Τρίτη, Δεκεμβρίου 24, 2013

αγαπάμε μόνο ό,τι μας μιλάει την αλήθεια...





Στην αρχή δεν κατάλαβα τι μου έλεγε.
«Δω μέσα είναι Αντώνη. Δω μέσα…»
Με το ροζιασμένο, 85χρονο χέρι του μου έδειχνε κάπου. Κοιτούσε το παλιό του κομοδίνο, δική του δουλειά, όμορφη, μερακλίδικη, από το γάμο του κιόλας, αμέτρητα χρόνια πριν. Όμως το έπιπλο ήταν βαρύ, γερό και με μια έννοια αθάνατο, όπως οι μνήμες του.
Κι ύστερα μου έδειξε προς το μέρος της καρδιάς του.
«Δω μέσα είναι… η Δέσποινα…»
Το όνομα της γυναίκας του, της συντρόφου του για τόσες δεκαετίες, το ψιθύρισε, κρυφά, συνωμοτικά σχεδόν… και με μια ιεροπρέπεια που με έκανε να ανατριχιάσω. Πρώτη φορά ένιωσα αυτό το ρίγος ακούγοντας το όνομα της γιαγιάς. Της γιαγιάς που είχε χαθεί πριν αρκετά χρόνια και που για μένα ήταν μια τρυφερή ανάμνηση παιδικών χρόνων αλλά για κείνον, κάθε τέτοια εποχή, κάθε μέρα τελικά, ήταν μια πληγή ανοιχτή που αιμορραγούσε… Αιμορραγούσε χρόνο και μοναξιά…
Και πρώτη φορά ο παππούς, σε μια απίστευτη κίνηση εξωστρέφειας και εκδήλωσης των συναισθημάτων του γύρισε και με κοίταξε ολόισια στα μάτια. Ήταν δακρυσμένος. Κι είχε ένα παράξενο χαμόγελο που δεν μπόρεσα να ξεχάσω ποτέ. Το χαμόγελο της βαθιάς επίγνωσης του τέλους. Έτρεμε ολόκληρος και μπορεί να ήταν γερός σαν ταύρος ακόμα και στα 85 του, όμως εκείνη τη στιγμή ήθελε απλά ένα φύσημα για να καταρρεύσει.
Τι έκρυβε όμως μέσα στα συρτάρια αυτού του κομοδίνου;

Δω μέσα είναι…

Θυμάμαι πως έφυγα εκείνο το απόγευμα από το σπίτι του με πολύ περίεργα συναισθήματα. Συγκινημένος, συγκλονισμένος, σιωπηλός. Η εικόνα του περισσότερο με είχε ταράξει και με είχε χαράξει βαθιά. Μόνος, καθισμένος στο διπλό κρεβάτι να ακουμπάει με σιωπηλή λατρεία το κομοδίνο, χαμένος πια, απομακρυσμένος… δεν με κατάλαβε που έφυγα, ότι του είπα ‘χρόνια πολλά παππού’, ότι είχε έρθει κιόλας η θεία μου να τον δει γιατί τον τελευταίο καιρό η άνοια είχε επιδεινωθεί… ο παππούς ξεχνούσε τα ασήμαντα και θυμόταν μονάχα τα σημαντικά… αρνιόταν πια σαν μικρό παιδί να υπακούει στα της καθημερινότητας αλλά του άρεσε να παίρνει τον ηλεκτρικό για Κηφισιά και να γυρνάει πίσω απολαμβάνοντας την διαδρομή. Ώσπου, προς το τέλος, δεν μπορούσε να θυμηθεί πια το πώς να πάει και να έρθει από το σταθμό και αιχμαλωτίστηκε στην ‘ασφάλεια’ του σπιτιού του.

Χρόνια αφού είχε ταξιδέψει κι εκείνος σ'αυτη τη διάσταση του Αχανούς που κανείς δεν γνωρίζει ποια είναι, ρώτησα τη θεία μου για το κομοδίνο. Η θεία με πήρε από το χέρι και κατεβήκαμε στο διαμέρισμά του που ήταν ακόμα όπως το θυμόμουν. Μονάχα πιο σκοτεινό, πιο αμείλικτα άδειο. Σκέφτηκα πως οι χώροι δεν γεμίζουν ποτέ από τα έπιπλα, μονάχα από τους ζωντανούς οργανισμούς.
Έβγαλε ένα κλειδάκι από τον κόρφο της – κάτι που πολύ αργότερα σκέφτηκα πόσο παράξενο ήταν – και ξεκλείδωσε το ντουλαπάκι του κομοδίνου. Από μέσα έβγαλε ήρεμα και προσεκτικά ένα παμπάλαιο κουτί.
Φωτογραφίες, παλιά σημειώματα, τέτοια πράγματα, σκέφτηκα.
Το κουτί περιείχε μια ξεθωριασμένη κόκκινη κορδέλα, ένα χτενάκι, ένα καθρεφτάκι. Ακόμη ένα μικρότερο κουτάκι μάλλον κάτι σαν μπιζουτιέρα.
Και μια φωτογραφία της γιαγιάς που δεν είχα ξαναδεί ποτέ.
Η θεία μου λύγισε από το συγκινησιακό φορτίο και κάθισε στο κρεβάτι που κοιμόταν ο πατέρας της για τόσα χρόνια.
Δεν είχα άλλο να πω κι ετοιμάστηκα να φύγω. Η θεία με κράτησε από το χέρι σφιχτά. Μου έδωσε τη φωτογραφία της γιαγιάς. Κοίταξα το πρόσωπο καλά. Μια νέα, όμορφη, περήφανη γυναίκα των αρχών του 20ου αιώνα. Το βλέμμα της έδειχνε πως ήξερε καλά ποιους ορίζοντες ανίχνευε και το ήρεμο μειδίαμά της δεν άφηνε περιθώρια για παρερμηνείες. Ήταν όπως τη θυμόμουν κι εγώ. Αυστηρή και γλυκιά μαζί. Απρόβλεπτη αλλά και απέραντα γενναιόδωρη. Ο παππούς που ήταν ένας συμπαγής βράχος σε ολόκληρη τη ζωή του, μπροστά της έλιωνε και ήταν σχεδόν αθωράκιστος, ανυπεράσπιστος. Και δεν της είχε χαλάσει ποτέ χατίρι.
«Είναι μόλις είκοσι χρόνων εκεί», μου είπε η θεία κομπιάζοντας. «Διάβασε πίσω», είπε και γύρισα την παλιά φωτογραφία.
Εδώ μέσα Γιάννη είναι όλα. Κι εσύ κι εγώ. Να ακούς και να προσέχεις. Γιατί αγαπάμε μόνο ό,τι μας μιλάει την αλήθεια. Σε φιλώ.
Τι περίεργα λόγια… για μια γυναίκα εκείνης της εποχής, για μια απλή γυναίκα…
Η θεία μου πήρε τη φωτογραφία και την έκλεισε ξανά στο κουτάκι και αυτό ξανά στο κομοδίνο.
Η ιεροτελεστία είχε τελειώσει. Ξαναγυρίσαμε στους συνηθισμένους εαυτούς μας.
Μετά από το ράπισμα της αλήθειας του βιώματος, απαιτείται η εξισορρόπηση από ένα ρηχό, ασήμαντο γεγονός. Μια ανάλαφρη κινηματογραφική ταινία, λίγη κουβεντούλα, μια ήρεμη βόλτα ίσως.

Όμως εγώ γύρισα σπίτι και άρχισα κάτι να γράφω…



Nocturne

Παρασκευή, Δεκεμβρίου 20, 2013

Μὴ μᾶς σκοτώνετε!



Αὐτοβιογραφία (ἀποσπάσματα)

Μεταφέρω ἀπὸ τόπο σὲ τόπο
τὴ λύπη μου, αὐτὸ τὸ καλύβι
μὲ τὰ ἐλάχιστα πράγματα:
τὰ χαρτιά, τὶς μνῆμες, τὶς πέννες μου.
Τὸ πιὸ μεγάλο μου ἀπ' ὅλα
τὰ πράγματα, μὲς
στὸν ἄδειο μου χῶρο,
εἶναι τὰ χέρια μου.


Μὴ μοῦ σκοτώσετε τὸ νερό.
Μὴ μοῦ σκοτώσετε τὰ δέντρα.
Μὴ μοῦ ξεσκίστε αὐτὲς τὶς θεῖες σελίδες ποὺ τὶς γράψανε
τ᾿ ἀσύλληπτο φῶς κι ὁ ἀσύλληπτος χρόνος
κι ὅπου σταθῶ μὲ περιβάλλουν.
Μὴ μοῦ σκοτώσετε τῆς γῆς τὸ ποίημα!...
...Ἐπιστρατέψετε τὴν αἰωνιότητα,
ἀνάβοντας τὸ ἄστρο: «Ἀγάπη».
Ἐπιστρατέψετε τὴν αἰωνιόττητα, ἀνάβοντας
ψηλότερα ἀπ᾿ ὅλα, πάνω ἀπ᾿ τὸ ἕτοιμο
βάραθρο, τὸ ἄστρο: «Ἀνθρώπινο μέτωπο!»...
...Σᾶς παρακαλοῦμε:
Ἀφῆστε μας τὰ πράγματα. Μὴ μᾶς τὰ καῖτε.
Ἀφῆστε τὰ ἔντομα νὰ βρίσκουνε τ᾿ ἄνθη τους.


Μὴν ἀγγίζετε!

Ἀφῆστε αὐτὸν τὸν ὄμορφο κόσμο νὰ διαιωνίζεται
ἀνακυκλώνοντας τὸ αὔριο μὲς στὶς πηγές του ὅπως
τὸν καιρὸ ποὺ γεννήθηκα ὡς ν᾿ ἀναδύεται,
κάθε πρωί, γιὰ πρώτη φορά, μὲς
ἀπ᾿ τὶς ρόδινες γάζες τῆς γέννας του.
Σβῆστε στὸν ἥλιο τὴν κακὴ φωτιά.
Μὴ μᾶς σκοτώνετε!



ΝΙΚΗΦΟΡΟΣ ΒΡΕΤΤΑΚΟΣ

Πέμπτη, Δεκεμβρίου 19, 2013

και ο Αη-Βασίλης έχει ψυχή και όχι μόνο μούσια και σκουφί…



Δεν λαμβάνει μόνον επιστολές από τα παιδιά όλου του κόσμου – λέμε τώρα, γιατί ποιος κάθεται να γράψει επιστολές και γράμματα σήμερα ενώ ‘τουιτάρει’ με τη μία – αλλά ενίοτε συγγράφει και ο ίδιος κάποιες… δεν τις στέλνει όμως σε κανέναν… τις απευθύνει στο διάσημο alter ego του… τον Νικλάους ή Κλάους ή απλώς Santa… κάτι σαν προσωπικό ημερολόγιο ας το πούμε… γιατί και ο Αη-Βασίλης έχει ψυχή και όχι μόνο μούσια και σκουφί…

(ακολουθούν χαρακτηριστικά αποσπάσματα)

…λοιπόν να το ξέρεις Νικόλα – αυτό το Σάντα που σου έχουν καθιερώσει οι Αμερικάνοι εδώ μου κάθεται – έχω σοβαρό πρόβλημα κάθε τέτοια εποχή ιδιαίτερα με τους Έλληνες... εσύ είσαι τυχεράκιας, δεν ασχολείσαι τόσο με μεσογειακούς λαούς, έλα καμιά χρονιά κι από δω να δεις τη γλύκα… δηλαδή, τώρα με την κρίση το κακό παράγινε και το περίμενα, μέχρι και οι μαντραχαλάδες δυο μέτρα μου ζητάνε i-pad και ps4 και μερικοί έχουν περίσσιο θράσος και μου ζητάνε και Ρωσίδες και κυρίως Ουκρανίδες… μπας και ξέρεις γιατί έχουν τέτοια πέραση οι Ουκρανίδες; Σάντα είσαι εσύ όλα πρέπει να τα ξέρεις…

…κρίση, καταραμένη κρίση σου λέω… μην κοιτάς εκεί στα βόρεια που τη βγάζεις εσύ κοτσάνι και σ’έχουν και σε κανακεύουν και σε υμνούν και σε δοξολογούν… δω κάτω είναι Βαλκάνια αδερφέ μου, ζόρικα τα πράγματα… καχυποψία, μουστρουφιά και άγιος ο θεός… τους πας το δώρο και το κοιτάνε αν είναι ‘μαϊμού’. Μα είναι σοβαρά πράγματα αυτά; Άσε που θέλουν δώρα κι αυτοί που μας έχουνε χεσμένους… τα παιδιά, μην κοιτάς, δεν τα παρεξηγώ… ό,τι τους πεις αυτό κάνουν, αλλά έχουν τα μούτρα να παραπονιούνται και οι μεγάλοι που ξαφνικά έχουν αρχίσει και ζητάνε… τρόφιμα. Κάποιος μου ζήτησε μια γαλοπούλα και μάλιστα ψημένη και κάποιος άλλος ήθελε είκοσι κιλά λάδι! Δηλαδή Αη-Βασίλης είμαι εγώ η ο Καισδιάρης να μοιράζω μακαρόνια στο Σύνταγμα;…


…μου φαίνεται ότι από του χρόνου θα τους στείλω όλους στα τσακίδια να βρω την ησυχία μου Νικλάους – μα τι στο δαίμονα, άκου Νικλάους, τέλος πάντων. Πολλά νεύρα έχω είπες; Έτσι είναι αδερφέ μου και λίγα λέω… αν δεν αλλάξει η κατάσταση με τον Σαμαρά, τον Τσίπρα, τον άλλο το χοντρό που μια χαρά αη-Βασίλης θα ήταν με μια κόκκινη ρόμπα κι ένα ψεύτικο μούσι, αν δεν αλλάξει η κατάσταση σου λέω, δεν τη βγάζω καθαρή, πάει, τέλειωσε. Έχω λιώσει στα πόδια μου και δεν είμαι και παιδόπουλο πλέον. Αφού σκέφτομαι να κάνω μια ηρωική έξοδο του Μεσολογγίου και από δω παν κι οι άλλοι… σκεφτόμουν δηλαδή να κατέβω στο Σύνταγμα ένα πρωί, να μοιράσω όσα δώρα έχω και να τους πω, ‘βρείτε άλλον κερατά να κάνει τη δουλειά, δεν βγαίνω πλέον. Ή κοιτάτε να ζητάτε λογικά πράγματα όπως μια φορά κι ένα καιρό’. Καλά δεν τα λέω Νικ; Θυμάσαι τα παλιά τα χρόνια τι ωραία; Τι ήθελε ο Γιωργάκης; Μια ατμομηχανή να κάνει τσουφ τσουφ κάτω απ’το δέντρο να ζαλίζει τους γονείς του… πάρ’την Γιωργάκη παιδί μου. Τι ήθελε η Αννούλα του χιονιά; Μια κουκλίτσα με ωραία ρουχαλάκια να την ντύνει, να την τραβάει, να την διαλάει. Μπράβο Αννούλα, πάρε μια όμορφη κουκλίτσα και πάγαινε στην ευχή του Θεού… Κάποια στιγμή άρχισαν τα ζόρια. Τα xbox, τα iphones, οι τηλεοράσεις plasma και τα κέρατα τα δίφορα. Μα είναι γονείς αυτοί; Δεν έμαθαν στα παιδιά τους να ζητούν λογικά πράγματα; Εσύ πως τα αντιμετωπίζεις όλα αυτά, δεν σε έχω ρωτήσει ποτέ… στείλε κανά email, δεν θα σου πέσει ο απαυτός σου… τεμπελχανά!

Παρασκευή, Δεκεμβρίου 13, 2013

Θα κάνουμε Χριστούγεννα και φέτο;




Κάθε φορά που τυχαίνει ή το επιδιώκω να παρακολουθώ δελτία ειδήσεων (οι υποκριτικές διαφυγές του τύπου ‘εγώ τηλεόραση δεν βλέπω, ειδήσεις δεν βλέπω’ ας λείπουν), ανατρέχω, θέλω δεν θέλω, σε ένα παλιό σημειωματάριό μου, από την εποχή της θητείας μου στο Ναυτικό κιόλας… πολλές φορές τα βράδια καθόμουν κι έγραφα σε ένα ταπεινό τετραδιάκι και μετά τα πιο σημαντικά, τα ‘περνούσα’ στον υπολογιστή.
Ήταν οι… βαθυστόχαστες σκέψεις μου εκείνης της πολύ ζόρικης όσο και πλήρους όμορφων εμπειριών περιόδου. Μια σκέψη λοιπόν ήταν κι αυτή:
Είναι πρόστυχο να μην ξυπνούν όλοι κάτω από τον ίδιο ήλιο… δεν είναι απλά άδικο… είναι πρόστυχο και χυδαίο… και το ανεχόμαστε…

Νομίζω πως δεν με είχε πλημμυρίσει ποτέ το νοσηρό συναίσθημα ‘να αλλάξω τον κόσμο’ λες και το εγώ μου ξέρει το τι και πως και απλά του έλειψε η ευκαιρία να το αποδείξει! Απλά νομίζω ότι η σύγχυση των εννοιών πάντοτε δημιουργούσε και σύγχυση ερμηνειών. Γιατί, για την αδικία που υπάρχει γύρω μας είναι πολύ συγκεκριμένα πράγματα που μπορεί να κάνει κανείς, πιθανώς σε μικροκλίμακα σημαντικά και αυτό αρκεί. Όμως το να ‘διορθώσεις’ ακόμα και την μεγαλύτερη αδικία  (ας μην μπω τώρα στις δολιχοδρομικές καταβυθίσεις στο σύμπαν των διακρίσεων των εννοιών δικαιοσύνη, νομοτέλεια, τάξις, ισορροπία, αρμονία, φιλότης και νείκος κ.α. γιατί είναι Χριστούγεννα και ο κόσμος εορτάζει), το να διορθώσεις λοιπόν και την χειρότερη αδικία, τούτο δεν σε κάνει λιγότερο χυδαίο, λιγότερο πρόστυχο ότι θα εξακολουθείς να την ανέχεσαι ως τα επόμενα Χριστούγεννα!

Θα πει κάποιος, αυτά σκέφτεσαι ‘χρονιάρες μέρες’; Αντί να χαίρεσαι κι εσύ και να γιορτάζεις όπως επιβάλλεται πιάνεις πάλι τη μικροχειρουργική, καθώς θα έλεγε και ο καλός μου φίλος Ανταίος… Εδώ έχουμε πλέον το ‘ρεύμα των φτωχών’, μοιράζουν από φορτηγά γαλοπούλες και κοτόπουλα (πολλές τις πετάνε στον αέρα για να δουν ποιος έχει προσόντα Νικοπολίδη να τις αρπάξει με μπλονζόν), κάποιος έδινε 20 ευρώπουλα αν κάνεις μια κωλοτούμπα, πολιτικοί και άλλοι κάνουν διαγωνισμούς φιλανθρωπίας από τα ΜΜΕ… ελεεινές αθλιόφατσες νοητικών νάνων με υπερπλασίες στα πάνω και κάτω άκρα…
Α, είναι και ο Νότης… πήγα να τον ξεχάσω αυτόν… Μα ξεχνιέται;
Ευτυχώς που απέθανεν έγκαιρα ο… Νέλσονας Μαντέλας (κατά Γ. Παπαδάκη) γιατί οι δικοί μας θα του είχαν στείλει ‘ρεπόρτερ’ να του πάρει δήλωση… ‘ποια είναι η γνώμη σας για τις δηλώσεις του Νότη Σφακιανάκη; Έπρεπε η κ. Βανδή να αποχωρήσει;’
Θα πέθαινε από αηδία ο υπέργηρος ηγέτης, με την μελαγχολική βεβαιότητα πάντως πως η βλακεία είναι αθάνατη!

Θα κάνουμε Χριστούγεννα και φέτο;

Θα κάνουμε, θα κάνουμε… 

Κυριακή, Δεκεμβρίου 01, 2013

Η περιοχή του ανθρώπου




Η επιστροφή, η κάθε επιστροφή, έχει τη χλομάδα της συγκατάβασης και την αποκοτιά της λήθης. Δεν θα μπορούσε να είναι αλλιώς.
Ο χρόνος ό,τι σου παίρνει στον κανόνα, στο δίνει στην εξαίρεση.
Όλα όσα απαρνήθηκε κανείς στα νιάτα του, όσα έδωσε μάχες για να τα συντρίψει, να τα εκμηδενίσει, να τα αφανίσει, να τα γελοιοποιήσει, είναι μοιραίο να τα γευτεί πολλά χρόνια, πολλές εποχές μετά… και δεν θα έχουν την αγριάδα του τότε αλλά την στυφή, άνυδρη γεύση του τώρα…
Η επιστροφή, η κάθε επιστροφή, έχει το κωμικό προσωπείο της ανάμνησης και το τραγικό πρόσωπο της μνήμης.
Έχει τη μελαγχολική συγκίνηση του ανταμώματος και τη θλιβερή όψη της γήρανσης. Της ασύμμετρης, άνισης γήρανσης. Το σώμα είναι ο Άτλαντας που κουβαλάει στους ώμους του ένα σύμπαν και η ψυχή, νέα και θαλερή ακόμα, αρνείται να αναγνωρίσει ό,τι υπέκυψε στο χρόνο. Και οι μνήμες απασφαλίζονται και η επίθεση ξεκινάει. Και το να πεις ‘ήμουν ανέτοιμος’ είναι ψέμα. Και το να ισχυριστείς ‘ήμουν αθωράκιστος’ είναι ψέμα. Και το να πεις ‘ήμουν αθώος’ είναι η μισή αλήθεια.
Η άλλη μισή κρύβεται σε όλο αυτό τον πόνο που έχεις μαζί σου.

Ξέρω ότι είσαι μακριά κι όμως τώρα είναι που θέλω να σου μιλήσω, λες και απευθύνεσαι στον ασχημάτιστο ακόμα ορίζοντα του αύριο. Ξέρω ότι έφυγες για πάντα κι εγώ με παιδιάστικο πείσμα ποθώ όλο τούτο να το ακυρώσω.
Ξέρω ότι χαθήκαμε αλλά είμαστε εδώ… ακόμα. Κι αυτό δεν το λες… δεν τολμάς να το ψελλίσεις. Το σκέφτεσαι κι είναι το φορτίο το ακριβό αντίτιμο της κάθε νύχτας δίχως… εκείνο.

Και λοιπόν; Δεν μπορείς να κάνεις πολλά… ίσως τίποτα…
Περπατάς συντροφιά με τους ήχους των βημάτων σου και αυτό έχεις κερδίσει με ηράκλειο μόχθο, με αμέτρητα λάθη, με γενναίες αρνήσεις.
Και λοιπόν;
Έχεις ένα βράδυ ακόμα να γεράσεις ανενόχλητος από τον ήλιο…

Ξέρω ότι είσαι μακριά κι όμως τώρα είναι που θέλω να σου μιλήσω…

Και μετά…
Πάντοτε θυμάσαι… πάντοτε θα θυμάσαι
να επιστρέφεις στη φωλιά σου… στον οίκο των αέναων μεταβολών… στο καταφύγιο του ολόδικού σου απείρου…

στην περιοχή του ανθρώπου…


Hurt