Τρίτη, Δεκεμβρίου 29, 2015

Η ηχώ της φωνής του ορειβάτη…



Περπατούσαν για λίγη ώρα ανάμεσα στα ψηλά, όμορφα δέντρα. Το στερέωμα πάνω τους ήταν βαρύ, μαγικό, ανήσυχο. Η γη κάτω απ’τα πόδια τους νοτισμένη. Έφτασαν κάποια στιγμή σε ένα ξέφωτο και κάθισαν κάτω από ένα χοντρό κορμό.

Πέρασε ώρα ώσπου να της μιλήσει.

«Αυτό που ανακάλυψες μόνος σου, δεν μπορείς να το μοιραστείς με κανέναν. Όχι γιατί δεν θέλεις. Αλλά γιατί δεν μπορείς. Αν το κάνεις θα μεταφέρεις λέξεις σε αυτιά. Ενώ εσύ πάλλεσαι από μιαν αποκαλυμμένη αλήθεια, μεταφέρεις μονάχα τη σκιά της. Δεν μεταφέρεις τη θεραπεία αλλά την αρρώστια. Στην ουσία, είσαι καταδικασμένος με τη γνώση ενός πράγματος που δεν γίνεται να βιωθεί από κανέναν άλλο».

«Άρα η αναζήτηση είναι μια μοναχική υπόθεση;», τον ρώτησε.

«Εάν είσαι σε ένα μεγάλο δάσος, όπως αυτό, μόνος, ζώντας μια παράξενη ζωή σε έναν παράξενο κόσμο, αυτό που θα βρεις αρμόζει στο δάσος. Γυρνώντας στην πόλη όλο αυτό δεν έχει αξία για κανέναν άλλο. Παραμένει όμως απόκτημά σου. Είναι πολύτιμο αλλά μόνο για σένα. Αν το εξομολογηθείς στο φίλο σου θα σε ακούσει με συμπάθεια αλλά θα πει: ‘ήρθε από το δάσος μισότρελος και λέει τρελά πράγματα’. Δείχνεις σαν εξωγήινος που βρέθηκε ξαφνικά σε έναν αλλόκοτο πλανήτη. Δεν είναι ο πλανήτης όμως αλλόκοτος. Είσαι εσύ ο ξένος. Οι μεγάλοι σοφοί, οι αληθινά μεγάλοι, έμειναν μόνοι γιατί ξημερώθηκαν σε ένα στερέωμα με έναν άλλο ήλιο. Αυτόν που λέμε ποιητικά ‘μαύρο ήλιο της ύπαρξης’. Μπορεί να μην είναι ολότελα ποιητική η απόδοση. Συνδέεται με πράγματα που τώρα δεν έχει σημασία να αναλυθούν. Γιατί δηλαδή αυτός ο ήλιος είναι ‘μαύρος’ ενώ ποτέ ένας ήλιος δεν είναι βέβαια σκοτεινός. Σημασία έχει όμως ότι τα όντα αυτά βυθίστηκαν στη σιωπή έκτοτε. Ό,τι είδαν δεν μπορεί να ειδωθεί από κανέναν άλλο που ζει και πεθαίνει κάτω από το συμβατικό ήλιο της ύπαρξης. Γι αυτό και δεν έγραψαν τίποτα, στην ουσία δεν είπαν τίποτα. Πέθαναν με τη γλώσσα των ανθρώπων και ξαναγεννήθηκαν με σύμβολα. Δίδαξαν σύμβολα και τα σύμβολα είναι ακατανόητα σε όλους»

«Μα, τότε, πώς θα βοηθηθεί η ανθρωπότητα;», διαμαρτυρήθηκε ήπια εκείνη. «Αν η ‘φώτιση’ είναι ατομική, μοναχική υπόθεση, είμαστε όλοι καταδικασμένοι στην άγνοια;»

«Αυτή είναι μια συζήτηση. Αυτό που κάνουμε όλοι. Είναι συζήτηση. Καμιά φορά ξεπέφτει σε κουβέντα. Δεν είναι αναζήτηση. Όταν ψάχνεις το χαμένο παιδί σου που απήχθη ή εξαφανίστηκε, όταν αναζητάς κάτι αγαπημένο που έχασες, όταν τολμήσεις να αναζητήσεις τον εαυτό σου που δεν ξέρεις, δεν έχεις κανέναν συντροφιά. Κανένας δεν δίνει δεκάρα για το παιδί σου, το σκύλο σου ή τον εαυτό σου. Μονάχα εσύ νοιάζεσαι. Κάποια στιγμή μπορεί να πάψεις ακόμα κι εσύ να νοιάζεσαι. Και τότε είναι που φωνασκείς και διαμαρτύρεσαι: ‘Τι κάνει το κράτος; Τι κάνει ο ένας ή ο άλλος; Γιατί με εγκατέλειψαν όλοι; Γιατί είμαι τόσο αδυσώπητα μόνος σ’αυτό το άγριο μονοπάτι αυτές τις άγριες ώρες;’ Θυμήσου πως αυτή την τρομερή μοναξιά τη βίωσε ως κι ο Ιησούς. Κανείς δεν τολμά να φανταστεί πώς ένιωσε εκείνες τις ώρες της αβύσσου στο σιωπηλό ελαιώνα της δικής Του ύπαρξης»

«Και η απάντηση;»

«Η απάντηση είναι η ηχώ της φωνής του ορειβάτη πάνω απ’το γκρεμό. Πάνω απ’το χάος. Πάνω απ’την άβυσσο. Αυτό που του επιστρέφεται είναι η φωνή του πολλαπλασιασμένη, αλλοιωμένη, αλλόκοτη, τρομακτική. Όμως είναι κάτι. Είναι η επιβεβαίωση πως η φωνή του ακούγεται, υπάρχει, η ψυχή του είναι ζωντανή και παλεύει»

«Διαρκής μοναξιά λοιπόν; Πώς μπορεί να ζήσει κανείς έτσι;»

«Η απάντηση είναι απλή. Δεν μπορεί. Και μ’αυτή τη γνώση συνεχίζει την περπατησιά του. Πριν δεν ήξερε. Δεν ήταν ευτυχισμένος αλλά δεν τον ένοιαζε και τόσο. Τώρα ξέρει. Τώρα τον θλίβει το φορτίο. Όχι των άλλων, μονάχα το δικό του. Και το φορτίο αυτό περιέχει την συγκλονιστική επίγνωση. Πάντα ήταν μόνος ανάμεσα στους μόνους. Κάποτε δεν το έβλεπε. Τώρα έχει μάτια και βλέπει. Γιατί βλέπει η ψυχή, βλέπει το είναι, βλέπει το Αχανές μέσα απ’αυτόν»

«Κι έτσι σιωπά…», είπε εκείνη στοχαστικά.

«Και μονάχα μέσα απ’τη σιωπή συμπονά βαθιά και απέραντα τους ανθρώπους και τον εαυτό του ανάμεσά τους. Και μέσα απ’αυτή την ωκεάνια συμπόνια αγαπά. Όχι πια από επιλογή αλλά από γνώση.
Όχι έναν αλλά όλους.
Όχι τώρα αλλά πάντα»

Πέρασε λίγη ώρα ακόμη. Σηκώθηκαν αργά και πήραν το δρόμο επιστροφής.



Παρασκευή, Δεκεμβρίου 25, 2015

κάθε φορά που ερωτευόμαστε...



Γύριζα ένα απόγευμα στο σπίτι από κάποια συνάντηση… ένα συνηθισμένο φθινοπωρινό απόγευμα στην Αθήνα, κάπως μουντό, υγρό… μάλλον απωθητικό και στη σκέψη ακόμα. Στο βαγόνι του Ηλεκτρικού αρκετός κόσμος, όπως πάντα… Όλες οι ηλικίες, όλες οι διαθέσεις, όλες οι μοναξιές… Το Μετρό είναι βέβαια ένα αληθινό σπουδαστήρι και από πολύ νέος δεν έχανα την ευκαιρία της παρατήρησης… είναι μια μονότονη και μηχανιστική σχεδόν διεργασία που όμως με τα χρόνια εκλεπτύνεται, εμπλουτίζεται, γίνεται οξύτερη, αποτελεσματικότερη… Οι άνθρωποι γύρω σου είναι ο παγκόσμιος χάρτης, με το ανάγλυφο και τις ισοϋψείς καμπύλες να σε προκαλούν σε νοητική δράση, ένα σωστό σχολείο, ένας ωκεανός πληροφοριών που σου φωνάζει σχεδόν να βουτήξεις μέσα του, να κολυμπήσεις, να μη φοβηθείς… Και οι άγνωστοι συνάνθρωποί σου, σε προσκαλούν να τους προσέξεις, να τους μελετήσεις, να τους προσεγγίσεις…

Είναι κάποιες φορές που όλο τούτο είναι κουραστικό, ανεπιθύμητο. Όταν είσαι γεμάτος σκοτούρες (ή μάλλον προβλήματα… έτσι θυμάμαι έλεγε ο πατέρας μου, ‘σκοτούρες έχουν μονάχα οι πολύ πλούσιοι, όλοι οι υπόλοιποι έχουμε προβλήματα’), όταν είσαι φορτισμένος από όσα σε δοκιμάζουν, ίσως δεν έχεις την πολυτέλεια της παρατήρησης… όμως και τότε ακόμα τούτο το έργο σε καλμάρει, σε απλώνει, σε εκτείνει κι όπου αυξάνει η έκταση, εκεί μειώνεται ο φόρτος και άρα, προσωρινά έστω, υπάρχει μια κάποια ανακούφιση…

Ήταν ένα κλασικό ζευγαράκι απέναντί μου… τους βρήκα όταν μπήκα στο βαγόνι… γύρω τους φοιτητές, κυρίες με τσάντες, ασπρομάλληδες άντρες με σκοτεινό ύφος, διάφοροι… για εκείνους βέβαια όλα αυτά ήταν ένα απλό ντεκόρ… ήχοι και θόρυβοι που δεν μπορούσαν με τίποτα να ραγίσουν την αποκλειστική ευτυχία τους… μοιράζονταν τις μοναδικές τους στιγμές και έδειχναν να το χαίρονται… δυο νέα παιδιά που μου τράβηξαν την προσοχή και μου έδωσαν κάποια τροφή για σκέψη…

Ο νεαρός, με τη στάση του σώματός του, στάση αρσενικού που απολαμβάνει την μέθεξη της επαφής με το θηλυκό του ταίρι, έδειχνε ξεκάθαρα σε όλους εμάς πως είμαστε παρείσακτοι, περιττοί και οπωσδήποτε ενοχλητικοί. Είχε δημιουργήσει ένα νοητό κύκλο προστασίας γύρω από την κοπέλα και εκείνη είχε συρρικνωθεί μέσα σ’αυτόν και απολάμβανε την επαφή και την τρυφερότητά του. Οι ψίθυροι, τα βλέμματα λατρείας, η σχεδόν ολοκληρωτική αφοσίωση στο ‘ερωτικό γεγονός’ ήταν κάτι που ανέπνεε σε κείνη τη γωνίτσα του βαγονιού απ’αυτά τα δυο νεαρά παιδιά. Χωρίς τίποτα το χυδαίο, το αποκρουστικό, το υπερβολικό ή… σιελώδες. Ένας ήρεμος, ευγενικός και απόλυτα φυσικός ρυθμός, ένας παλμός ερωτισμού που δεν προκαλεί, δεν κραυγάζει, δεν φωνασκεί, δεν προσβάλει…

Χαμογέλασα και σκέφτηκα πως τούτη την πανάρχαια γλώσσα δεν την διδαχθήκαμε, δεν την σπουδάσαμε, τα σώματα τη γνωρίζουν, την μιλούν απταίστως, την τελειοποιούν με το χρόνο και την άσκηση. Την έχουμε ανάγκη, είναι ένας δρόμος, ένας καμβάς και μαζί ο μοναδικός ίσως πόλεμος που οι μάχες του ωφελούν και τις δυο πλευρές εξίσου… μια αναμέτρηση δια της ψηλάφησης, της όσφρησης, του ήχου των τρεμάμενων συλλαβών, της όρασης του αντικείμενου του πόθου, της γεύσης του άλλου… το ωραιότερο φεστιβάλ αισθήσεων που επινόησε το Αχανές για να μπορείς να αντέξεις το παράλογο, τη φρίκη και την τραγικότητα του βίου…

Τα δυο παιδιά κατέβηκαν μερικές στάσεις παρακάτω… και ένιωσα αμέσως πως όλοι οι υπόλοιποι που απομείναμε στο βαγόνι, σα να ορφανέψαμε ξαφνικά… σα να ξαναγυρίσαμε στη γνωστή μας, βαρετή, πληκτική διάσταση… η μαγεία χάθηκε, επιστροφή στο γνωστό, το διακριτό, το δεδομένο…

Ίσως γιατί αυτό που απεκάλεσα ‘ερωτικό γεγονός’ πράγματι δεν αφορά μονάχα εκείνους που το βιώνουν στην ολότητά του αλλά τον καθένα από μας που μετέχει στο Γεγονός του Είναι από την αρχή του χρόνου ως σήμερα… με μια έννοια, κάθε φορά που ερωτευόμαστε, καλούμε όλη την ανθρωπότητα σε μια γιορτή… κάθε φορά που πονάμε, που γινόμαστε φορείς της θλίψης και ιππότες της μελαγχολίας, γινόμαστε μια μέλαινα οπή που αναζητά επειγόντως ενεργειακή ισορρόπηση…

Και κάθε φορά που ανασαίνουμε την επίγνωση της περπατησιάς μας πάνω στον πλανήτη αυτό, επικοινωνούμε με το κάθε τι, τον καθένα και όλους σημαίνοντας την ύπαρξή μας, το ότι είμαστε ακόμη εδώ και πως αυτό από μόνο του ίσως να αιμοδοτεί τον στοχασμό πως υπάρχει ακόμα ευκαιρία για τον άνθρωπο…

Δευτέρα, Δεκεμβρίου 14, 2015

Ανα-κάλυψα τον εαυτό μου…


Άργησα να ανταμωθώ με τον Ηράκλειτο. Το ομολογώ. Άργησα πολύ. Ασυγχώρητα πολύ ίσως.

Διάβαζα και άκουγα γι αυτόν τα χειρότερα… πώς ήταν ένας παράξενος και μυστικοπαθής και ιδιότροπος άνθρωπος που ενώ είχε βασιλική καταγωγή και γαλάζιο αίμα, κάποτε αποφάσισε να τα βροντήξει όλα και να πάρει τα βουνά. Μόνος, μισάνθρωπος και αγριάνθρωπος. Να αχνίζει η ψυχή του από απέχθεια και αηδία και το κεφάλι του απ’το στοχασμό. Να τρώει βότανα και ρίζες και να απαρνιέται το ‘είδος του’… Φιλόσοφος βέβαια… όμως τι να το κάνεις; Μέσα στο πυκνό σκοτάδι, μέσα στο γνόφο του Αχανούς… Έτσι τον αποπήρα κάποτε…

Στα σχολεία διδάσκεται μαζί με όλους τους σπουδαίους Προσωκρατικούς, λεγόμενους φιλοσόφους… η αρχή της διερώτησης, η αρχή της επιστήμης των Ελλήνων… άλλοι τον μνημόνευαν με δέος και θαυμασμό, άλλοι κουνούσαν το κεφάλι κι άλλοι το έξυναν γιατί δεν κατανοούσαν τίποτα… κάποιοι το πάλεψαν φιλότιμα… να τον χώσουν κι αυτόν στο μαντρί της ‘κατηγορίας’ και στο συρτάρι της ταξινόμησης… ο Πλάτων σεβόταν το γίγαντα αυτό, ο Αριστοτέλης είχε χίλια ερωτήματα, οι μεταγενέστεροι του κόλλησαν ένα σωρό ταμπέλες για να τον ξορκίσουν ή να τον λατρέψουν… ένας σκοτεινός θεός δεν παύει να είναι θεός…

Δεκάρα δεν έδινε ο ‘φίλος μου’ για όλα τούτα… όλα όσα γίνονταν τότε… όλα όσα θα γίνονταν κατόπιν… κι αν ζούσε σήμερα πάλι στα όρη και στ’άγρια βουνά θα ήταν και θα ‘διητάτο πόας και βοτάνας’…

Είναι εκείνη η ρημαδιασμένη φράση του που με ανάγκασε να τον… αναζητήσω…

εδιζησάμην εμεωυτόν…
εδιζησάμην…
εμεωυτόν…

Αναζήτησα τον εαυτό μου… ή πάλι έψαξα βαθιά για τον εαυτό μου, ή ακόμα ανακάλυψα τον εαυτό μου…

Δεν αρκούν στον παθιασμένο φιλόλογο… στον πωρωμένο φιλόλογο, στον γραφειοκράτη της γνώσης και τον νυχτοκαματιάρη του βιώματος… έχει κι άλλα… θα έχει πάντα κι άλλα… αναζήτησα την κρυμμένη φύση μου, έψαξα για το νόημα του είναι μου, βρήκα το βαθύτερο νόημα της ύπαρξης…

αναζήτησα
έψαξα
ανακάλυψα…

Δίζημαι λέει, πάει να πει ‘ψάχνω, αναζητώ, ανακαλύπτω’… ξετρυπώνω ίσως… αποκαλύπτω με μια έννοια, ξεγυμνώνω… τραβώ το πέπλο και βλέπω… τι είμαι, το τέρας που είμαι… το μάταιο που είμαι… το φθαρτό, το πρόσκαιρο, το θνησιγενές…
Αναζήτησα φιλότιμα, φιλόπονα τον εαυτό μου… κι αυτό που ανακάλυψα με γέμισε τέτοιο τρόμο που δεν με χωρούσε η κοινωνία των ανθρώπων… ίσως ούτε και τα βουνά και οι απόμερες σπηλιές να με χωρέσουν ποτέ…

Κι έτσι πήρα τον ανάστροφο δρόμο… γύρισα τα έξω μέσα και κάλυψα όσα είδα με τη σιωπή μου…

Κάλυψα… ανα-κάλυψα τον εαυτό μου…

Και κρύφτηκα για πάντα από τους ανθρώπους, τους σοφούς και τους ανόητους, τους ευγενείς και τους χυδαίους, τους βασιλείς και τους πένητες… κρύφτηκα πίσω από τη λέξη ‘σκοτεινός’ και ανασαίνω την τραγικότητα της υπέροχης και φυλλοβόλας ύπαρξής μου…
Ανασαίνω και αρνούμαι πια να σκεφτώ οτιδήποτε

Μετά από μένα θα έρθει ο Οιδίποδας κι όταν ανακαλύψει κι αυτός το μεγάλο μυστικό θέαμα της δικής του φρίκης, θα βγάλει τα μάτια του και θα ακούγεται η κραυγή του στους αιώνες…


Τυφλός ναι… στην ένοχη σιωπή όμως ποτέ!

Τρίτη, Δεκεμβρίου 08, 2015



«Είμαι τέλεια ξένος από αυτόν τον τόπο.
Είναι σωστό αυτός ο κόσμος να με αποκλείει…»
(Γ. Σεφέρης)


Εξόριστος


Υπάρχει ένας τόπος εξορίας που δεν είναι κάποιο ανεμόδαρτο πετρονήσι. Και δεν είναι κάποιος καταραμένος ερημόκοσμος με τους κροταλίες χωμένους στην άμμο και τους σκορπιούς να βολτάρουν ανέμελοι στους πυρωμένους βράχους.

Υπάρχει ένας τόπος εξορίας, άνυδρος και αφιλόξενος κι επικίνδυνος όπως το δάγκωμα της οχιάς και σιωπηλός όπως η ασημένια ράχη της σελήνης. Κι όμως, σ’αυτό τον τόπο δεν είσαι μόνος.

Ολόγυρά σου πλάνητες όπως εσύ. Χιλιάδες κι αμέτρητοι. Κανείς δεν σε βλέπει κι όλοι σε κοιτούν. Κι εσύ όλους τους παρακολουθείς αλλά δεν μπορείς να τους μιλήσεις.

Φαντάσματα…

Από μέσα τους περνάς κι εκείνοι μέσα από σένα.

Φάσματα…

Κι αυτή είναι η εσχάτη φρίκη. Πως μέσα στους μυριάδες είσαι ολομόναχος κι εντός του ενός μυριάδες.

Όλοι αδελφοί σου. Κι όλοι ξένοι.
Όλοι όπως εσύ και όλοι άγνωστοι.

Σε αυτό τον φασματικό εφιαλτόκοσμο δεν σ’έστειλε ο φυσικός σου δικαστής, οι αρχές, οι νόμοι και το μίσος των ανθρώπων.

Σε τούτη την κόλαση δεν σε εξόρισε ο θεός ή ο διάβολος, η μοίρα, η ειμαρμένη, το ποινολόγιο της φθοράς ή το Μεγάλο Δικαστήριο του Όσιρη με τους 42 δικαστές. Δεν ζύγισε την καρδιά σου ο Άννουβις στη ζυγαριά και βρέθηκε βαρύτερη, αλίμονο, από ένα φτερό!

Τίποτε απ’αυτά και από χιλιάδες άλλα που η ζωηρή κι ανάγλυφη φαντασία των προγόνων φιλοτέχνησε για να εικονίσει τις διαστάσεις του εδώ και του επέκεινα και καθαρτήρια και καταβάσια και πύλες του Άδη και γέενες του πυρός και σπηλιές ανήλιαγες, Καιάδες και μαρτυρικοί αποθέτες του Αχανούς…

Σ’αυτό το φοβερό τόπο εξορίας σ’έστειλε, ξεκάθαρα κι απλά ο ίδιος ο εαυτός σου.

Δεν σέρνεις αλυσίδες, δεν είσαι ο Σίσυφος να σπρώχνεις ξανά και ξανά τη θεόρατη κοτρώνα ως το φρύδι του πρανούς κι ύστερα να τη βλέπεις να ξανακυλάει χάμω… ξανά και ξανά… στη μαύρη αιωνιότητα…

Άλλα φορτία δεν έχεις περιττά και ξένες έννοιες… αρκεί που σέρνεσαι και περπατάς και τριγυρνάς ολόμονος.

Εσύ κι ο εαυτός σου.

Εσύ και ο άλλος μέσα σου κι εντός σου.
Εσύ και όλα είσαι εσύ και όσα δεν πρόλαβες να γίνεις.
Εσύ και όλα όσα ευχήθηκες να είσαι και όσα σε καταράστηκαν να μην είσαι.
Εσύ και το παραταϊσμένο εγώ σου.
Εσύ και το κενό σου.
Εσύ… και το απέραντο αύριο… σαν ωκεάνιο τώρα και σαν στόμα που ανοίγει το πρωί και σε τρώει… και το βράδυ σε ξερνάει λουσμένο με ένα παράξενο στομαχικό υγρό… οξέα ενοχών και χολή αρνητικότητας…

Όλο το βράδυ θα το καθαρίζεις, θα το πλένεις, θα το διώχνεις από πάνω σου… και το πρωί τα ίδια πάλι… μέσα στο Στόμα…

Μα και το Στόμα είσαι εσύ…

Και οι πλάνητες ολόγυρά σου… Αν πλησιάσεις έναν, όλους τους ξέρεις… Φτάνει έναν να ζυγώσεις άφοβα και να τον δεις καλύτερα… Τόλμησέ το!

Ως και τα άψυχα, ως και οι πέτρες, η σκόνη, το στερέωμα που σε αγκαλιάζει…

Όλα σ’αυτό τον τόπο είσαι εσύ. Με έναν τρόπο θαυμαστό και θαυμάσιο καθόλου…

Και ό,τι το βλέμμα σου σαρώνει…
Όλα στον τόπο αυτό της Μεγάλης Μοναξιάς… εσύ είσαι!

Πώς βρέθηκα εδώ;

Ουρλιάζεις και δεν ακούει κανείς…
Πώς θα γλιτώσω από δω; Πώς θα γυρίσω πίσω;

Τραντάζει το μελαγχολικό στερέωμα η άηχη κραυγή σου και σου επιστρέφονται στάλες από μέλαινα βροχή… Το αίμα σου!

Τα δάκρυά σου τρέχουν ρυάκια στο χώμα και όσο απομακρύνονται φουσκώνουν, γίνονται ποταμός και χείμαρρος και κάποτε χύνονται σε μια μυστική θάλασσα που αόρατη σού είναι στο βάθος του ορίζοντα.

Πώς βρέθηκα εδώ;

Ρωτάς και απάντηση γυρεύεις.

Και την απάντηση την ξέρεις…



Νοε 215

Σάββατο, Δεκεμβρίου 05, 2015

Όπισθεν… εξελικτικώς!


Tελικά ο Δαρβίνος είχε δίκιο. Οφείλω να το ομολογήσω πλέον και οι όποιες ενστάσεις είχα κατά καιρούς έχουν πάει περίπατο. Καταγόμαστε λοιπόν από τον πίθηκο. Τωόντι. Και ειδικότερα, από τον πίθηκα! Τώρα, πως ακριβώς και πότε άρχισε και με ποιους τρόπους έγινε αυτό το παράξενο μικρή σημασία έχει. Αυτό που αντίθετα έχει σημασία είναι ότι χωρίς να είσαι επιστήμονας μπορείς πια να το επαληθεύεις νύχτα μέρα! Καταπληκτικό! Η εξελικτική βιολογία και όλα τα συναφή βαρύγδουπα και ομιχλώδη, δεν χρειάζονται. Αρκεί η απλή παρατήρηση. Να περπατάς και να μην κοιμάσαι πάει να πει αλλά να βλέπεις. Να βλέπεις και να… χαίρεσαι. Ότι ο πίθηκος έγινε πίθηκας και πήρε την εκδίκησή του. Ο μεν πρώτος έμεινε στα δέντρα και ζει τη ζωή του, ο δεύτερος όμως έγινε πολλά άλλα πράγματα και ζει πολλές ζωές. Έγινε πολιτικός, ηθοποιός, παρουσιαστής στη τι-βί, τηλε-περσόνα και σελέμπριτι, πανελίστας, σχολιαστής γεγονότων, αναλυτής και δημοσιολόγος, τιποτολόγος και παπαρολόγος επί παντός του επιστητού… 

Ο χιμπατζής και ο ουρακοτάγκος. Οι λατρευτοί μας ανιόντες. Και δη ο αξιολάτρευτος Μακάκος εθριάμβευσε επί της αμειλίκτου φύσεως και μετεξελίχθη σε κάτι που όλοι μας θαυμάζουμε και ζηλεύουμε. Έγινε πρόσωπο των social media! Έγινε χειριστής επιδέξιος των τάμπλετ και σαΐνι στα σκρόλινγκ σε υπερ-σύγχρονα κινητά υψηλής ευφυΐας και με οθόνες πεντέμισι ιντσών. Ο πάλαι ποτέ θορυβώδης και υπερ-σεξουαλικός μαϊμουδοπίθηκος με τη συριχτή φωνή και το πανέξυπνο βλέμμα, κατήλθε των υψηλόκορμων δένδρων και εξήλθε των πυκνών τροπικών δασών και πέρασε πια σε μια άλλη εξελικτική φάση και απολαμβάνει των εκπληκτικών τεχνολογικών εφαρμογών, πλήρης ηδονής και ικανοποίησης. Συγγράφει και αποστέλλει μηνύματα σε χρόνο μηδέν και πληκτρολογεί εμπύρετος και ταχύκαρδος σε φρενήρεις ρυθμούς στα ‘φέισμπουκ’ και ‘τουίτερ’ επικοινωνώντας ωραιότατες ανοησίες με τους συνηλικιώτας του ή και εν γένει με τους λοιπούς αδελφούς της παγκόσμιας αδελφότητος των ‘logged in’. 

Κι όλα αυτά τα θαυμαστά και υπέροχα πράττει περιχαρής και μπουκωμένος υδατάνθρακες και ακόρεστα λιπαρά τα οποία θα μεταβολίσει το πρησμένο του ήπαρ σε περιττά λίπη και θα αποθέσει σε ευδιάκριτες, δυστυχώς, περιοχές του σώματος. Κανένα πρόβλημα. Ένα απλούν ‘γκουγκλάρισμα’ σε εξειδικευμένους ιστότοπους και το κατάλληλο σκεύασμα που ‘τριμάρει’ τα ξύγκια και επαναφέρει τον δίποδο μεγαλοπίθηκο σε επίπεδα ‘ανοχής’ της ζυγαριάς είναι διαθέσιμο και σε προσιτές τιμές!

Ναι, πράγματι, ο Δαρβίνος είχε δίκιο. Κακώς τον εκαταράσθησαν οι φανατικοί θρησκόληπτοι και θρησκομανείς. Μονάχα που έλειψε ίσως ένα βασικό κεφάλαιο εις την επιστημονική του πραγματεία το οποίο όμως ημείς, οι νεώτεροι διάδοχοι και συνεχιστές του έργου του καλούμαστε να πράξουμε.

Το κεφάλαιο αυτό θα μπορούσε να επιγράφεται «Ολοταχώς πίσω στον πίθηκο». Από κει που προήλθημεν κάποτε, στην αχλύ του χρόνου, στον γνόφο της προ-ιστορίας, στα σπάργανα του βίου της γαλαζοπράσινης Γης μας.

Αλλά, τώρα που το ξανασκέφτομαι, δεν χρειάζεται ίσως καν να συμπληρωθεί το έργο του μεγάλου πρωτοπόρου επιστήμονα. Διότι και να συμπληρωθεί, ποιος θα το διαβάσει; Ποιος θα δώσει σημασία; Ποιος θα το μελετήσει; Και ποιος θα το αντικρούσει; Ουδείς!

Είναι όλοι απησχολημένοι… με πρόσωπα βυθισμένα στους ωκεανούς του κυβερνοχώρου, φτιάχνοντας προφίλ, τρολάροντας γνωστούς και αγνώστους, ποστάροντας ό,τι είναι σημειώδες στην κενότητά του… Ποια παντρεύτηκε; Ποια έμεινε έγκυος για πολλοστή φορά; Τι είπε ο τάδε στο δείνα; Πώς ξύπνησε αργά το απομεσήμερο ο έτσι; Γιατί ξύρισε το μούσι του ο κούκλος και δεν βλέπεται; Τι έφαγε η ωραία της μεσημεριανής ζώνης; Τι φόρεσε η βουβάλω και δεν είδε τα χάλια της στον καθρέφτη; Κι είναι αλήθεια, χώρισε η ξινή της βραδινής εκπομπής; Απίστευτο!

Κι αν βρει κανείς λίγο χρόνο ανάμεσα στις πυρετικές του δραστηριότητες… βγάζει μια ‘σέλφι’ με τον λατρεμένο του τραγουδιστή… πολύτιμο, ανεκτίμητο απόκτημα! Και με ύφος και βλέμμα που αν το έβλεπε ο αρχι-πίθηκος του Βόρνεο και ο παλαιο-χιμπατζής της Σουμάτρας θα έφτυναν τις μπανάνες στην οθόνη του πανάκριβου smartphone.

Κι άντε να αλλάζεις κινητό κάθε δυο μήνες!

Τετάρτη, Δεκεμβρίου 02, 2015

«Ζήτω στις Πεντάρες!»


Το περιστατικό δεν είναι πρωτόφαντο. Όσο θυμάμαι τον εαυτό μου, επαναλαμβάνεται με θαυμαστή συνέπεια. Σε κάθε γενιά. Με άλλους πρωταγωνιστές φυσικά. Αλλά με κανονικότητα που αιφνιδιάζει (;). Νεαρή διαγωνιζόμενη σε κυπριακά καλλιστεία βρίσκεται στην πολύ δυσάρεστη θέση να απαντήσει σε μιαν ερώτηση (‘γενικών γνώσεων’ φαντάζομαι). Η ερώτηση είναι: ‘Πες μας έναν διάσημο κύπριο καλλιτέχνη’, ή κάπως έτσι. Η κοπέλα ευρισκόμενη σε φανερή αμηχανία και εσωτερικό ζόρι, τελικώς απαντά: ‘Η Κύπρος έχει αναδείξει πολλούς και σημαντικούς καλλιτέχνες. Όπως ο Διονύσιος Σολωμός που έγραψε τον Εθνικό Ύμνο’ (δεν βάζω θαυμαστικά, θα πήγαιναν χαμένα). Η παρουσιάστρια του διαγωνισμού προφανώς σε πέλαγος αβεβαιότητας και ωκεανό ημιμάθειας, δεν ξέρει τι να πει ή τι να κάνει και μετά από αρκετή ώρα αμηχανίας– και αφού κάτι της λένε στο ακουστικό της, από κάποιον που έκανε το σχετικό γκουγκλάρισμα μάλλον – απευθύνεται στη νεαρή: ‘Είσαι βέβαιη; Γιατί ο Σολωμός είναι από την Ελλάδα’. Το σχετικό ντελίριο συμπληρώνεται από μέλος της κριτικής επιτροπής που αποφαίνεται χαρωπά: ‘Μια χαρά ήταν η απάντηση’ (ούτε εδώ θαυμαστικό).

Το σχετικό περιστατικό έγινε αφορμή να ξεσπάσει ένας μικρός χαμός. Οι εδώ …σοφοί και πολυδιαβασμένοι έπεσαν ως αρπακτικά να… ξεσκίσουν την ‘αμόρφωτη’ διαγωνιζόμενη και τον κύριο της επιτροπής. Φωνές, αντεγκλήσεις, εξυπνακισμοί, πικρά και ειρωνικά σχόλια, αναπαραγωγή της γκάφας προς τέρψιν του κοινού. Το πράγμα προχώρησε λίγο. Πήρε διαστάσεις ανάλυσης. Με μια γενική έννοια, εφόσον ‘και η Κύπρος είναι Ελλάδα’, η κοπέλα απάντησε σωστά μεν κατά το ήμισυ. Γιατί ο Σολωμός δεν ήταν καλλιτέχνης αλλά ποιητής. Ή μήπως όχι; Νέα κύματα λεκτικών αψιμαχιών. Χαζοί εναντίον ηλιθίων, σκορ ισόπαλον ανεξαρτήτως αριθμού τερμάτων. Γιατί, πάλι με μια ευρύτερη αυτή τη φορά έννοια – πόσο να το ξεχειλώσουμε πια; - ο μεγάλος Ζακυνθινός ήταν και καλλιτέχνης. Μην τη σταυρώσουμε τη νεαρά, μέσα στο πνεύμα της ερώτησης ήταν. Έκανε τη γκάφα μεν – χάθηκε βρε παιδί μου να πεις Άννα Βίσση να ξεμπερδεύουμε; - αλλά δεν είναι και για τον ρωμαϊκό αποθέτη των αστοιχείωτων. Και κυρίως, όλοι άρχισαν να ψάχνουν μέσω μηχανών αναζήτησης για τον εθνικό ποιητή. Τόπο καταγωγής, γνωστότερα έργα, ως και τη συμβολή του στην διαμόρφωση της γλώσσας του νέου ελληνικού κράτους! Έπεσε διάβασμα δηλαδή! Τρομερά πράγματα που σε κάνουν να ανατριχιάζεις.

Ο Σολωμός έχει δεινοπαθήσει πολλάκις βέβαια. Θυμάμαι το αμίμητο προ πολλών ετών επί ελλαδικού εδάφους αυτή τη φορά. Κάποιος ρεπόρτερ – από αυτούς με ‘το ματσούκι στο χέρι’ – ρωτά νέους και νέες σε δρόμους της πρωτευούσης: ‘Ποιος έγραψε τον εθνικό μας ύμνο; Ξέρετε;’ Οι απαντήσεις πολλές, πικρά διασκεδαστικές και κάποιες ευφάνταστα δημιουργικές. Θυμάμαι μία από αιφνιδιασμένο νέο που όμως δεν πισωπάτησε στιγμή: ‘Κάποιος… Γαρίδας;’ Ευτυχώς δεν έπινα ή έτρωγα κάτι εκείνη τη στιγμή. Γιατί μπορεί να είχα καταλήξει στα επείγοντα με απόφραξη οισοφάγου ή κάτι τέτοιο. Αποκλείεται να είχα επιβιώσει. Επιβίωσα όμως. Με ελαφρύ… πνευματικό εγκεφαλικό. Ο νεαρός ευρέθη αν μη τι άλλο στον αυτό βιότοπο. Και για τις γαρίδες και για τους σολωμούς… ε, στο περίπου τέλος πάντων. Μην τα θέλουμε κι όλα δικά μας!

Το θέμα είναι ευχάριστο. Μάλλον γλυκόπικρο στο βάθος αλλά όχι παράξενο ή καινοφανές. Παλαιότερα είχα μιαν αυστηρότερη στάση απέναντι σε ανάλογα φαινόμενα και παρότι μειδίαζα ‘με τα χάλια μας’ συναισθανόμουν μετά την σπηλαιική μοναξιά των ποιητών που ακόμη και αν έχουν κατακτήσει τη Μεγάλη Αθανασία κι έχουν υπερβεί τους αιώνες, παραμένουν άγνωστοι. Άγνωστοι τότε, άγνωστοι και τώρα. Και σε κάθε εποχή. Όχι πως αυτό έχει τελικά και κάποια ιδιαίτερη σημασία. Ο Σολωμός, ειδικά, δεν ενδιαφέρθηκε ποτέ για τη φήμη ή την υστεροφημία του. Μανταλώθηκε στη μοναξιά του από νωρίς και δεν το κουνούσε ρούπι. Ο αγώνας κάθε έντιμου πνευματικού ανθρώπου, έτσι κι αλλιώς είναι εσωτερικός και γι αυτό είναι διαρκής και φοβερός. Όλα τα υπόλοιπα είναι δροσερές ριπές μαΐστρου τον Αύγουστο. Είτε σε γνωρίζουν οι πολλοί είτε σε αγνοούν. Είτε σε έχουν διαβάσει είτε σε έχουν ξεχάσει πριν καν υπάρξεις. Ο αγώνας είναι ενάντια στο Μηδέν όχι ενάντια στο Είναι. Συνεπώς, οι σε έκταση αναγνωσιμότητα και αναγνωρισιμότητα είναι το ίδιο άγονες με τις μηδενικές αντίστοιχες. Και μιλούμε για ανθρώπους της ιδιοσυγκρασίας και της ποιότητας του Σολωμού.

Αναρωτήθηκα όμως προς στιγμήν, το ομολογώ, πώς θα αντιδρούσε, έτσι, ως παίγνιο του νου, αν μπορούσε να γίνει μάρτυρας αυτών των περιστατικών. Τι θα έλεγε; Τι θα σημείωνε; Τι θα έγραφε; Ίσως κάτι ανάλογο με αυτό που έγραψε κάποτε σε κάποια επιστολή του, για τις Πεντάρες. Εκεί που διαμαρτύρεται για την επικράτηση της ύλης έναντι του πνεύματος, της ηθικής εξαχρείωσης, της δυσοσμίας της λατρείας του χρήματος από άρχοντες και ποπολάρους: «Και δεν είναι τυχαίοι ότι οι άνθρωποι ιδρώνουν και παγώνουν μέσα στη φροντίδα να μαζέψουν πεντάρες… ζήτω λοιπόν, πάντοτε ζήτω στις Πεντάρες!»

Γιατί τελικά, εκπαίδευση ‘της πεντάρας’ έχουμε και παιδεία ‘της πεντάρας’ λαμβάνουμε.
Και άλλο δεν γκρινιάζω σήμερα!

Σάββατο, Νοεμβρίου 28, 2015

Η Δίψα...


Ο απογευματινός περίπατός τους είχε καταλήξει στην κορυφή του λόφου, στα χαλάσματα του παλαιού κάστρου. Από δω η θέα αληθινά έκοβε την ανάσα. Μπροστά τους απλωνόταν ένας ορίζοντας γεμάτος από θαύματα. Κάτω απ’τα πόδια τους η χώρα με τα ευγενικά της σπίτια. Πιο κει το μικρό λιμανάκι με τις λιγοστές βάρκες. Πέρα η θάλασσα απλωνόταν όσο τολμούσε να την μετρήσει το βλέμμα. Κάπου στο βάθος μια σκιά. Βουνοκορφές. Ένα νησί που ίσα διαγραφόταν. Φαινόταν μακρινό, σαν ψεύτικο.

Κάθισαν σιωπηλοί στις πέτρες του ερειπωμένου κάστρου και πάλεψαν να κλείσουν στη ψυχή τους τη μαγεία της στιγμής. Δύσκολο να χωρέσεις τόση ομορφιά. Νομίζεις πως δεν την αξίζεις και μόνο που τη θαυμάζεις.

Η αύρα που ερχόταν από δυτικά ήταν ψυχρή όμως κρατούσε ακόμα η ζέστη της ημέρας. Το χώμα ήταν θερμό, χάιδευε το χέρι σαν έλαιο ακριβό.

Εκείνος πήρε στη χούφτα του λίγο και το μοιράστηκε μαζί της. Χαμογέλασαν.

«Θυμήθηκα τώρα που ανεβαίναμε το μονοπάτι για το κάστρο ένα παλιό σου κείμενο», του είπε κάποια στιγμή εκείνη. «Δεν ξέρω γιατί. Ήταν για τη Δίψα, την Ευελιξία και το Βλέμμα. Θυμάμαι πόσο πολύ με είχε κεντρίσει αυτό το κείμενο. Ήταν στις αρχές της γνωριμίας μας», συμπλήρωσε και τον κοίταξε.

«Ναι, το θυμάμαι», της απάντησε.

«Πιάσαμε τότε να το αναλύουμε όμως μείναμε μονάχα στις βασικές γραμμές. Μου είπες πως δεν έπρεπε ακόμα να εμβαθύνουμε. Πως θα το συνεχίζαμε μετά από καιρό, όταν θα ερχόταν η ώρα. Νομίζω πως είχα πειραχτεί τότε. Πίστεψα πως δεν με θεωρούσες έτοιμη να το μοιραστείς μαζί μου»

«Όχι ακριβώς. Διαφορετικά δεν θα στο έδινα. Απλά δεν είχε έρθει η κατάλληλη στιγμή να το αναπτύξουμε. Όσα θα λέγαμε θα έμοιαζαν ακατάσχετη φλυαρία. Από τότε όμως άλλαξαν πολλά»

«Άρα σήμερα μπορούμε να το ξαναπιάσουμε;», τον ρώτησε και τον κοίταξε σαν μικρό παιδί που περιμένει ανυπόμονα. Την κοίταξε κι εκείνος.

«Τώρα νομίζω πως μπορούμε να πιάσουμε οτιδήποτε», της απάντησε χαμογελώντας και της χάιδεψε τα μαλλιά.
«Ωραία. Ξεκινάω εγώ λοιπόν!», είπε εκείνη με ενθουσιασμό. «Ξέρω πως αναφέρεις αυτά τα τρία σαν άξονες… σαν βασικούς άξονες στην πνευματική αναζήτηση… αν το λέω σωστά… μαζί και σαν τρεις κρίκους αρμοζόμενους… κι οι τρεις δημιουργούν κάτι σαν τρίγωνο από κύκλους… κάπου αλλού τους αναφέρεις – αυτό το σχήμα με παραξένεψε περισσότερο να σου πω την αλήθεια – σαν τρεις αθλητές στη σκυταλοδρομία… ο ένας αφήνει την σκυτάλη για τον επόμενο… αλλά με μια βασική διαφορά… κι αυτή για να πω την αλήθεια, δεν μπορώ να την ανακαλέσω τώρα», είπε και δεν μίλησε άλλο»

«Καλά τα θυμάσαι», άρχισε να της λέει εκείνος. «Η διαφορά είναι πως οι αθλητές αυτοί δεν τρέχουν σε ένα στίβο, γραμμικά, ο ένας μετά τον άλλο. Τρέχουν για να παραδώσουν τη σκυτάλη και επιστρέφουν για να την παραλάβουν ξανά. Συνεργάζονται σε μια αέναη σκυταλοδρομία σε πολλαπλά επίπεδα. Δεν σταματούν ποτέ. Κι ο καθένας δεν είναι ίδιος με τους άλλους. Δεν είναι τρεις όμοιοι αθλητές. Είναι πολύ διαφορετικοί. Στο χρόνο, στο χώρο, στις ποιότητες, στη δράση. Όλη τούτη την κίνηση δεν μπορεί να την κατανοήσει εύκολα παρά μονάχα όποιος έχει διανύσει πολλά χιλιόμετρα στην Ατραπό κι έχει δοκιμαστεί σκληρά από αποτυχίες και χτυπήματα. Απογοητεύσεις και διαψεύσεις. Είναι μια σύνθετη κίνηση που ένας νέος στην περιπέτεια της Γνώσης την αισθάνεται απλά σαν συνεχή θόρυβο, σαν άσκοπη φασαρία εντός του. Γι αυτό δεν προχωρήσαμε πολύ τότε. Θα ήταν άγονο και δεν θα σε βοηθούσε καθόλου. Όλα αυτά τα χρόνια όμως διάβασες και σκέφτηκες πολύ. Μιλήσαμε πολύ και εργάστηκες περισσότερο. Τώρα ακολουθείς το δρόμο σου και δεν έχεις ανάγκη κανέναν», είπε και πήρε λίγο ακόμα χώμα στα χέρια του.

Εκείνη έμεινε για λίγο σιωπηλή.

«Όμως, όλα ξεκινούν από τη Δίψα. Σωστά;»

«Βέβαια», συμφώνησε αμέσως εκείνος. «Η Δίψα είναι η πρωτογενής ανάγκη της ύπαρξης να λάβει τις συντεταγμένες της. Όσο δεν τις έχει, τόσο εκείνη μεγαλώνει, γίνεται βασανιστική, μαρτυρική. Σε σάρκα και πνεύμα. Στο συναίσθημα και στο όνειρο. Στην αγωνία και στην καθημερινή ζωή. Στις σχέσεις και στη μοναχικότητα. Στην ποίηση και στον πόλεμο. Παντού. Η Δίψα δεν ικανοποιείται με τίποτα όσο η ύπαρξη είναι χωρίς συντεταγμένες. Οι μεγαλύτερες επιτεύξεις δεν αρκούν για να τη σβήσουν. Μοιάζει όλο τούτο με τη δίψα του σώματος αλλά είναι πολύ βαθύτερη, μεγαλύτερη, αρχαιότερη. Και φυσικά γεννά το καλό και το κακό μέσα μας. Γεννά τα πάντα. Τους θεούς και τους δαίμονες. Την ιστορία και το χρόνο. Τις μεγάλες ανακαλύψεις και τους φόνους. Τα θαύματα και τις μικρότητες. Όλα τα γεννά εκείνη και παραμένει ενεργή. Ό,τι κι αν κάνει ο άνθρωπος για να την εξευμενίσει. Αν δεν κατανοήσει κανείς τι είναι η Δίψα, δεν μπορεί να κατανοήσει τίποτε. Ή σχεδόν τίποτε. Δεν μπορεί, για παράδειγμα να κατανοήσει τη δράση των αρχέγονων εκείνων ενεργειών που οι έλληνες ονόμασαν θεούς –κι οι έλληνες δεν είχαν δώδεκα αλλά χιλιάδες θεούς. Όσα φαίνονται παράλογα και γελοία για τον αμύητο, για τον μυημένο της αρχαιότητας ήταν ξεκάθαρες δράσεις. Ενεργειακές εναντιοδρομήσεις και πολύρροπες και πολύτροπες που μοιάζουν με ωκεανό μέσα στον οποίο όλοι γεννιόμαστε και όλοι πεθαίνουμε. Ωκεανό ενεργειών και δυνάμεων που μας χτυπούν απ’όλες τις μεριές. Όπως τα κύματα. Αν φανταστεί κανείς τον εαυτό του σε μια θάλασσα και σε σημείο που το χτυπούν όλοι οι άνεμοι ταυτόχρονα, ίσως εικονίσει μέσα του το γεγονός. Όλα αυτά είναι γεννήματα της Δίψας. Κι ό,τι ακριβώς διψά στο σύμπαν, διψά και μέσα του».

«Κι εκεί ακριβώς δρα η Ευελιξία;»

«Η Ευελιξία δεν είναι απλώς η σθεναρή ‘παθητική’ αντίστασή μας για να μην μας καταπιεί η Δίψα. Είναι ολόκληρος ο οπλισμός μας. Ό,τι έχουμε και δεν έχουμε για να πολεμήσουμε κάτω απ’τα τείχη της Τροίας. Μπορεί ο πόλεμος να μοιάζει μάταιος και δέκα χρόνια τούτα τα τείχη κράτησαν απόρθητη την αρχαία πόλη, όμως εμείς ακόμα δεν είμαστε έτοιμοι για τον Δούρειο Ίππο. Κάποιοι αναρωτιούνται εύλογα γιατί οι Αχαιοί έκαναν δέκα χρόνια για να σκεφτούν το ‘στρατήγημα’ του Αλόγου που θα έμπαινε στα σωθικά της πόλης»

«Δεν ήταν έτοιμοι;»

«Δεν είναι μόνο ο βαθμός επίγνωσης που έλειψε από τον ‘Οδυσσέα’, τον άνθρωπο – αρχέτυπο της Σοφίας. Ήταν βέβαια και ο χρόνος. Ο καιρός, η ώρα. Αυτό που γίνεται όταν πρέπει να γίνει. Δεν το ξέρουμε αυτό το ‘πότε’. Δεν μπορούμε να το καθορίσουμε από πριν. Ξέρουμε όμως όταν συμβαίνει. Δεν αρκεί μονάχα ο χρόνος, χρειάζεται και τρόπος. Και η ‘αποκάλυψη’ αυτή για τον έξυπνο –αφυπνισμένο, μυημένο Οδυσσέα – ήταν δράση της Ευελιξίας. Το σημείο τομής το αποκαλύπτει το Βλέμμα. Ο Οδυσσέας, ένας άνθρωπος που γεννήθηκε δυο φορές – η δεύτερη στο στερέωμα του μαύρου ήλιου – δεν θα μπορούσε να ‘σκεφτεί’ τον Δούρειο Ίππο αν δεν είχε το Βλέμμα»

«Η δράση και των τριών αξόνων ταυτόχρονα!»

«Ακριβώς, είναι η στιγμή του απόλυτου συντονισμού. Η Δίψα – πόλεμος για την άπαρτη μυριόχρονη πόλη, η Ευελιξία με το σχέδιο του Ίππου, το Βλέμμα για την λύση του μεγάλου αινίγματος. Εάν δεν δει κανείς με μυητικές ορίζουσες την Ιλιάδα, μια κι αυτήν πιάσαμε απόψε, όλα στον Όμηρο μοιάζουν σχεδόν εξωφρενικά, παράλογα και ανόητα. Ένας ποταμός αίματος, ένα ατελείωτο μακέλεμα αναρίθμητων πολεμιστών χωρίς κανένα αντίκρισμα. Γιατί, μην ξεχνάμε, η Ιλιάδα δεν τελειώνει με το πάρσιμο της Τροίας»

«Αυτό το αφηγείται ο Οδυσσέας, ναι, στους Φαίακες»

«Η Ευελιξία είναι λοιπόν, για να επανέλθουμε στα καθ’ημάς, η διαρκής και ατελεύτητη εγρήγορση του είναι μας να ανταπεξέρχεται ικανοποιητικά στο παράλογο της Δίψας. Και το Βλέμμα είναι το πέρασμά μας από τις αλλεπάλληλες Συμπληγάδες στη διάρκεια του βίου μας. Γιατί όταν περάσουμε μια φορά μας περιμένουν κι άλλες, κι άλλες… ως το πέρας…»

Έμειναν για λίγη ώρα σιωπηλοί κάτω απ’τα ερείπια του κάστρου και ο ήλιος κόντευε πια να κάνει τη μεγάλη του βουτιά στη σκοτεινή θάλασσα. Ολόγυρά του ένα στεφάνι από πορτοκαλί φωτιά που εκπύρωνε το στερέωμα. Το θέαμα ήταν πέρα από περιγραφές.

«Χμμ…», είπε εκείνη επανερχόμενη, «κι οι αθλητές που δίνουν και παίρνουν τη σκυτάλη;» 

«Αυτό αφορά περισσότερο τη δική μας Δίψα. Αν είμαστε ‘κατ’εικόνα και ομοίωση’. Και είμαστε. Η δίψα για οτιδήποτε μικρό και καθημερινό που εκφράζεται ως βουλητική δύναμη, απόφαση για επίτευξη στόχων, η ευελιξία για να επιτυγχάνουμε τους στόχους, το βλέμμα για να έχουμε διαρκή εποπτεία… Μονάχα που όσο κατεβαίνουμε σε επίπεδα, όλα γίνονται πιο ψηλαφητά, χάνουμε τη γενική εικόνα, είμαστε ισοϋψείς με την αθλιότητα και το ευγενές και δεν διακρίνουμε καθαρά… άλλωστε και η δική μας δίψα γεννά τους δικούς μας δαίμονες, τους δικούς μας ήρωες και τις δικές μας ‘Ιλιάδες’. Μπορεί να μην έχουμε φτερά για να πετάξουμε αλλά τα δικά μας τα φτερά είναι το βλέμμα. Τότε ανασηκωνόμαστε και μπορούμε πια να δούμε…»

Του κράτησε το χέρι. Είχε σουρουπώσει πια για τα καλά και η αύρα είχε φουσκώσει. Ψύχραινε. Στη χώρα κάτω άναβαν τα φώτα στα παραθύρια των σπιτιών.

Σηκώθηκαν για το δρόμο της επιστροφής.

«Είναι δύσκολο το θέμα τούτο… χρειάζομαι δουλειά ακόμα», του είπε σφίγγοντας το κορμί της στο δικό του.

Δεν της απάντησε μονάχα έφερε το ένα του χέρι αγκαλιά στον ώμο της και άρχισαν να κατηφορίζουν σιωπηλοί στο μονοπάτι…


Κυριακή, Νοεμβρίου 15, 2015

Μάρτυρας και Μονομάχος


Εκείνο που κάποιος περιφρονεί, δεν επιτρέπεται και να το πολεμήσει
(Φρ. Νίτσε, Ecce Homo, μετ.: Δ. Λιαντίνης)


Τι είναι αυτό που ρήμαξε τη Ρώμη;
Όχι την Αιώνια Πόλη του Βιργίλιου, του Οράτιου, έστω και του Σενέκα. Ούτε καν τις 40 κατάφρακτες λεγεώνες του Οκταβιανού Αυγούστου, του Αδριανού και του στωικού Μάρκου Αυρήλιου.
Ρωτάω, τι είναι αυτό που ρήμαξε εσωτερικά τη Ρώμη, που την έφαγε σιγά σιγά όπως το σαράκι το ξύλο και το σκουλήκι τον καρπό;
Τι είναι αυτό που της ρούφηξε το πορφυρό της αίμα και της στέρησε τις ανάσες και το βλέμμα;
Πώς έγινε τούτη η σκανδαλώδης αναστροφή της πορείας του Ανίκητου Ήλιου και ξημέρωσε κάποια μέρα από τη Δύση κι άρχισε να ουρανοδρομεί προς την Ανατολή;
Ο μάρτυρας δεν ξεκοίλιασε το μονομάχο. Αυτά δεν γίνονται ούτε στις βλάσφημες χολιγουντιανές υπερπαραγωγές με τους εξωφρενικούς προϋπολογισμούς και τα παραπλανητικά εφέ.
Όλα τελικά μια πελώρια παραπλάνηση όμως δεν είναι;

Κι όμως, ο μάρτυρας λύγισε το μονομάχο.

Ο χριστιανός πάτησε στο λαιμό το πεινασμένο, ξεδοντιάρικο και σκελετωμένο λιοντάρι της αρένας του Σίρκους Μάξιμους και ξεπουπούλιασε τον ημιθανή ρωμαϊκό αετό και τον άφησε σωριασμένο στον αμμουδερό στίβο βορρά του χρόνου και της λήθης.
Ήταν μια αρρώστια στα σωθικά του αρχαίου κόσμου που εξαλλάχθηκε αργά και μοιραία σε πολλαπλούς όγκους κι απλώθηκε θανατηφόρα και λυτρωτικά στο μυαλό και το σώμα του ή μήπως ήταν ο ήλιος της δικαιοσύνης που κάποτε θα κυριαρχούσε στο παγανιστικό στερέωμα της απέραντης αυτοκρατορίας των Καισάρων;

Ο μάρτυρας μέσα μου ξέρει την απάντηση και κάθε φορά που τον ξεντεριάζει ηδονικά ο χαμογελαστός μονομάχος μου, αντι-χαμογελά κι αυτός με περιφρόνηση.
«Θα ξαναγεννηθώ!», του φωνάζει καθώς το σπαθί χώνεται με έφοδο στα εσώτερά του και το αίμα ξεχύνεται κρουνός. «Γιατί δεν μπορείς να με σκοτώσεις!», του λέει με το μαύρο αίμα να ραπίζει το δολοφόνο του στα μπράτσα.
Ο μάρτυρας μέσα μου το ξέρει και χαμογελά από οίκτο και αηδία προς το θηριώδη μονομάχο με τους πελεκητούς μυώνες και το κόκκινο βλέμμα. Κι αυτό που ξέρει είναι πως όσες φορές κι αν τον σκοτώσεις δεν τον αφανίζεις.
Τον δυναμώνεις μόνο.
Υποχωρεί για λίγο ύστερα από κάθε φόνο. Οπισθοβατεί και γονατίζει. Όμως περιμένει.
Είναι νεκρός και ξέρει πως το να περιμένεις είναι κάτι πάνω από αρετή.
Είναι ιστορία και μέλλον.

Τι στο δαίμονα όμως πήγε στραβά και ο πιο σφριγηλός και ρωμαλέος πολεμιστής που γνώρισε ποτέ ο κόσμος έγινε κονιορτός ρυπαρός και λάσπη και στάχτη για να πατήσει πάνω το ξυπόλητο πόδι του κουρελιάρη ασκητή και το πασούμι του επισκόπου με τη Βίβλο στο ένα χέρι και τη ράβδο στο άλλο;
Πώς έγινε διάολε και το πιο θαυμαστό και άρτιο οικοδόμημα που θαύμασαν οι ήπειροι και τραγούδησαν οι θάλασσες κι έχτισε ό,τι ξέρουμε και ό,τι δεν ξέρουμε 50 γενιές αργότερα, έπεσε στα τέσσερα και μέριασε για να περάσουν ο ζηλωτής στυλίτης με το λιγδιασμένο κρανίο που αχνίζει απ’τις προσευχές και ο νηστικός θεολόγος της ερήμου με τα κιτρινιασμένα δόντια;

Οπτιμάτοι αλαζόνες και καλοθρεμμένοι πατρίκιοι, οι Κλαύδιοι, οι Σκιπίωνες και οι Κορνήλιοι, οι Ιούλιοι, οι Φλάβιοι και οι Αντωνίνοι, συγκλητικοί υπερόπτες και τροπαιοφόροι θριαμβευτές που τους έτρεμε η Παλαιστίνη, η Καρθαγένη και οι τρομερές ημιάγριες φυλές βόρεια του Ρήνου, έγιναν οστά ακάθαρτα και μνήμες και κλαυθμοί γοεροί και σκιρτήματα ανέμων σαν λυπητερά μνημόσυνα μπροστά στο ρασοφόρο με το άγρυπνο βλέμμα και το χνώτο βρώμικο απ’της νηστείας την άσκηση.
Πώς έγινε;

«Μα, πώς να νικήσεις τους νεκρούς;»
Έτσι μου απαντά ο μάρτυρας μέσα μου και κάνει το μονομάχο να στέκει βουβός, με την απληστία του αίματος να στάζει απ’τα κύτταρα του είναι του.
Πώς να νικήσεις τους νεκρούς;
Τους ζωντανούς παλεύει ο μονομάχος μέσα μου.
Γι αυτό εκπαιδεύτηκε κι αυτό τελειοποίησε σαν αλάθητη νικηφόρα μηχανή των πολέμων. Γιατί ηττημένος από μάχες με τους ζωντανούς δεν γύρισε ποτέ ο μονομάχος.
Όμως…
Πώς να νικήσεις τους νεκρούς;
Κι οι νεκροί είναι μυριάδες… και είναι άφοβοι και απρόσιτοι από φθορά και πόνο και δυστυχία και ερήμωση…
Ό,τι πεθαίνει μέσα μας είναι προορισμένο κάποτε να επιστρέψει.
Θα σηκωθεί μια μέρα και θα ζητήσει λόγο.
Θα ζητήσει αίμα, το αίμα του και στο πολλαπλάσιο.
Και αυτό το φόρο δεν μπορείς, δεν το αποτολμάς να τον αποφύγεις.
Θα τον πληρώσεις. Και θα περιμένεις τον επόμενο.
Μονάχα που δεν θα τον πληρώσεις με την παρουσία σου.
Θα τον πληρώσεις με την απουσία σου.
Κι αυτό γιατί δικαιοσύνη δεν αποδίδεται ποτέ όταν ασπάζεσαι το χέρι του δήμιού σου.
Κι ούτε η τρικυμία της οργής σου αποδίδει δικαιοσύνη όταν ο μονομάχος σου αποκόπτει κεφάλια με ηδύτητα και τέρψη.
Αυτό που βλέπεις σαν ‘απόδοση’ δικαίου είναι μια οφθαλμαπάτη, μια σύγχυση, ένα ντελίριο.
Εκείνο που θα αποκατασταθεί, θα γίνει κάποτε, όταν πρέπει.
Όταν εσύ θα λείπεις.
Έτσι πρέπει.
Γιατί όταν συμμετέχεις ενεργά στο δικαστήριο, τότε η δικαιοσύνη και η αποκατάσταση γίνονται εκδίκηση και ο δικαστής είναι ο μονομάχος σου μασκαρεμένος.

Το σιωπηλό αναχωρητή, τον αυστηρό ασκητή, τον άρχοντα της μοναξιάς και τον ιππότη του Αχανούς εσύ να περιμένεις.
Αυτός θα έρθει κάποτε με τα γυμνά πόδια και τα μάτια πυρωμένα κάρβουνα.
Αυτός θα έρθει νυχτοβάτης όταν εσύ θα λείπεις.
Και θα περάσει πάνω απ’το κουφάρι του Αήττητου Ήλιου του εγώ σου.
Και τότε, ένας απόηχος, σαν μακρινή μουσική απ’τα λαρύγγια του Αχανούς και τα έγκατα της Ύπαρξης θ’ακουστεί.
Θα έχει σημάνει η καμπάνα της δικαίωσης που επιτέλους δόθηκε.
Κι αν εκεί που βρίσκεσαι το μπορείς
να αγαλλιάσεις.

Σου επιτρέπεται…


Νοε2015

Τρίτη, Οκτωβρίου 27, 2015

Ιερά


Να φυλάς τα ιερά σου
Να φροντίζεις μέσα στην άγονη σκόνη
εσύ να μένεις καθαρός
Να επιμένεις
Οι μέρες που σου έλειψαν
να ξέρεις
έρχονται πάλι

Να παραφυλάς τις ασέληνες νύχτες

για τον εχθρό στο σκοτάδι
όμως όταν τελικά τον ανταμώσεις
δώστου το χώρο που ζητάει
δώστου αφηγήσεις
και ιλίγγους από ηρωικούς ανέμους
ως και την παρηγοριά της λήθης
αν το μπορείς

Όμως

μακριά απ'τα ιερά σου
τα κρύφια δώματα
τις αίθουσες με τα ακριβά σου

Κι όταν θα φεύγει

Πρόσεξε!
μην τον κοιτάξεις
το χέρι μην του δώσεις
Μην ξεχαστείς!
Το βλέμμα του
με κάθε κόστος ν'αποφύγεις

Όχι γιατι το Άγνωστο θα σε σαρώσει

Μα εκείνο που θ'αντικρίσεις
με τη γλυκύτητα του οικείου
θα σου ζεστάνει την καρδιά τόσο πολύ
που την αποστολή σου αρνείσαι
και αφήνεσαι νωχελικά
να ευεργετηθείς
με το μαυλιστικό ταξίδι στο Αχανές

Και μουδιασμένος

ως τα έγκατα
απ'τη θέρμη της καρδιάς σου
αναχωρείς
και αφύλαχτα μένουν τα ιερά σου
Κι εσυ απ'το ταξίδι αυτό
απρόσωπος θα επιστρέψεις...


Οκτ2015

Πέμπτη, Οκτωβρίου 22, 2015

Άγνωστοι ως το τέλος…


Δεν θα μάθουμε ποτέ τίποτα για κανέναν…

Η τραγικότητα της ύπαρξης δεν είναι μονάχα η θνητότητα. Και η γνώση της θνητότητας. 

Είναι πως παραμένουμε άγνωστοι. Ως το τέλος.
Ακόμα κι όταν αγαπάμε. Ακόμα κι όταν σχετιζόμαστε βαθιά και ουσιαστικά, ο εσώτερος πυρήνας μας παραμένει στο γνόφο του σκότους. Τίποτα εκεί δεν σχετίζεται με τίποτα. Τα αληθινά βάθη του είναι θα παραμένουν πάντα απρόσιτα, ανέγγιχτα, ανέπαφα…
Δυστυχώς…

Μάλλον ευτυχώς…

Υπάρχουν βέβαια σπουδαίες στιγμές, μεγαλειώδεις στιγμές απλώματος, αναπτύγματος, ανοίγματος… στιγμές που τις λέμε εμπειρίες και που πιστεύουμε ότι αλλάζουμε, μεταμορφωνόμαστε, γινόμαστε κάποιοι άλλοι, κάτι άλλο… είναι οι στιγμές που είμαστε πιο δεκτικοί, πιο… επισκέψιμοι… είναι οι στιγμές που η εμπειρία είναι τραγική, αφόρητη, ενεργειακά πλημμυρική… ή είναι υπέροχη, μαγευτική, ευφορική, αναστάσιμη… αλλά κι αυτές οι στιγμές τελειώνουν, ολοκληρώνονται… κλεινόμαστε ξανά, συρρικνωνόμαστε στη μερικότητά μας, χωνόμαστε στο καλύβι μας, χανόμαστε στη σπηλιά μας... καμιά ανασφάλεια δεν επιτρέπουμε σε καμιά εμπειρία… καμιά διακινδύνευση, σχεδόν κανέναν ‘εισβολέα’ να εισέλθει στα ενδότερά μας…

Ξέρουμε τι κάνουμε… ή μάλλον, κάποιος μέσα μας το κάνει…

Όμως γιατί;

Συνηθίσαμε να λέμε πως φοβόμαστε το Άγνωστο… πόσο υπερόπτες γινόμαστε κάποιες φορές… βαυκαλιζόμαστε… νομίζουμε ότι δικαιούμαστε να έχουμε ως και τη κληρονομιά του Αγνώστου… δεν φοβόμαστε κανένα άγνωστο. Φοβόμαστε αντίθετα το Γνωστό. Αυτό είναι τρομακτικό. Γιατί μονάχα αυτό μπορεί να στοιχειώσει τα όνειρά μας. Αυτό τρέμουμε. Ότι τελικά θα μας καταπιεί το Γνωστό.

Και αυτό τελικά θα γίνει βέβαια…

Κι εμείς…

παίρνουμε από το χέρι το θνητό εαυτό μας και βηματίζουμε ως το τέλος… εκεί που τον παραλάβαμε κάποτε… εκεί θα τον παραδώσουμε…   


Σάββατο, Σεπτεμβρίου 19, 2015

Tο Iερό



Tο Iερό
Ήρωες και Ιππότες
Ασκητές και Βάρδοι

H
αναζήτηση του Ιερού υπήρξε ανέκαθεν μια παρεξηγημένη υπόθεση. Γιατί το να αναζητάς κάτι που είναι στην περιοχή του Γνωστού ή έστω του Αγνώστου που πρόκειται να γίνει γνωστό, είναι μια εργασία που περιλαμβάνει τμήματα του νου. Δεν είναι δράση, είναι δραστηριότητα.
Το να αναζητάς όμως κάτι που βρίσκεται στα αχανή βάθη του Αγνώστου που δεν πρόκειται ποτέ να γίνει ψηλαφητό, αυτό αποτελεί εργασία του είναι. Δεν είναι δραστηριότητα. Δεν είναι θορυβώδης και δεν ανήκει στο εργοτάξιο του νου. Είναι δράση. Καθαρή δράση.
Γι αυτό και ο νους δεν συμμετέχει. Στο νου αποκαλύπτεται. Και είναι σοκ.
Η αναζήτηση του Ιερού έχει γεννηθεί μαζί με τον άνθρωπο. Δεν είναι στο χέρι του να την αρνηθεί αλλά είναι οπωσδήποτε ελεύθερος να την αγνοήσει. Ο άνθρωπος αγνοεί σχεδόν τα πάντα και το Ιερό είναι ένα από αυτά που ελάχιστα τον απασχολούν. Μονάχα όταν κάνει την συντριπτική του εμφάνιση σε συγκεκριμένες καταστάσεις βιο-ψυχικής ανισορροπίας ή πνευματικού πυρετού, τότε μονάχα ο άνθρωπος το αντιλαμβάνεται.
Στην πραγματικότητα, δεν το αντιλαμβάνεται απλώς. Τον πλημμυρίζει ολοκληρωτικά, τείνει να τον λυγίσει, να τον αποδομήσει, να τον… τρελάνει. Γιατί οποιοδήποτε αποκαλυπτικό φαινόμενο καταστρέφει τον αυστηρό προγραμματισμό του νου και τον πετάει έξω από τις περιοχές του Γνωστού, δηλαδή του Χρόνου και τον οδηγεί στην ανασφάλεια και το απροσμέτρητο του Αχανούς.
Η αναζήτηση του Ιερού έγινε σε όλες τις εποχές από… τρελούς. Οι γνωστικοί και οι ορθολογιστές, το απέρριψαν, το συκοφάντησαν, το λοιδόρησαν. Το ίδιο έγινε και με τους ταπεινούς ιππότες του Ιερού. Βίωσαν σε όλες τις εποχές την κοινή χλεύη, βασανίστηκαν, κλείστηκαν σε φυλακές και ανήλιαγα υπόγεια, θανατώθηκαν. Μετά από αιώνες κάποιοι εξ αυτών ‘αποκαταστάθηκαν’. Τραγική ειρωνεία. Αυτό δεν έγινε γιατί οι επόμενες γενιές τους κατανόησαν. Ήταν θέμα πολιτικής. Όταν άλλαζαν ισορροπίες άλλαζαν και οι… ήρωες.



  

Οι Ήρωες… και οι Ιππότες.
Ο Ήρωας δεν εξελίσσεται βέβαια… είναι ένας ολόκληρος κόσμος και είναι ένας ολοκληρωμένος κόσμος. Τούτο σημαίνει πως δεν ευρύνεται πλέον, δεν εκτείνεται και δεν αλλάζει. Ο Ήρωας είναι.
Παρ’όλα αυτά έχει μια άμεση σχέση διάδρασης με τον Ιππότη. Μια σχέση αναγωγής - καταγωγής.
Ο Ιππότης έλκει την καταγωγή του από τον κόσμο του Ήρωα. Είναι το αρχέτυπο του Ήρωα με εσωτερική εντατική κατάσταση. Ο Ιππότης με μια έννοια είναι ένας διαρκώς ενεργός Ήρωας. Γιατί ο Ιππότης δεν είναι ένας στατικός κόσμος. Και δεν ολοκληρώνεται ποτέ όσο η αναζήτησή του παραμένει ενεργή και εν ισχύι. Και αυτή η αναζήτηση δεν τελειώνει.
Ο Ιππότης βρίσκεται σε άμεση σχέση με τον Ασκητή και τον Βάρδο. Οι τρεις τους αποτελούν ένα ισόπλευρο τρίγωνο που εγγράφεται σε έναν κύκλο. Τον κύκλο του Ιερού.
Όπως φαίνεται με σαφήνεια από το διάγραμμα, οι τρεις κορυφές του τριγώνου που αποτελούν ο Ιππότης, ο Βάρδος και ο Ασκητής, περικλείουν το Ιερό, την εσωτερική περιοχή του Ιερού, για την ακρίβεια. Την περιοχή της Καθαρής Δράσης.
Οι τρεις εξωτερικές περιοχές που απομένουν, είναι οι περιοχές της Δραστηριότητας που έχουν ως ορίζουσες τα εξωστρεφή χαρακτηριστικά του κάθε αρχετύπου. Και ορίζονται από τους αντίστοιχους άξονες: Ιππότης – Βάρδος, Ασκητής - Ιππότης και Βάρδος – Ασκητής.
Όλες αυτές οι δραστηριότητες είναι οι συνήθεις, εξωτερικές και θορυβώδεις εργασίες της ανθρωπότητας αν και σε υψηλότερο επίπεδο.
Στην εσωτερική αναζήτηση του Ιερού όμως, οι δραστηριότητες αυτές μεταβολίζονται σε μυητικές δράσεις και αποκτούν το ουσιαστικό τους περιεχόμενο.
Η συνάντησή τους, στην ιδανική κατάσταση του μύστη, είναι το κέντρο του κύκλου και του τριγώνου. Ο πυρήνας του Ιερού. Ή αλλιώς (ανάλογα την παράδοση, τη θρησκεία, το σύστημα γνώσης): Ο ανώτερος εαυτός, ο Θεός, το Θείο, το Εν, Η Χωρίς Αρχή Αρχή Όλων, το Άιν Σοφ, κλπ.
Όλες οι περιοχές εκτός του ισοσκελούς τριγώνου αποτελούν μέρος του Αγνώστου που πρόκειται να γίνει Γνωστό.
Εντός του τριγώνου τα πράγματα αλλάζουν. Γίνονται πολυδυναμικά, απρόβλεπτα, ‘εκτός κάθε λογικής’.
Όμως ακόμα κι εντός του τριγώνου, οι περισσότερες περιοχές είναι δυνατόν να ‘χαρτογραφηθούν’ από μύστες υψηλής τάξης και μεγάλης δύναμης. Είναι περιοχές που η υπερ-αντίληψη του μύστη τον βοηθά να εισέλθει και να διεισδύσει στα βάθη του Αχανούς.
Εκτός από μια απροσδιόριστη περιοχή στον πυρήνα που αποτελεί το Γνόφο του Ιερού. Αυτή η περιοχή ανήκει στο Άγνωστο που δεν μπορεί να γίνει Γνωστό. Αποτελεί κατά μια ερμηνεία, το περίφημο Άγιν των Καμπαλιστών, το Απόλυτο Τίποτα που όμως εμπεριέχει, εν δυνάμει, τα πάντα.
«Το Απόλυτο Τίποτα υπάρχει μέσα στην έννοια της ανυπαρξίας του και διαθέτει τη μεγαλύτερη οντότητα απ’όλα τα όντα στον κόσμο, ωστόσο, όντας ανύπαρκτο είναι απλό κι εφόσον όλα τα απλά πράγματα είναι περίπλοκα σε σύγκριση με την απλότητα, έτσι κι αυτό σε σύγκριση με την οντότητα των άλλων πραγμάτων, ονομάστηκε Τίποτα ή Απόλυτο Τίποτα… Άγιν». 
Δαυίδ μεν Αβραάμ χα Λαβάν (Μασορέτ χα Μπερίτ, τέλη 13ου αιώνα).

Θα μπορούσε κανείς να το παραβάλει με την Δίχως Αιτία Αιτία Όλων, το Απόλυτο Μηδέν της εκκίνησης του χρόνου και του χώρου, το σημείο μηδέν στο περίφημο Μπινγκ Μπανγκ των κοσμολόγων κλπ.
Με βάση κάποιες εσωτερικές διδασκαλίες, εκεί εδράζεται η περίφημη Ιεραρχία. Όχι με την έννοια του τόπου βέβαια αλλά με τη φιλοσοφική έννοια της ύπαρξης, της διάστασης.
Το ίδιο το Ιερό λοιπόν είναι ο πρωτεϊκός κόσμος, ο αρχαίος κόσμος, το απέραντο, το άπειρο και το αδιανόητο.
Και δεν υπήρξε ποτέ γοητευτικότερο ταξίδι για τους τρελούς αργοναύτες και τους ονειροβάτες ποιητές όλου του κόσμου από το ταξίδι στα έγκατα του Αχανούς, στις μυστικές, αρχαίες θάλασσες του Ιερού…