Τρίτη, Ιουνίου 24, 2014





Ο πατέρας μου ήταν λάτρης των ταινιών ‘γουέστερν’. Αγαπούσε βέβαια γενικά τον κινηματογράφο και είναι βέβαιο ότι εκείνος μου μετέδωσε αυτή την αγάπη. Μου μιλούσε για ώρες για τις παλιές ταινίες, τους διάσημους ηθοποιούς και τις ωραίες πρωταγωνίστριες… όταν βλέπαμε μαζί ταινίες στην τηλεόραση μου εξιστορούσε και τα συμβάντα της εποχής, τις περιπέτειες των ηθοποιών, τους μεγάλους έρωτες αλλά και τις σκηνοθετικές αντιλήψεις, τη φωτογραφία και τις σεναριακές ‘ευκολίες’… χωρίς να το θέλω, ή μάλλον, επειδή ακριβώς το ήθελα, άρχισα να εντρυφώ, ως θεατής και όχι ως δόκιμος σκηνοθέτης, σε έναν μαγικό κόσμο…
Όμως, τα γουέστερν παρέμεναν η μεγάλη του, αξεπέραστη αγάπη. Και όχι τόσο οι ‘μοντέρνες’ εκδοχές, τύπου Σέρτζιο Λεόνε με τους μοναχικούς αντι-ήρωες, τη μυθική μουσική του Μορικόνε  τα κοντινά, επαφικά σχεδόν πλάνα, την ακούραστη σάρωση της κάμερας 360 μοίρες και την ωμότητα που δεν είχε καμιά υπεκφυγή (αυτά δηλαδή που αγάπησα εγώ). Εκείνος είχε μεγαλώσει με τις επικές, μεγάλες και ‘ηρωικές’ ταινίες του Τζον Φορντ, του Τζον Γουέιν και του Έρολ Φλιν. Αγαπούσε να χάνεται στις μεγάλες επελάσεις του ιππικού της ‘Ελαφράς Ταξιαρχίας’, στο ατελείωτο πιστολίδι μεταξύ ινδιάνων και λευκών, στις θρυλικές κλοπές χρηματαποστολών, στους μοναχικούς ντεσπεράντος που πάντα κρύβουν κάποια πληγή, ένα δράμα, ένα εσωτερικό ανθρώπινο χάσμα…

Τα καλοκαίρια που ψαρεύαμε μαζί, πολλές φορές, στις ατελείωτες ώρες της υπομονής και της ησυχίας της θάλασσας, άρχιζε να μου αναλύει σκηνές, να μου αιτιολογεί τις δράσεις των ηρώων, να μου τεκμηριώνει σκηνοθετικά άλματα που ίσως πρωτογενώς, το μάτι του ‘αμύητου’ δεν μπορεί να συλλάβει. Και κάποια μέρα, το θυμάμαι καλά, μου μίλησε για τον μεγάλο άξονα, τον κινητήριο άξονα όλων αυτών των ταινιών που αν δεν τον αναγνωρίσεις αμέσως, πολλά σου φαίνονται μετά ‘παράλογα’ και απλώς ‘χολιγουντιανά’…

«Ξέρεις λοιπόν από πού ξεκινούν όλες οι ταινίες γουέστερν;» με ρώτησε και με κοιτούσε με σχεδόν παιδιάστικο βλέμμα. Όταν ένας άνθρωπος νιώθει αληθινά οικείος με εκείνο που συζητά ή ασχολείται, όταν βρίσκεται σε έναν βιότοπο αγάπης και ομορφιάς που συνηχείται με τη ψυχή του, έχει ένα άλλο βλέμμα. Έχει μια άλλη έκφραση. Γίνεται ξανά παιδί και για λίγο, είναι όντως ξανά παιδί…
«Η εκδίκηση», απάντησε μετά από λίγο χωρίς να περιμένει και πολύ για μια δική μου απάντηση. 
«Σκέψου το λίγο… το πιο ισχυρό, το πιο μεγάλο, το αρχαίο κίνητρο για να δράσει ένας άνθρωπος, να βγεί απ’το κουκούλι του, να ρισκάρει… η εκδίκηση… όλες σχεδόν οι ταινίες έτσι ξεκινούν ή έτσι τελειώνουν…» είπε και σιώπησε… 

Ενώ έφερνα στο μυαλό μου κάποιες ταινίες που ήδη είχα δει ως τότε για να επαληθεύσω την σκέψη του, εκείνος συνέχισε…

«Είναι όμως και κάτι ακόμα… μονάχα έτσι ο ήρωας γίνεται συμπαθής, μπορείς να ταυτιστείς μαζί του… αν δεν παλεύει για ένα μεγάλο σκοπό τότε μοιάζει απλά με ένα περιφερόμενο αλήτη της Άγριας Δύσης που πιστολίζει, παίζει πόκερ, πίνει και πηδάει όποιαν βρει μπροστά του… τι είναι αυτό που μεταβάλει έναν σκοτεινό ήρωα σε ένα αληθινό ήρωα; Ο μεγάλος σκοπός… και η προσπάθειά του να τον κατακτήσει!»

Μπορεί να μην ανακαλώ λέξη προς λέξη εκείνα τα λόγια αλλά δεν έχει σημασία. Εντυπώθηκε μέσα μου όλη τούτη η σφραγίδα και με ακολουθούσε πάντα.

Τι είναι εκείνο που μεταρσιώνει το ανίερο σε ιερό και το βέβηλο σε όσιο;
Τι είναι εκείνο που μεταστοιχειώνει το χοϊκό σε πνευματικό και τον εφιάλτη σε όνειρο;
Η Μεγάλη Ιδέα, ο Μέγας Σκοπός… και μαζί…

Το Βλέμμα, το άγγιγμα του Αιώνιου, ο υπερ-αντιληπτικός κόσμος ενός ερωτικού ενοφθαλμισμού όσων στο εδαφικό, γαιώδες και χθόνιο σύμπαν μοιάζουν πεπερασμένα, ασήμαντα, θλιβερά…

Ίσως ο Πλάτων να είχε δίκιο, πέρα από τα Αρχέτυπα και τις Ιδεομορφές δεν υπάρχει στην ουσία καμιά αναζήτηση… αλλά στο δικό μας κόσμο, ό,τι νοηματοδοτεί το βίο δεν μπορεί παρά να έχει τις αναφορές του στο Πρώτο και Μέγιστο και... 

Εκεί όπου η ‘εκδίκηση’ είναι η αποκατάσταση του Χρόνου

Και όπου το μαρτύριο της υπομονής για έναν καλύτερο κόσμο, δεν έχει δικαίωση… δεν έχει την ανάγκη καμιάς δικαίωσης...

Εκεί όπου οι ισορροπίες και οι έννοιες δεν αφορούν κανέναν… είναι σε μια γλώσσα ακατάληπτη, απρόσιτη, άηχη…

Στο Γνόφο του Είναι…


Παρασκευή, Ιουνίου 20, 2014







O μεγαλύτερος εχθρός του ανθρώπου έμελλε να είναι η αυτοθέλητη τύφλωσή του. Από οτιδήποτε γύρω του. Περισσότερο, από οτιδήποτε εντός του. Ο άνθρωπος πρώτα εξόρισε το βλέμμα και μετά αυτο-εξορίστηκε σε εκείνες τις περιοχές όπου μπορούσε να απολαμβάνει την τύφλωσή του με την μέγιστη ηδύτητα, την βαθύτερη ηδονή.
Η ηδονή είναι αρετή όταν παροχετεύει τον πόθο και αρδεύει τις άνυδρες χώρες της αντίληψης και είναι κατάρα όταν γίνεται αντικείμενο εκμετάλλευσης από το νου και το χρόνο.
Δεν αρκεί η περιθωριοποίηση και η απομόνωση για να επιτευχθεί η αιωνίωση της ηδονής. Απαιτούνται λεπτεπίλεπτα εργαλεία, τεχνολογία αιχμής και μια ολόκληρη καινούργια γλώσσα.
Κι αυτά μπορεί να τα προσφέρει γενναιόδωρα μονάχα ο νους.
Με την συνεχή ανάλυση ο νους μπόρεσε να τεκμηριώσει ως συνετή και αναγκαία αυτή την τύφλωση. Ήταν μια γενναία πράξη προόδου. Εφόσον τίποτε απ'όσα κοιτούσε ο άνθρωπος δεν κατάφερνε να τον εξελίξει σε θεό θα έπρεπε τούτο να το επιχειρήσει με τον αποοφθαλμισμό του.
Μετά την ανάλυση ήρθε η σύνθεση. Η δημιουργία όλων των γλωσσών και όλων των διαλέκτων που λαμπρύνουν το βαβελικό έργο της χαοτικής σύνθεσης μέσα στην τύφλωση. Απαιτείται συνεπώς η κατασκευή θρησκειών και σε αντίποδα, η ανάδυση της Επιστήμης μέσα απ'τα σπλάχνα τους.
Οι κόσμοι των τυφλών θα έπρεπε να πολλαπλασιαστούν, να απλωθούν, να αυτοδικαιωθούν. Η Θρησκεία και η Επιστήμη ανέλαβαν το δύσκολο τούτο και κυκλώπειο έργο. Για την ακρίβεια, οι θρησκείες και οι επιστήμες.
Οι πρώτες για την λεγόμενη πρωτογενή τύφλωση.
Οι δεύτερες για την εκλέπτυνση και απόλυτη εφαρμογή τους.
Κι όμως, η πρωτογενής τύφλωση δεν είναι αρκετή. Αυτή περιορίζεται μονάχα στις περιοχές του Γνωστού. Απαραίτητο ήταν να γίνει το δεύτερο βήμα.
Κι ύστερα το τελικό βήμα. Η μυητική τύφλωση, δηλαδή ο διαρκής θάνατος.
Όταν ολοκληρώθηκε το πρώτο στάδιο ο άνθρωπος ήταν ένας συνεπής εργάτης του φόβου, ένας δούλος του Θεού ή απλά, ένας πρόθυμος οικέτης του.
Όταν ολοκληρώθηκε το δευτερο στάδιο ο άνθρωπος έγινε εξερευνητής, αυτάρκης, επιστήμονας.
Όταν ολοκληρωθεί και το τρίτο στάδιο ο άνθρωπος θα έχει χαρτογραφήσει ως και τις μυστικές και ζοφώδεις περιοχές του Αγνώστου.
Θα έχει λησμονήσει εντελώς τον εαυτό του.
Δηλαδή θα έχει κατακτήσει τα πάντα...



Petri Damstén
Petrified


Το Βλέμμα

Σάββατο, Ιουνίου 07, 2014

τα καλοκαίρια των ηρώων...





Δεν μπορείς να ορίσεις με ασφάλεια ό,τι έχει γεννηθεί για να δραπετεύει κι απ’το χρόνο κι απ’το στερέωμα της ιδέας… κι ό,τι δεν πρόκειται να γίνει ιδέα, έχει το άγγιγμα της αθανασίας και σε καλεί πάντα κοντά του… όπου κι αν είσαι δεσμευμένος, ό,τι κι αν έχεις υποχρεωθεί να σηκώνεις, άχθος στις πλάτες… διψάς για κείνες τις ώρες που ο κόσμος γινόταν ξανά συγκεκριμένος, ορατός, αδιάφανος και ψηλαφητός… που το σφυρί της ύπαρξης και της αγωνίας σταματούσε να σε κοπανάει… κείνες τις στιγμές που η ανάσα έβγαινε ελεύθερη, ήσυχη, δεν δραπέτευε απ’τα πνευμόνια αλλά την ένιωθες ολόγυρα σαν ηλεκτρικό φορτίο, έτοιμο να σε τινάξει με το παραμικρό!
Οι ήρωες… επιτέλους, υπάρχουν… κατεβαίνουν απ’τις αφίσες στους τοίχους, έχουν σάρκα και οστά, μάχονται για σένα επί 90 και 120 λεπτά, τα δίνουν όλα, ματώνουν, φωνάζουν, αδικούν και αδικούνται, δικαιώνουν και δικαιώνονται… όμως ποτέ δεν είναι μόνοι… έχουν εσένα και το εφηβικό σου βλέμμα που τους ντύνει με αφθαρσία… έχουν εσένα και το νερό της λήθης είναι ένας μύθος που δεν πίστεψες ποτέ… όσο επιστρέφουν τα καλοκαίρια των ηρώων, τόσο θα αρνείσαι να πιεις απ’τις πηγές που ενοχοποιούν το απλό και συκοφαντούν το προφανές
Κι αν δεν απαντήσω στο μεγάλο και εναγώνιο και θλιπτικό ερώτημα της ταυτότητάς μου, έχω αυτούς τους ήρωες που σηκώνουν το ανάστημά τους μέσα στις αρένες και με τον ιδρώτα τους και το αίμα τους και το βλέμμα τους… αθανατίζουν όσα ο χρόνος μολύνει με το ρόγχο του… και ο Μέγας Σαρωτής, ο Ολοθρεύων απόψε θα δει το σημάδι με τα παιδικά μου σχέδια στο κατώφλι και δεν θα με πειράξει…
Το εναρκτήριο λάκτισμα περιμένω κι εκείνος αφανίζεται…