξανάγινε αυτό που ήταν μονομιάς κι εγώ πέρασα σε φάση αποσυμπίεσης… Συνήλθα, ξύπνησα τον συνάδελφό μου, ευχαριστήσαμε τους ανθρώπους για την θεσπέσια φιλοξενία και βγήκαμε ξανά στο απογευματινό ψύχος να συνεχίσουμε απρόθυμα τη δουλειά.
«Τι λέγατε τόση ώρα;», μου είπε κάποια στιγμή ενώ χασμουριόταν μεγαλοπρεπώς.
«Διάφορα», είπα για ν’αποφύγω την απάντηση και περπατούσα επηρεασμένος βαθιά από όσα είχα ακούσει, όσα είχα νιώσει και δούλευαν ήδη μέσα μου.
«Που τη βρίσκεις την όρεξη για πάρλα ρε φίλε;», μου είπε ξανά κάποια στιγμή. «Εγώ ευχαρίστως θα κοιμόμουν ως το βράδυ σε αυτή τη ζέστη… δίπλα στο τζάκι… φαί, πιοτί… τέλεια ήταν»
Δεν είπαμε άλλα. Ριχτήκαμε στη δουλειά καθώς είχαμε αργήσει. Μας πήρε το βράδυ για να ολοκληρώσουμε όλη τη χάραξη.

Και όταν γυρίσαμε μετά από ώρες κατάκοποι στην Αθήνα, έτρεξα στο σπίτι, παράτησα τη τσάντα μου στο κρεβάτι, άνοιξα το σημειωματάριο για να αποτυπώσω κάποιες σκέψεις που με τυραννούσαν. Ό,τι προλάβαινα, ό,τι κατάφερνα να σώσω…

Σχετιζόμαστε… Το ότι σχετιζόμαστε… Οι σχέσεις… Το μεγάλο αίνιγμα, το μεγάλο σκάνδαλο και μαζί το μεγάλο θαύμα… Τι μεταβολίζει το δηλητήριο σε δροσερό νερό; Και το αντίστροφο… ποια είναι η απάντηση; Πώς ο μοναχικός αχνίζοντας εαυτός επιτρέπει την κοινωνία με τον άλλο; Πέρα απ’την απόλαυση, πέρα απ’τις ηδονές, πέρα απ’τις χαρές και τις λύπες… πώς αντέχεται τούτη η δοκιμασία για 20 ή 30 ή 60 χρόνια;

Το ότι επιβιώνουμε, το ότι λαχταράμε αυτή την περιπέτεια που φτάνει ως την εξόντωση και το ότι μέσα από αυτή αποκτούμε ίσως, αν είμαστε τυχεροί και ικανοί, την μέγιστη αρετή από όλες:  να γίνουμε όντα ευθύνης



φωτο: http://e-parembasis.blogspot.gr/

Κυριακή, Ιουνίου 07, 2015

Βιβλιοφάγοι...



Το "διέπραξε" γνωστή ‘τηλεοπτική περσόνα’ πρωινής εκπομπής (από αυτές που εξακολουθούν να προσφέρουν σε γενναίες δόσεις την τιβι-χαβουζο-θεραπεία των εξηρτημένων φανατικών οπαδών τους) απευθυνόμενη προς συγκαθήμενό της στον ‘καναπέ της ενημέρωσης και διασκέδασης’… ακολούθησε δε σπαρταριστός διάλογος αντάξιος της λαμπράς παράδόσεως των ‘πρωινάδικων’ (δεν τον μεταφέρω αυτολεξεί αλλά δεν έχει σημασία, ο πυρήν με ενδιαφέρει) :

-Πρόσεχε τώρα το καλοκαίρι τι θα τρως… μην τρως ό,τι βρεις μπροστά σου!
-Θα το ρίξω στη γυμναστική… και στο διάβασμα…
-Ναι, διάβασε, καλό θα σου κάνει.
-Μα, τι να διαβάσω όμως;
-Ό,τι νάναι… όταν είναι για βιβλία μην το φοβάσαι, πάρε εκεί καμιά δεκαριά και… καλό καλοκαίρι!
-Ναι…
(κεντρικός παρουσιαστής) –Εγώ είμαι βιβλιοφάγος… κι όμως δεν παχαίνω…
(γέλια από όλους)
-Τα βιβλία είναι τα μόνα που δεν… παχαίνουν… τρώτε όσα θέλετε…
-Ναι…

Οι απαρτίζοντες την χαρωπή αυτή συντροφιά ευρίσκονται βεβαίως δέσμιοι της γνωστής μυθολογίας της ‘βιβλιοκατανάλωσης’ η οποία θρέφει το πνεύμα και, κυρίως, οικοδομεί την έξωθεν καλή μαρτυρία… όποιος τρώει σαν γουρούνι είναι γουρούνι… όποιος διαβάζει σαν πανικόβλητος μαθητής στις πανελλαδικές είναι υποψήφιος σοφός!

Κι αυτό βέβαια εξαιτίας της αμορφωσιάς και της… λεβεντοχωριάτικης νοοτροπίας πολλών συνελλήνων… άστον, διαβάζει… πρόσεχέ τον, τρώει… πάρτου βιβλία και άστον να διαβάζει, άλλα να μην κάνει… χαίρομαι που είναι κλεισμένος στο δωμάτιό του και διαβάζει… στο τέλος, να μου το θυμηθείτε, θα γίνει σοφός…

Ο διάλογος αυτός (δεν άντεξα να δω και τη συνέχεια καθώς ήδη έχανα υπερ-πολύτιμο αριθμό εγκεφαλικών κυττάρων που θορυβωδώς αυτοκτονούσαν) με επανέφερε σε κείνη την παλιότερη ανάρτησή μου που είχε συγκεντρώσει σεβαστό αριθμό σχολιαζόντων φίλων που την ετίμησαν και με τις διαφωνίες τους.

Μεταξύ άλλων έγραφα τότε… (η αρχή του κειμένου)

…μη διαβάζοντας, ευνοείς την αυτό-υπονόμευση…
Τρομακτικό το δίλημμα: Κατεβάζοντας βιβλιοθήκες, γίνεσαι ξενιστής επικίνδυνων ανατροπέων και επαναστατών, σαμποτέρ της ισορροπίας σου και χωματερή με αναερόβιες διαδικασίες χώνευσης των ρυπαρών ιδεών. Με δυο λόγια, ένα σάρκινο μίξερ εκατομμυρίων ωφελίμων και βλαβερών ουσιών.
Μη διαβάζοντας, μένεις, απλά ένας μπούφος.

Όποιος φίλος κάνει τον κόπο να αναγνώσει την ανάρτηση αυτή θα έχει μια ολοκληρωμένη άποψη. Και θα έλεγα πως σήμερα η θέση μου αυτή έχει στερεωθεί ακόμη περισσότερο. Και όχι μόνο δεν την ανακαλώ αλλά θα μπορούσα να την εμπλουτίσω με νέα επιχειρήματα και τεκμήρια. Αλλά δεν χρειάζεται. Δεν γίνεται… σχολικός διαγωνισμός εδώ.

Σε ένα άλλο απόσπασμα από εκείνο το κείμενο αποτολμούσα να συμβουλεύσω:
…Οφείλεις να αντισταθείς στην θεωρία της πνευματικής χαβούζας.
Οφείλεις να ορθώσεις ανάστημα στη ροπή σου να μασάς σελίδες σαν την κατσίκα, καθώς θα έλεγε και Νίκος Καζαντζάκης.
Οφείλεις να προσέχεις τι εισέρχεται και να μην βαφτίζεις το είναι σου ‘δεξαμενή χώνευσης λυμάτων’ επειδή το τελικό προϊόν είναι λαμπίκος και πίνεται.
Οφείλεις να μην αυτοδηλητηριάζεσαι καταναλώνοντας οτιδήποτε υποτίθεται πως είναι επωφελές δια το πνεύμα ενώ είναι απλά η νεύρωση του κάθε ενός που εκσπερματώνει στο κεφάλι σου…

Τα τελευταία χρόνια δε, αυτές οι ‘πνευματικές εκκρίσεις’ του κάθε πικραμένου (και της κάθε κυρίως) περιέχουν τέτοια αφθονία εκσπερματώσεων, οργασμών και ‘παθιασμένου’ έρωτα που σε οδηγούν στο ασφαλές συμπέρασμα πως οι δημιουργοί όλων αυτών των ευπώλητων πορνο-σκουπιδιών υπέφεραν επί… αιώνες από ανηδονικές νύχτες μοναξιάς και άνυδρα ανερωτικά καλοκαίρια ώστε ξέσπασαν με καταρράκτες οργασμικών εκδικήσεων προς τους ανυπεράσπιστους αναγνώστες…

Τα βιβλία αυτά κάποιες φορές συνήρπασαν τόσον το καταγοητευμένο κοινό ώστε μετεφέρθησαν, αλίμονο και στους τηλεοπτικούς δέκτες ως σενάρια ηχηρών σήριαλ με ‘μοιραίους έρωτες’, ‘θανάσιμα μυστικά’ και ‘καταστροφικές σχέσεις’ ώστε η περίφημος ‘Ολέθρια σχέση’ του Μάικλ Ντάγκλας και της Γκλέν Κλόουζ να ομοιάζει με εωθινό περίπατο νηπίων εις τας εξοχάς…

Πέρα από το παιγνιώδες και σαρκαστικό, ελαφρύ και ‘πιπεράτο’ του θέματος, η προσωπική μου ανησυχία δεν είναι αυτή. Αυτά άλλωστε υπήρχαν από την αρχαιότητα και δεν ενοχλούν, τελικώς κανέναν. Η ανησυχία μου είναι πως μερικοί δάσκαλοι αλλά και γονείς δεν αντιλαμβάνονται πως με την πιεστική και οχληρή ώθηση των παιδιών τους να ‘καταναλώνουν σελίδες αμέτρητες’ ευνοούν την μολυσματική και νοσηρή διεργασία του ιδεολογικού και φιλοσοφικού ετεροκαθορισμού. Μάλιστα, όσον δε περισσότερες οι σελίδες, τόσο μεγαλύτερο το αριστείο. Ο μικροαστός γονεύς χαίρεται που το καμάρι του μεταμορφώνεται σε κινητή βιβλιοθήκη ενώ οι φίλοι του ρεμπεσκέδες χαζολογάνε παίζοντας παιχνίδια στα κινητά και μαστουρώνουν στα γήπεδα.

Η διαχωριστική γραμμή του πνευματικώς εγρήγορου από τον εν ακηδία ευρισκόμενο συνάνθρωπό μας δεν είναι ο αριθμός των αφομοιωμένων σελίδων. Είναι η ύπαρξη του Βλέμματος.

Αλλά αυτό για να το αναλύσεις θα πρέπει να πάψεις να αποτελείς τον σκουπιδοτενεκέ των εκδιδομένων ανοσιουργημάτων (βιβλία γιαούρτια τα έλεγε ο μεγάλος Λιαντίνης που τα καταναλώνεις και ύστερα τα πετάς) και να αρχίσεις να παρατηρείς εν ησυχία, να στοχάζεσαι εν εγρηγόρσει και να εκφράζεσαι εν εντιμότητι…

Αλλά τι λέμε τώρα…

Εδώ γεμίσανε πάλι οι παραλίες με κάθε είδους αυτοφερόμενα δίποδα ικανά προς κολύμβησιν ενίοτε και εντυπωσιακές βυθίσεις μιμούμενα τα προϊστορικά μας ‘ξαδέλφια’ με τα αιχμηρά ρύγχη και τα ραχιαία πτερύγια…

Μονάχα που τα μεν είναι εντός της θαλάσσης, αόρατα και ακίνδυνα… τα άλλα είναι στις αμμουδιές και εκστομίζουν… θανατηφόρες ομορφιές!

Τετάρτη, Ιουνίου 03, 2015

Πρόβολος



Είχα κάποτε ένα σπίτι…

Ήταν χτισμένο πάνω σε ένα παράξενο μόρφωμα από αρχαίους βράχους, σε ένα γκρεμό, πάνω απ’τη θάλασσα.

Ή ίσως πάλι να ήταν μέσα στη θάλασσα…

Χτίστηκε, ναι… Δεν ξέρω από ποιους, δεν ξέρω πότε. Ήξερα όμως πως ήταν δικό μου και είχα το προνόμιο να το έχω ισόβιο ενδιαίτημα. Αν το επιθυμούσα, για όσο το επιθυμούσα. Παράξενο, αλλά δεν το αμφισβήτησα ποτέ αυτό. Ίσως γιατί κανείς δεν εμφανίστηκε ποτέ να το διεκδικήσει, να το ενοικήσει αντί για μένα… ή έστω, μαζί με μένα…

Και είχε το σπίτι αυτό μια θαυμάσια αρχιτεκτονική… απλή και λειτουργική, όπως συμβαίνει συνήθως με τα δημιουργήματα της φύσης… δεν μπορείς να διανοηθείς ότι θα ήταν κάπως αλλιώς… γιατί είναι τέλεια… ώσπου κάποτε, μετά από χιλιάδες χρόνια να έχουν αλλάξει κι αυτά… ως και η τελειότητα εξελίσσεται… χλευάζει το χτες και προχωράει…

Θυμάμαι τέσσερις μεγάλες κολώνες… χοντρές όπως οι κορμοί χιλιόχρονων δέντρων. Και δεν θυμάμαι τοίχους πλήρωσης ή δοκάρια να φεύγουν από κάπου και να πηγαίνουν κάπου… δεν θυμάμαι στέγες, οροφές ή πατώματα… παράξενο… μονάχα αυτές τις κολώνες θυμάμαι σαν μηρούς κάποιου γίγαντα που γεννήθηκε πριν από τον άνθρωπο και θα συνεχίσει να υπάρχει και μετά… ως πότε αναρωτιόμουν καμιά φορά… ως πότε μπορεί να ζει οτιδήποτε;

Ως πότε θέλει να ζει οτιδήποτε;

Ζούσα όμορφα, ήσυχα και ειρηνικά γιατί το σπίτι μου το επέτρεπε. Οι βράχοι που είχε θεμελιωθεί μού το επέτρεπαν, η σχεδόν πάντα αγριεμένη θάλασσα που έσκαγε στη βάση αυτών των βράχων μού το επέτρεπε… το ίδιο το αλλόκοτο αυτό σπίτι μού του επέτρεπε… αλλά ήξερα, κάπως το ήξερα πως αυτό δεν θα κρατούσε για πάντα… κάποια στιγμή το σπίτι θα με έδιωχνε… το προνόμιό μου θα έπαυε να έχει ισχύ, θα ήμουν ίσως πια ανεπιθύμητος, ένα περιττό φορτίο γι αυτές τις θεόρατες κολώνες…

Ζούσα ήρεμα και ειρηνικά… προστατευμένος μέσα σ’αυτό το αρχαίο παράξενο σπίτι… και μπορούσα να δω τα πάντα… μπορούσα να δω ολόγυρα αν γυρνούσα το κεφάλι μου… περιορισμοί δεν υπήρχαν… μπορούσα να δω τους βράχους, τη θάλασσα ύστερα τον ορίζοντα, ύστερα πάλι βράχους… μονάχα που κάποιες μέρες το σπίτι έκλεινε τα πάντα και δεν μού επέτρεπε να δω τίποτα… ένιωθα το σπίτι… θλιμμένο… ναι, αυτή είναι η λέξη… το ένιωθα να κλείνει σα στρείδι και να συρρικνώνεται… ο αέρας άλλαζε, γινόταν πιο βαρύς… το φως σκοτείνιαζε, χωνόμουν σε μια ζωντανή φυλακή που ήθελε να με αποκλείσει από οτιδήποτε…

Βρισκόμουν τότε σε ένα σιωπηλό, ζωντανό, αρχαίο τάφο… αλλά δε φοβόμουν… κάποτε κάποτε ανησυχούσα λίγο… περισσότερο συμπονούσα τούτο το σπίτι που υπέφερε από μιαν άγνωστη αιτία… ψηλαφούσα το σκοτάδι, άγγιζα μια μια τις κολώνες και τις αγκάλιαζα με το ανάπτυγμα των χεριών μου παρότι θα χρειάζονταν τρεις ακόμα για να κλείσουν μονάχα μια απ'αυτές…

Κι άλλες φορές όλα ήταν τόσο διαφορετικά… χαρούμενα, φωτεινά, τραγουδιστά… μπορούσα να τα δω όλα να χαμογελούν, ως και τους βράχους να είναι λιγότερο συμπαγείς, ως και τη θάλασσα να είναι πιο φιλική… ο αέρας με πλημμύριζε με μια αίσθηση ηδονική… ήταν οι μέρες της χαράς, οι μέρες που το σπίτι με αγαπούσε και…

Και κάποια μέρα εμφανίστηκε ο πρόβολος

Εμφανίστηκε από το πουθενά και με έκανε να ριγήσω. Ξεπρόβαλλε μέσα στο σπίτι σαν φαλλός ενός γίγαντα σειληνού και κατάλαβα πως αυτή ήταν η αρχή του τέλους για μένα. Έπρεπε να εγκαταλείψω το σπίτι μου και να αναζητήσω στέγη κάπου αλλού… που όμως; Δεν είχα βγει ποτέ απ’το σπίτι… δεν χρειάστηκε, δεν το επιθύμησα, δεν το σκέφτηκα καν…

Ο πρόβολος ήταν ένα κυκλώπειο παλούκι που διαπερνούσε το σπίτι σαν κάρφος από την μια άκρη ως την άλλη και έμοιαζε να το έχει πληγώσει θανάσιμα… αυτό μπορούσα να το νιώσω… μπορούσα να νιώσω τους παλμούς του να αργοσβήνουν… μπορούσα να αισθανθώ την αγωνία του… μπορούσα ακόμη και να δω το αίμα του να τρέχει πάνω στις όμορφες κολώνες του… ο πρόβολος ήταν το μαχαίρι που το σκότωνε σιγά σιγά και απειλούσε και τη δική μου ύπαρξη…

Κάτι ακόμα πιο παράξενο είναι πως ποτέ δεν αναρωτήθηκα πώς εμφανίστηκε αυτός ο πρόβολος, αν είχε λόγο ύπαρξης, αν συμβόλιζε κάτι, αν ήταν αληθινός ή γέννημα της φαντασίας μου… της δική μου ή του σπιτιού… τον αποδέχτηκα σαν ένα φυσικό γεγονός… σαν κάτι τρομερό που δεν εύχεσαι να συμβεί ποτέ αλλά όταν συμβεί δεν παλεύεις να το ερμηνεύσεις. Μονάχα να το αντιμετωπίσεις. Αν μπορείς. Ή αν θέλεις…

Κάποια μέρα ξύπνησα βρεγμένος… πανικοβλήθηκα… η θάλασσα είχε εισβάλλει στο σπίτι ή το σπίτι βυθιζόταν στην αγκαλιά της… δεν ξέρω… σιγά σιγά η στάθμη της ανέβαινε και πάλευε να πνίξει μέσα της τα πάντα… ο πρόβολος είχε αλλάξει διεύθυνση αλλά δεν είχε αλλάξει ούτε μέγεθος ούτε είχε απομακρυνθεί… άλλαζε συνεχώς τον άξονά του… πότε οριζόντιος, πότε με κάποια κλίση… η θάλασσα κάποια στιγμή εγκατέλειψε την προσπάθεια να μας αφανίσει και αποσύρθηκε… την επομένη ήμουν πάλι στην ίδια κατάσταση…

Ύστερα προσπάθησαν οι βράχοι… χώθηκαν μέσα στο σπίτι, έπιασαν τις γωνιές και απείλησαν να συνθλίψουν τον πρόβολο… χωρίς αποτέλεσμα… ο πρόβολος, με ζηλευτή ευελιξία, λες κι έπαιζε μαζί τους, άλλαζε θέση και κλίση και τους χλεύαζε κατάμουτρα… τίποτα και κανείς δεν μπορούσε να τον σκοτώσει…

Το σπίτι πέθαινε και έπρεπε να βγω από κει μέσα…

Και τότε έγινε!

Ονειρεύτηκα!

Ήταν το πρώτο όνειρο που είχα ποτέ μου!

Ονειρεύτηκα έναν απέραντο, βαθυγάλαζο ουρανό… ένα στερέωμα απεριόριστο πάνω απ’το σπίτι… κι εγώ μπορούσα να πετάω ελεύθερος και να ταξιδεύω με μια μου σκέψη, με μια εικόνα όπου ήθελα!

Ρίγος!

Ξαφνικά, δεν ήμουν πια μέσα στο σπίτι, αιχμάλωτος, έγκλειστος, δέσμιος μιας άλλης οντότητας… μπορούσα να πάω και να κάνω ό,τι θέλω, να επινοήσω τις πτήσεις μου, να φανταστώ τον εαυτό μου, να ξεκινώ και να σταματώ όποτε το θέλω…

Και από μακριά είδα τη φρίκη και το δράμα.

Είδα τον πρόβολο να έχει θεριέψει σαν δηλητηριώδες φυτό και να έχει εμβολίσει πέρα ως πέρα το σπίτι μου που πια έμοιαζε με ένα ανόητο παιχνίδι στις ορέξεις ενός τρελού.

Πόνεσα τόσο που η πτήση μου ακυρώθηκε. Ξύπνησα κάθιδρος μέσα στην αγωνία μου και βρέθηκα ξανά μέσα στη φυλακή μου.

Το σπίτι πέθαινε και μαζί του θα πέθαινα κι εγώ.

Ένιωθα στο λαιμό μου το ρόγχο του. Ένιωθα τις φλέβες του να μην χτυπούν πια δυνατά, ένιωθα την ομορφιά του να μαραζώνει.

Ως και το ονειρικό μου ταξίδεμα δεν είχε πια δύναμη. Οι πτήσεις μου έμειναν παρθενικά βιώματα, συναρπαστικά αλλά καταδικασμένα να ματαιωθούν. Η ανάσα μου βάρυνε, η ατμόσφαιρα μέσα στο σπίτι γινόταν τοξική, το οξυγόνο λιγόστευε, όλα τελείωναν πια…

Σήκωσα το βλέμμα μου και είδα τον πρόβολο.

Αποφάσισα, ο τρελός, σαν ύστατη κίνηση ενός απελπισμένου, να προσπαθήσω να τον αγγίξω. Αν άπλωνα το χέρι μου θα τον έπιανα. Δεν το είχα σκεφτεί ως τότε! Ας ήταν και η τελευταία πράξη που θα έκανα ποτέ.

Και το έκανα!

Ο πρόβολος αντέδρασε όπως ένα ρόδο που το χαϊδεύει η πρωινή αύρα. Ήταν ζωντανός, μοναχικός, δυστυχισμένος!

Τον συμπόνεσα ως τα έγκατα της ψυχής μου. Για να εισβάλλει σαν κατακτητής στο κάστρο μου και να αρνείται να το εγκαταλείψει, σήμαινε πως αναζητούσε τις συντεταγμένες του, τον σκοπό της ύπαρξής του, κάποιο νόημα στην όποια ζωή του.

Και είχε ζωή.

Κάποια στιγμή, δεν ξέρω πότε, έχασα τις αισθήσεις μου… χωρίς να φοβάμαι πια ούτε να πονάω για το χαμένο μου σπίτι, ξύπνησα σε μια αμμουδιά…

Κάποτε…
…σηκώθηκα και κοίταξα ολόγυρα…

Είχα γένια λευκά και τα χέρια μου δεν ήταν όπως τα θυμόμουν… είχα γεράσει, έβλεπα τις φλέβες ανάγλυφες και φουσκωμένες κάτω απ’το δέρμα μου. Γύρισα το βλέμμα και δεξιά είδα κάτι που άγγιξε την καρδιά μου.

Περπάτησα ως εκεί, σκαρφάλωσα με κόπο γιατί δεν είχα τις δυνάμεις ενός νέου ανθρώπου.

Σε κάποιο πλάτωμα, πάνω από ένα παράξενο μόρφωμα των βράχων, κάτι εξείχε από το χώμα.

Πλησίασα.

Ήταν μια πλάκα από μάρμαρο χωμένη κάθετα πάνω στο έδαφος.

Διάβασα κάτι που ήταν έγγλυφο στην επιφάνειά της.

Δάκρυσα και χαμογέλασα.

Χαμογέλασα και δάκρυσα ξανά.

Κι έμεινα εκεί, δίπλα της… αναπαυμένος

δεν θυμάμαι πια πόσο…



Ιουν2015

Τρίτη, Ιουνίου 02, 2015

Διάλεξε προσεκτικά τα βήματά σου...


Προσωπικά τη θεωρούσα πάντα από τις πιο παράξενες διδαχές του Ιησού στην περίφημη ‘Επί του Όρους Ομιλία’ Του…

Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσὶ μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν καὶ στραφέντες ρήξωσιν ὑμᾶς.
Ματθ. (7-6)

Γιατί αφιερώνει χρόνο και εστιάζει σε κάτι που αν ποτέ κάποιος το κάνει θα είναι ήδη πια αργά κι αν δεν το βλέπει δεν θα κατανοήσει ποτέ του τη σημασία του;
Πώς μπορεί να με προφυλάξει κανείς από ‘τους χοίρους’ όταν είναι μεταμορφωμένοι σε ανθρώπους;

Ο Ιησούς (όντας Χριστός βέβαια και δεν ενδιαφέρει κανέναν το προ βαπτίσεως βιογραφικό του εκτός ίσως από τις εσωτερικές αδελφότητες που πασχίζουν αιώνες να αποδείξουν ότι το βιβλικό γκόσιπ είναι το ίδιο σημαντικό με το σωτηριολογικό περιεχόμενο και το αυθεντικό μαγικό έργο του διδασκάλου), ο Ιησούς λοιπόν, είχε Το Βλέμμα… και αυτό είναι από μόνο του η απάντηση. Μια απάντηση έστω… Όμως ο απλός άνθρωπος, ο ‘καθημέριος της βιοτής’ άνθρωπος; Αυτός μετά βίας έχει μάτια ανοιχτά από την ύπνωση και τον ύπνο (άλλο το ένα, άλλο το άλλο).

Πρώτα αποκτάς μάτια και μετά κοιτάς. Κι ύστερα αφού κοιτάξεις καλά μπορεί κάποτε να δεις… Η Κίρκη δεν μεταμόρφωσε κανέναν σύντροφο του Οδυσσέα σε χοίρο. Δεν χρειαζόταν. Απλά τους έφερε εμπρός τους το σωστό καθρέφτη… Όταν δεις πως είσαι στην πραγματικότητα χοίρος, τότε αρχίζει και η εξωτερική ‘ταυτοποίηση’ ή θα έλεγα ομοιοποίηση… ήσουν πάντοτε κάτι άλλο αλλά δεν είχε βρεθεί εκείνος που θα στο φανερώσει σε όλη του τη φριχτή ανάγλυφη αλήθεια…

Υπάρχουν όμως και οι μαργαρίτες… όχι τα λουλούδια, οι πολύτιμες πέτρες… Πρώτα το ‘άγιο’ που περιφρονούν οι σκύλοι κι ύστερα οι πολύτιμοι λίθοι που θα ποδοπατήσουν οι χοίροι και το χειρότερο και πιο παράξενο… θα στραφούν ύστερα εναντίον σου!

Να το κλειδί της διδαχής του ‘επί του Όρους’ διδασκάλου… Πρόσεχε λοιπόν σε ποιον πρόκειται να φανερώσεις την τραγικότητα της ύπαρξής του, πρόσεχε σε ποιον μιλάς και τι του λες… πρόσεξε σε ποιον διδάσκεις την αλήθεια, πρόσεχε σε ποιον θα δώσεις το περίστροφο της δύναμης… κινδυνεύεις άμεσα να γίνεις ο πρώτος του στόχος… κινδυνεύεις άμεσα να σκοτωθείς…
Αυτοαναφορικές σημειώσεις ενός διδασκάλου που επρόκειτο να πληρώσει ακριβά για κάθε λέξη που πρόφερε το στόμα του; Για κάθε χείρα βοηθείας (ή και σωτηρίας) που άπλωσε πρόθυμα; Για κάθε ψυχή που πήρε κάτω απ’το ζεστό του βλέμμα;

Εκείνο που είναι το πολυτιμότερο για σένα, πάρτο απόφαση, θα παραμένει πάντα αόρατο, απρόσιτο, αναφές και αψηλάφητο από οποιονδήποτε άλλον… Δεν το συνειδητοποιείς πολλές φορές, νιώθεις τόσο πλήρης από εκείνο που κατέκτησες μετά από χρόνια και μόχθο ώστε νομίζεις πως μπορείς έτσι απλά να το εμπιστευτείς ή και να το ‘προσφέρεις’ στον άλλο;

Μην ξεχνάς πως ο άλλος είναι μεν αδελφός σου αλλά παραμένει ένας αχαρτογράφητος πλανήτης, ένας άγνωστος ωκεανός, ένα μυθικό, απροσπέλαστο δάσος ή ακόμα κι ένας δοκιμασμένος κόσμος, ένας πληγωμένος και πληγιασμένος ταξιδιώτης, ένα κλειστό στρείδι, μια ημισκότεινη σπηλιά ή ένας αφρόντιστος κήπος…

Διάλεξε προσεκτικά τα βήματά σου πριν τον πλησιάσεις, πριν εισβάλεις στο ιερό του, πριν εισχωρήσεις στο άδυτό του… δεν είναι πως θα σου επιτεθεί επειδή δεν σε γνωρίζει… είναι πως αυτό τον κρατά ακόμα ζωντανό και οτιδήποτε άλλο μπορεί να θέσει σε μεγάλο κίνδυνο τον ευαίσθητο βιότοπό του… αυτός είναι για εκείνον ο ατίμητος μαργαρίτης του…

Αν έχεις κάτι τόσο πολύτιμο που θέλεις να μου προσφέρεις, άγγιξε πρώτα εμένα, βοήθησέ με να αποκτήσω κι εγώ το βλέμμα και… θα το δω… να είσαι σίγουρος… και η χαρά μας θα είναι μεγάλη, απέραντη, ωκεάνια…


Και το ταξίδι αυτό θα το απολαύσουμε μαζί!