Τρίτη, Οκτωβρίου 29, 2013

η ομορφιά της αναζήτησης...



Κάποτε, στις παλιότερες στοχασμικές μου διαδρομές, είχα αποφανθεί πως αν ο Θεός αρνείται τόσο… πεισματικά να… εμφανιστεί και να δηλώσει νέτα, σκέτα που λένε, την παρουσία Του δεν είναι άλλος από το ότι δεν θέλει να στερήσει από τον άνθρωπο την ομορφιά της αναζήτησης. Αργότερα κατάλαβα πως αυτή η σκέψη αρμόζει καλύτερα μάλλον στον αυτοβασανιζόμενο άνθρωπο που έχει ιδεολογικοποιήσει τον πνευματικό του… μαζοχισμό. Όμως, πώς να το κάνουμε, αν ακυρωθεί η αναζήτηση και σου δοθούν όλα από την αρχή στο πιάτο, δεν πρόκειται να αντιληφθείς τίποτε. Πήγα να γράψω ‘καταλάβεις’ αλλά ευτυχώς συγκρατήθηκα. Δεν χρειάζεται ούτε πρέπει να καταλάβεις τίποτα.
Ο στόχος, αν υφίσταται τέτοιος, είναι να βιώσεις, να πραγματώσεις, να ψηλαφήσεις και να εμπειρωθείς κάτι ολοκληρωτικά… στην ιδανική κατάσταση. Το να ‘καταλάβεις’ απλά είναι σχεδόν άχρηστο και απόλυτα εξαρτημένο από την καιρικότητα. Ακριβώς όπως συνέβαινε πάντα με τις πολιορκίες και τις αλώσεις των πόλεων στους αναρίθμητους πολέμους. Πολλές από αυτές άλλαζαν χέρια με τέτοια ταχύτητα που οι δύσμοιροι κάτοικοι δεν προλάβαιναν να προσαρμοστούν στις νέες διοικήσεις και απλά περίμεναν να κυλήσει ο χρόνος ως την επόμενη πολιορκία και τη νέα κατάσταση. Κόσμος μπαινοβγαίνει στο ιερό, ελάχιστοι αντιλαμβάνονται το περιεχόμενό του.

Τελευταία το συνειδητοποίησα αυτό με μια άλλη αφορμή, φαινομενικά άσχετη. Παρακολουθώντας μια ταινία από αυτές που ανήκουν στην κατηγορία ‘μυστηρίου’, ‘αστυνομικού θρίλερ’ κλπ.
Όλη η ένταση, όλο το ενδιαφέρον, όλο το ‘σασπένς’ ενυπάρχει στην αγωνιώδη αναζήτηση του πρωταγωνιστή για να διαλευκάνει το μυστήριο, να πλησιάσει κοντά στην πηγή όλων των δεινών, να βρεθεί κάποια στιγμή και μετά από χίλια βάσανα μπροστά στο πέπλο και όλοι εμείς με κομμένη την ανάσα να περιμένουμε τι θα αποκαλυφθεί όταν θα το παραμερίσει…
Μόλις επισυμβεί αυτό, ξαφνικά, μονομιάς, όλο τούτο το θαυμαστό οικοδόμημα της αγωνίας καταρρέει και μπορούμε να επιστρέψουμε και πάλι στις καθημέριες δράσεις μας. Βιώσαμε για δυο ώρες τη δραματική λαβυρινθώδη και αδρεναλινική κατάβαση του πρωταγωνιστή ως την αρχή όλων και τώρα έχοντες λάβει τη δόση μας, μπορούμε να αναπαυτούμε πλέον ήρεμοι ώσπου να αναζητήσουμε την επόμενη… αναζήτηση.

Και οι αναλογίες με την ίδια τη ζωή; Αυτός ο Ερμής ο καθώς λένε, τρείς φορές Μέγιστος πάντα χώνει τη μύτη του τελικά. Όπως πάνω, έτσι και κάτω. Όπως μέσα έτσι και έξω.
Και όπως στη μικρή κλίμακα, έτσι και στη μεγάλη.
Βάζουμε τους μικρούς ή μεγαλύτερους στόχους κι ύστερα πλήττουμε που η επίτευξη ήταν πιθανώς ευκολότερη του αναμενόμενου και ο πήχης ανεβαίνει.
Ως πότε;
Ως που;
Καθώς θα έλεγε και ο μέγιστος Μικελάντζελο Μπουοναρότι:

Ο μεγαλύτερος κίνδυνος για τους περισσότερους από μας
δεν είναι ότι οι στόχοι μας είναι πολύ υψηλοί
και δεν μπορούμε να τους φτάσουμε,
αλλά ότι είναι υπερβολικά χαμηλοί

και τους φτάνουμε


Τετάρτη, Οκτωβρίου 23, 2013




στο πνεύμα εγγράφονται 
οι μέρες της σιωπής
στο δέρμα απογράφονται
οι ιαχές της μοναξιάς
στη σάρκα αποτυπώνονται
όλες οι αιωνιότητες των στιγμών

και μένουν ανεξίτηλες…

στην καρδιά εν-τυπώνονται
οι δωρεές του Ανθρώπου
στην ψυχή εγγλύφονται
οι αναρίθμητες περπατησιές του Χρόνου
στο δέρμα μελανώνονται
οι βάναυσες αλλοιώσεις του στοχασμού
στη σάρκα απολιθώνονται
οι παράξενες ιδιοτροπίες του Αχανούς

και μένουν ανεξίτηλες…

στα δάχτυλα ανασαίνουν
οι κρυφές γεωμετρίες του πόνου
στα μάτια αναρριχώνται 
οι φωτεινές νύχτες
και οι σκοτεινές ημέρες
της εγκατιαίας πείνας για κατάκτηση

στο δέρμα
εκδιπλώνεται
η αρχέγονη ανάγκη
να συνυπάρχεις

στη σάρκα
γεννιέται
και στους μυστικούς της δρόμους
σαν κυτταρικός ποταμός
διακλαδώνεται
η απόκρυφη
και μαγική 
και ανεξήγητη εντελέχεια

να δι-υπάρχεις…

και μένει ανεξίτηλη…

ιαν2013

Κυριακή, Οκτωβρίου 20, 2013

Τα δάκρυα της συγκίνησης...




Όσο μεγαλώνουμε παιδί μου, γινόμαστε πιο ευσυγκίνητοι…
Θυμάμαι τα λόγια της γιαγιάς. Τα θυμάμαι μαζί με τα δάκρυά της… όταν θυμόταν τον άντρα της… όταν θυμόταν τον αδερφό της… όταν θυμόταν την κόρη της… συχνά, όλο και πιο συχνά…
Γιατί; Γιατί συμβαίνει αυτό; την ρώτησα κάποια μέρα.
Θα πρέπει να ήταν μήνες πριν φύγει από το σπίτι και δεν την ξανάδα. Οι γνωστές οικογενειακές έριδες την ενέπλεξαν σε ένα παιχνίδι ‘εξουσίας’ και ‘κυριότητας’ από το οποίο δεν ήθελε να ξεφύγει. Ακόμη κι αν μπορούσε.
Δεν ξέρω αγόρι μου. Ίσως γιατί πλησιάζουμε όλο και πιο κοντά…
Στο τέλος;
Ναι… αλλά μην σε απασχολούν εσένα αυτά… εσύ είσαι νέος…
Οι μνήμες είναι πιο ζωηρές τότε; Γι αυτό συμβαίνει; επέμεινα.
Ή μήπως αναδύονται ευκολότερα; σκέφτηκα.  Γιατί έχουν πάψει πια να είναι αναμνήσεις. Έχουν μια άλλη ποιότητα. Είναι μνήμες, πάει να πει εγγραφές που η δύναμή τους παραμερίζει την καιρικότητα και μοιάζουν με το πυρωμένο σίδερο… ακόμα κι αν δεν το αγγίξεις, είναι εκεί… και νιώθεις τη θερμότητα… ως τα εσώψυχά σου…
Η γιαγιά κούνησε το κεφάλι και χαμογέλασε.
Μα, τώρα πια, τα έχουμε κλείσει αυτά τα τετράδια, μου είπε και με άφησε απορημένο να την κοιτώ. Τα τετράδια που έχουν κι άλλες λευκές σελίδες. Επομένως, κι αν ξέρω την απάντηση Αντώνη μου, δεν έχει νόημα. Δεν υπάρχει χώρος να την γράψω.
Η αλήθεια είναι πως δεν είχα την ευκαιρία να συνεχίσω τη συζήτηση. Και με στενοχώρησε αυτό. Τότε όχι τόσο, αργότερα όμως…
Επειδή μεγαλώνοντας μερικοί δεν γίνονται μονάχα πιο ευσυγκίνητοι αλλά και εξυπνάκηδες, αν ζούσε σήμερα ίσως να της απαντούσα πως, αυτό οφείλεται – ίσως - στο ότι το βλέμμα σταδιακά στρέφεται ολοένα και περισσότερο προς τα μέσα. Η νεότητα είναι συνδεδεμένη, σχεδόν ταυτισμένη με τον εξωτερικό κόσμο. Την εξωστρέφεια, την επικοινωνία, την εξερεύνηση, την απληστία να γνωρίσεις τα πάντα. Να ‘κατακτήσεις’ τα πάντα.
Σιγά σιγά, όλες αυτές οι δράσεις αποκτούν το πραγματικό τους νόημα. Πάντα το μυστικό ήταν να γνωρίσεις εσένα. Όλες σου οι προσπάθειες να ‘κερδίσεις’ τον κόσμο απολήγουν στην… προγραμματισμένη από τα πριν αλλά ‘μυστική και αθέατη’ στόχευση του είναι. Να ολοκληρωθεί, να αυτο-πληρωθεί, να αυτο-πραγματωθεί.
Τα δάκρυα της συγκίνησης στην ανάδυση περιστατικών της παιδικής ηλικίας ή της νεότητας, πληγώνει τον εαυτό που συνειδητοποιεί τη ματαιότητα του κυκλώπειου εγχειρήματος. Όμως, δεν ακυρώνει την ουσία, την αλήθεια αλλά και την αποφασιστικότητα, ως το τέλος, να εξακολουθεί την εργασία του.
Μυστικά και αθέατα κάποτε.
Φανερά και χωρίς περιττές στολές ‘παραλλαγής’ πλέον.

Τι άλλο είναι τα δάκρυα ίσως από την απεγνωσμένη προσπάθεια του είναι να σου υπενθυμίζει την ύπαρξή του;
Και το ανολοκλήρωτο της εργασίας σου;

Ως το τέλος… έχεις δουλειά να κάνεις…

Όχι πια με τον ‘αντίκρυ’ κόσμο… αλλά με τον ένδον, απαρηγόρητο, λιμοκτονούντα για λίγο ακόμη χρόνο.

Για τη συνέχισή του… 

Rain Tears

Πέμπτη, Οκτωβρίου 17, 2013

Το Μεγάλο Μυστικό Θέαμα...



Είναι ίσως πιθανό να καταφέρεις κάποτε να… γλιτώσεις από την αγάπη του Θεού. 
Είναι εντελώς αδύνατον όμως να ξεφύγεις απ’τον κυνισμό του…


-Συναντηθήκαμε κάτω από... δύσκολες συνθήκες, του είπε. Κάτω από συνθήκες που δεν ευνοούσαν την επικοινωνία.

Καθώς μιλούσε, η ένταση της φωνής μειωνόταν. Ο άνθρωπος που ταυτόχρονα σκέφτεται αυτά που λέει, δεν έχει σταθερή ένταση φωνής. Είναι γιατί διαπραγματεύεται τις σκέψεις του και τις προϋποθέσεις εξωτερίκευσής τους. Και τούτη η διαδικασία έχει τη φορεσιά της συναλλαγής σε ένα εμπορικό μαγαζάκι. Όταν ελέγχεις τον μαγαζάτορα για την ποιότητα του εμπορεύματος, έχεις φωνή δυνατή και σταθερή. Όταν όμως θέλεις να σου κάνει ‘σκόντο’ η φωνή σου χαμηλώνει και το ηχόχρωμα γλυκαίνει.

-Ποιες συνθήκες ήταν δύσκολες, την ρώτησε. Οι δικές σου ή οι δικές μου; 

Πως νιώθει εκείνος που γνωρίζει πως του ξημερώνει μια άθλια ημέρα και προετοιμάζεται αποβραδίς, έτσι της μιλούσε, έτσι την κοιτούσε.
Η λατρεία και η λαγνεία μοιάζουν ίσως τελικά σ’αυτό. Στον τρόπο που κοιτάμε τον άλλο.

-Και των δυο...

Και η γενίκευση δεν θα αργούσε φυσικά. Δεν μπορούμε να σκοτώσουμε τον άλλο αν δεν εντάξουμε το φόνο σε μια παγκόσμια, πανάρχαια και γενικευμένη νομοτέλεια. Όλοι θα πεθάνουμε, χτες εκείνος, σήμερα εσύ, αύριο εγώ. Βέβαια, σήμερα σε σκοτώνω εγώ και θα πρέπει να σου κάνω και μια μικρή διάλεξη περί ανθρωπίνων σχέσεων και της ματαιότητας αυτών. Αυτό δεν ίσχυε φυσικά όταν ήμασταν τρελά ερωτευμένοι. Τότε η ματαιότητα είχε βαφτιστεί ‘άδραξε το σήμερα’ και ‘ζήσε τη στιγμή’. Πόσες ανοησίες δεν έχουν κάνει σλόγκαν οι άνθρωποι; Λες κι είναι δυνατόν να μην ζήσεις τη στιγμή. Λες κι είναι δυνατόν να ζήσεις οτιδήποτε άλλο εκτός από τη στιγμή.
Ρηχός δεν είναι ο άνθρωπος που δεν έχει ΄βαθιές’ σκέψεις. Είναι εκείνος που αναμεταδίδει τις ρηχότητες των άλλων.

-Ώστε λοιπόν, ήρθε το τέλος...

Το τέλος… το δέος του τέλους… το Μεγάλο Μυστικό Θέαμα που θα έλεγε και ο Κλάιβ Μπάρκερ… ήρθε το τέλος… ο άνθρωπος σε ανάλογες καταστάσεις συνήθως επαναλαμβάνει… ώστε ήρθε το τέλος… ξανά και ξανά… όχι πως θέλει να ακούσει την αναγγελία σαν κάποια άσκηση μαζοχισμού, είναι που ο αντίλαλος της ετυμηγορίας του εχθρικού δικαστή τον έχει αφοπλίσει… προσωρινά… σύντομα το συναίσθημα θα αναπληρώσει το κενό…

Το συναίσθημα, ως ροϊκή και δυναμική δράση του Αχανούς, υπερπληρώνει όλα τα κενά που αφήνει ο νους, η σκέψη, η αλήθεια. Το συναίσθημα δεν αντιλαμβάνεται την ‘αλήθεια’ αλλά μονάχα αυτό που έχει μητρικά αποτυπώσει ως ‘πραγματικότητα’. Όταν αυτή η πραγματικότητα διασαλεύεται, απειλείται, πληγώνεται, τότε το ρυάκι γίνεται χείμαρρος και πλημμυρίζει τα πάντα…

Και τότε έρχεται ο θυμός…  

Και η κωμωδία του διαλόγου, της επικοινωνίας, της ‘πολιτισμένης’ επαφής απεκδύεται κάθε έννοια αρχοντοχωριάτικου καθωσπρεπισμού και γίνεται αυτό που ήταν πάντα. Μια τυφλή, σκοτεινή, δολοφονική δύναμη.

Το ‘πανηγύρι’ των στιγμών δεν έχει τέλος… και ο παρατηρητής δεν οφείλει να είναι πάντα ψύχραιμος, ψυχρόαιμος… εκτός αν ζηλεύει τον ερωτισμό του δράκου του Κόμοντο ή των κροκοδείλων του Νείλου…

Και το βλέμμα που μας αποσυνθέτει, τελικά, δεν είναι ποτέ του άλλου, είναι πάντα το δικό μας…


Είναι ίσως κατορθωτό να αποφύγεις την τιμωρία του εαυτού. 
Είναι εντελώς αδύνατον όμως να κρυφτείς από το βλέμμα του…



Invasion of the Dunes
  Marsel van Oosten

Σάββατο, Οκτωβρίου 12, 2013

Πώς γίνεται να… καταβροχθίσεις τον εαυτό σου;





Devoured (2012).  Κάποιες σκέψεις…


Υ
πάρχει το λοιπόν, κάτι πολύ επικίνδυνο με τις ταινίες που βασίζονται σχεδόν αποκλειστικά σε ένα και μόνο πρόσωπο με την κάμερα να το παρακολουθεί από την αρχή ως το τέλος… ο light κίνδυνος είναι να αποτελούν μια πληκτική αφήγηση του σκηνοθέτη που βαρέθηκε να σκέφτεται κάτι και θέλησε να το μοιραστεί μαζί μας… ο πραγματικός κίνδυνος είναι να επιτύχει ο σκηνοθέτης στο έργο του και η ταινία να μας αρπάξει απ’το σβέρκο και να μας… κατηφορίσει σε μυστήρια και σκοτεινά σοκάκια…
Βέβαια, επειδή είμαστε –αλίμονο – ‘ψαγμένοι’ και ‘περπατημένοι’, δεν καταλαβαίνουμε απ’αυτά και δεχόμεθα ευχαρίστως την πρόκληση – πρόσκληση. Θέλεις φίλε μου να χωθούμε στα μονοπάτια του κλειστοφοβικού κόσμου σου; Οκ… μαζί σου… αλλά να μας υποσχεθείς ότι θα αξίζει ο κόπος… μην τελέψει δηλαδή το θέαμα και ξυνόμαστε και αναρωτιόμαστε γιατί δεν είδαμε το ματς στο άλλο καναλάκι…



 Αυτό που μερικές φορές αρκεί, είναι απλά ένα πρόσωπο… το πρόσωπο… και στην περίπτωση του κ. Greg Olliver και της δημιουργίας του, αυτό ευρέθη και μάλιστα με μεγάλη επιτυχία. Η Marta Milans. Κι αυτή είναι η αρχή, η μέση και το τέλος. Η πάνω και η κάτω διάσταση, ο χρόνος και ο τόπος ακόμη. Διότι μπορεί όλα να εκτυλίσσονται στο στενόχωρο Restaurant Francais σε κάποιο δρόμο του Μανχάταν, όμως ο πραγματικός τόπος όπου τα δρώμενα λαμβάνουν χώρα, γεννιούνται και πεθαίνουν, είναι ο εσωτερικός κόσμος, το μυαλό και η ψυχή της πρωταγωνίστριας. Κι όλα αυτά πρέπει να φαίνονται στο πρόσωπο.
Αυτά είναι πράγματα ωραία και αν μου αρέσουν αυτές οι τόσο ‘μονόχνωτες’ ταινίες είναι το ότι με αναγκάζουν να βιώσω μαζί με την πρωταγωνίστρια τα ζόρια της, τις χαρές της, τη θλίψη της και τη μοναξιά της. Είπαμε, αν ο σκηνοθέτης κατέχει το άθλημα. Διαφορετικά…
Η Lourdes (Marta Milans) έχει το πρόσωπο. Ναι, το έχει. Έχει τις εκφράσεις, το άδειο, το γεμάτο, το πλήρες, το απεγνωσμένο, το φρικώδες, το τρελό, το μοχθηρό, το πονεμένο… και το λάγνο ακόμα. Δηλαδή είναι ένα όμορφο, δυνατό, ενδιαφέρον πρόσωπο με πολλές γωνίες, με πολλές αναγνώσεις, καθόλου βαρετό. Το χειρότερο σε κάθε τι είναι να βαριέσαι. Έτσι δεν είναι;



Η Μεξικάνα Lourdes δεν ζει μια χαρούμενη ή έστω μια σχετικά ήρεμη ζωή. Βρίσκεται εγκλωβισμένη σε μια αφιλόξενη πόλη, σε ένα εχθρικό και βίαιο εργοδοτικό περιβάλλον, σε μια ρουτινιάρικη, άθλια καθημερινότητα που δεν της δίνει καμιά ευχαρίστηση, καμιά διέξοδο. Όμως όλα αυτά δεν γίνονται παρά για έναν σκοπό. Να βοηθήσει το βαριά άρρωστο παιδί της που υπεραγαπά. Να μαζέψει τα απαιτούμενα χρήματα για μια καθοριστική επέμβαση.

 Η μετανάστρια από το Μεξικό με την εξοντωτική της εργασία στο εστιατόριο, μαζεύει και τη δεκάρα για να βοηθήσει το γιό της κι αυτό την κρατά όχι μόνο ζωντανή αλλά και λογική. Ο προσανατολισμός αυτός είναι από κάθε άποψη τρομακτικός. Όχι μόνο γιατί μια ανηδονική ζωή που έχει έναν και μόνον στόχο, όσο ιερός κι αν είναι αυτός, σε αποχυμώνει ψυχικά και συναισθηματικά, αλλά γιατί, στο μυαλό του σεναριογράφου Marc Landau και του σκηνοθέτη Greg Olliver, η συγκεκριμένη γυναίκα χωρίς να το καταλαβαίνει (;) βυθίζεται σε μια ενδοχώρα με παραισθητικά φαινόμενα και διανοητικές ανισορροπίες που κάνουν την όλη διαδρομή στα όρια του εκτροχιασμού… κι αυτό το αφηγείται ο σκηνοθέτης με απλότητα και ηρεμία, σε ρυθμούς αργούς που σε κάνουν να αναρωτιέσαι –για μια ταινία θρίλερ – τρόμου – ‘πότε θα ξεκινήσει η δράση;’
Η αλήθεια είναι πως η ταινία σε αποζημιώνει απότομα.
Αν έχεις την υπομονή να περιμένεις και την εσωτερική ησυχία να την παρακολουθήσεις χωρίς περισπασμούς. Εδώ πρόκειται για εσωτερική δράση, πρώτιστα. Άρα, απαιτείται υπομονή.
Δεν θα γράψω περισσότερα γύρω από την δυνατή ανατροπή που σε αιφνιδιάζει στα τελευταία είκοσι λεπτά. Με ενδιαφέρει περισσότερο αν γεννιέται ένας επόμενος στοχασμός από κάθε τι που βλέπω.
Κι εδώ είναι το ερώτημα που έθεσα εξ αρχής: Πώς γίνεται να καταβροχθίσεις τον εαυτό σου;
Και γιατί το κάνεις;
Γιατί και πότε επιχειρείς να το κάνεις;



Πρώτα απ’όλα μια ενδιαφέρουσα και αναγκαία διευκρίνιση: εδώ μιλάμε για καταβρόχθιση δεν μιλάμε για αυτοκτονία. Όταν επιχειρείς να καταναλώσεις βίαια τον εαυτό σου δεν το κάνεις γιατί θέλεις να αυτοκτονήσεις. Και ο φυσικός φορέας δεν συμμετέχει πρωτογενώς στην τελετουργική… βρώση. Αυτό που συμμετέχει είναι το συναίσθημα και όλο το περιεχόμενο του βίου. Αυτό που είναι ο βίος για σένα και το πώς νιώθεις γι αυτό. Το πώς νιώθεις γι αυτό όμως δεν είναι μια απλή υπόθεση. Είναι στην ουσία η απάντησή σου στο πρωτεϊκό και πρώτο ερώτημά σου. Άρα το να καταβροχθίσεις τον εαυτό σου σημαίνει να εξαλείψεις μαζί με τα ενοχλητικά ερωτήματα και τις πηγές δυστυχίας που όμως, δυστυχώς ή ευτυχώς, ταυτίζονται στην περίπτωσή μας, με τον ψυχικό, πνευματικό και τελικά και τον φυσικό σου φορέα. Δηλαδή με σένα. Πρώτα όμως υπάρχουν άλλα στάδια. Δεν θα τα αποκαλύψω γιατί αυτό θα πρόδιδε και το αποκορύφωμα της ταινίας. Το ταξίδι είναι μια κατάβαση σε πολύ σκοτεινά δωμάτια του είναι. Κι αυτό για μένα αποτελεί το κλειδί της ταινίας. Ο λόγος για τον οποίο θυμάμαι την ταινία. Ο λόγος που με απασχόλησε που γέννησε στοχασμούς.
Και τελικά… το εστιατόριο, το φαγητό, ο τόπος που γίνεται τρόπος… ο τρόπος που τρώμε… όχι μονάχα το μαγειρεμένο ή ωμό φαγητό μας. Αλλά ο τρόπος που καταβροχθίζουμε τον... μαγειρεμένο ή ωμό… εαυτό μας.