Τρίτη, Δεκεμβρίου 24, 2013

αγαπάμε μόνο ό,τι μας μιλάει την αλήθεια...





Στην αρχή δεν κατάλαβα τι μου έλεγε.
«Δω μέσα είναι Αντώνη. Δω μέσα…»
Με το ροζιασμένο, 85χρονο χέρι του μου έδειχνε κάπου. Κοιτούσε το παλιό του κομοδίνο, δική του δουλειά, όμορφη, μερακλίδικη, από το γάμο του κιόλας, αμέτρητα χρόνια πριν. Όμως το έπιπλο ήταν βαρύ, γερό και με μια έννοια αθάνατο, όπως οι μνήμες του.
Κι ύστερα μου έδειξε προς το μέρος της καρδιάς του.
«Δω μέσα είναι… η Δέσποινα…»
Το όνομα της γυναίκας του, της συντρόφου του για τόσες δεκαετίες, το ψιθύρισε, κρυφά, συνωμοτικά σχεδόν… και με μια ιεροπρέπεια που με έκανε να ανατριχιάσω. Πρώτη φορά ένιωσα αυτό το ρίγος ακούγοντας το όνομα της γιαγιάς. Της γιαγιάς που είχε χαθεί πριν αρκετά χρόνια και που για μένα ήταν μια τρυφερή ανάμνηση παιδικών χρόνων αλλά για κείνον, κάθε τέτοια εποχή, κάθε μέρα τελικά, ήταν μια πληγή ανοιχτή που αιμορραγούσε… Αιμορραγούσε χρόνο και μοναξιά…
Και πρώτη φορά ο παππούς, σε μια απίστευτη κίνηση εξωστρέφειας και εκδήλωσης των συναισθημάτων του γύρισε και με κοίταξε ολόισια στα μάτια. Ήταν δακρυσμένος. Κι είχε ένα παράξενο χαμόγελο που δεν μπόρεσα να ξεχάσω ποτέ. Το χαμόγελο της βαθιάς επίγνωσης του τέλους. Έτρεμε ολόκληρος και μπορεί να ήταν γερός σαν ταύρος ακόμα και στα 85 του, όμως εκείνη τη στιγμή ήθελε απλά ένα φύσημα για να καταρρεύσει.
Τι έκρυβε όμως μέσα στα συρτάρια αυτού του κομοδίνου;

Δω μέσα είναι…

Θυμάμαι πως έφυγα εκείνο το απόγευμα από το σπίτι του με πολύ περίεργα συναισθήματα. Συγκινημένος, συγκλονισμένος, σιωπηλός. Η εικόνα του περισσότερο με είχε ταράξει και με είχε χαράξει βαθιά. Μόνος, καθισμένος στο διπλό κρεβάτι να ακουμπάει με σιωπηλή λατρεία το κομοδίνο, χαμένος πια, απομακρυσμένος… δεν με κατάλαβε που έφυγα, ότι του είπα ‘χρόνια πολλά παππού’, ότι είχε έρθει κιόλας η θεία μου να τον δει γιατί τον τελευταίο καιρό η άνοια είχε επιδεινωθεί… ο παππούς ξεχνούσε τα ασήμαντα και θυμόταν μονάχα τα σημαντικά… αρνιόταν πια σαν μικρό παιδί να υπακούει στα της καθημερινότητας αλλά του άρεσε να παίρνει τον ηλεκτρικό για Κηφισιά και να γυρνάει πίσω απολαμβάνοντας την διαδρομή. Ώσπου, προς το τέλος, δεν μπορούσε να θυμηθεί πια το πώς να πάει και να έρθει από το σταθμό και αιχμαλωτίστηκε στην ‘ασφάλεια’ του σπιτιού του.

Χρόνια αφού είχε ταξιδέψει κι εκείνος σ'αυτη τη διάσταση του Αχανούς που κανείς δεν γνωρίζει ποια είναι, ρώτησα τη θεία μου για το κομοδίνο. Η θεία με πήρε από το χέρι και κατεβήκαμε στο διαμέρισμά του που ήταν ακόμα όπως το θυμόμουν. Μονάχα πιο σκοτεινό, πιο αμείλικτα άδειο. Σκέφτηκα πως οι χώροι δεν γεμίζουν ποτέ από τα έπιπλα, μονάχα από τους ζωντανούς οργανισμούς.
Έβγαλε ένα κλειδάκι από τον κόρφο της – κάτι που πολύ αργότερα σκέφτηκα πόσο παράξενο ήταν – και ξεκλείδωσε το ντουλαπάκι του κομοδίνου. Από μέσα έβγαλε ήρεμα και προσεκτικά ένα παμπάλαιο κουτί.
Φωτογραφίες, παλιά σημειώματα, τέτοια πράγματα, σκέφτηκα.
Το κουτί περιείχε μια ξεθωριασμένη κόκκινη κορδέλα, ένα χτενάκι, ένα καθρεφτάκι. Ακόμη ένα μικρότερο κουτάκι μάλλον κάτι σαν μπιζουτιέρα.
Και μια φωτογραφία της γιαγιάς που δεν είχα ξαναδεί ποτέ.
Η θεία μου λύγισε από το συγκινησιακό φορτίο και κάθισε στο κρεβάτι που κοιμόταν ο πατέρας της για τόσα χρόνια.
Δεν είχα άλλο να πω κι ετοιμάστηκα να φύγω. Η θεία με κράτησε από το χέρι σφιχτά. Μου έδωσε τη φωτογραφία της γιαγιάς. Κοίταξα το πρόσωπο καλά. Μια νέα, όμορφη, περήφανη γυναίκα των αρχών του 20ου αιώνα. Το βλέμμα της έδειχνε πως ήξερε καλά ποιους ορίζοντες ανίχνευε και το ήρεμο μειδίαμά της δεν άφηνε περιθώρια για παρερμηνείες. Ήταν όπως τη θυμόμουν κι εγώ. Αυστηρή και γλυκιά μαζί. Απρόβλεπτη αλλά και απέραντα γενναιόδωρη. Ο παππούς που ήταν ένας συμπαγής βράχος σε ολόκληρη τη ζωή του, μπροστά της έλιωνε και ήταν σχεδόν αθωράκιστος, ανυπεράσπιστος. Και δεν της είχε χαλάσει ποτέ χατίρι.
«Είναι μόλις είκοσι χρόνων εκεί», μου είπε η θεία κομπιάζοντας. «Διάβασε πίσω», είπε και γύρισα την παλιά φωτογραφία.
Εδώ μέσα Γιάννη είναι όλα. Κι εσύ κι εγώ. Να ακούς και να προσέχεις. Γιατί αγαπάμε μόνο ό,τι μας μιλάει την αλήθεια. Σε φιλώ.
Τι περίεργα λόγια… για μια γυναίκα εκείνης της εποχής, για μια απλή γυναίκα…
Η θεία μου πήρε τη φωτογραφία και την έκλεισε ξανά στο κουτάκι και αυτό ξανά στο κομοδίνο.
Η ιεροτελεστία είχε τελειώσει. Ξαναγυρίσαμε στους συνηθισμένους εαυτούς μας.
Μετά από το ράπισμα της αλήθειας του βιώματος, απαιτείται η εξισορρόπηση από ένα ρηχό, ασήμαντο γεγονός. Μια ανάλαφρη κινηματογραφική ταινία, λίγη κουβεντούλα, μια ήρεμη βόλτα ίσως.

Όμως εγώ γύρισα σπίτι και άρχισα κάτι να γράφω…



Nocturne

Παρασκευή, Δεκεμβρίου 20, 2013

Μὴ μᾶς σκοτώνετε!



Αὐτοβιογραφία (ἀποσπάσματα)

Μεταφέρω ἀπὸ τόπο σὲ τόπο
τὴ λύπη μου, αὐτὸ τὸ καλύβι
μὲ τὰ ἐλάχιστα πράγματα:
τὰ χαρτιά, τὶς μνῆμες, τὶς πέννες μου.
Τὸ πιὸ μεγάλο μου ἀπ' ὅλα
τὰ πράγματα, μὲς
στὸν ἄδειο μου χῶρο,
εἶναι τὰ χέρια μου.


Μὴ μοῦ σκοτώσετε τὸ νερό.
Μὴ μοῦ σκοτώσετε τὰ δέντρα.
Μὴ μοῦ ξεσκίστε αὐτὲς τὶς θεῖες σελίδες ποὺ τὶς γράψανε
τ᾿ ἀσύλληπτο φῶς κι ὁ ἀσύλληπτος χρόνος
κι ὅπου σταθῶ μὲ περιβάλλουν.
Μὴ μοῦ σκοτώσετε τῆς γῆς τὸ ποίημα!...
...Ἐπιστρατέψετε τὴν αἰωνιότητα,
ἀνάβοντας τὸ ἄστρο: «Ἀγάπη».
Ἐπιστρατέψετε τὴν αἰωνιόττητα, ἀνάβοντας
ψηλότερα ἀπ᾿ ὅλα, πάνω ἀπ᾿ τὸ ἕτοιμο
βάραθρο, τὸ ἄστρο: «Ἀνθρώπινο μέτωπο!»...
...Σᾶς παρακαλοῦμε:
Ἀφῆστε μας τὰ πράγματα. Μὴ μᾶς τὰ καῖτε.
Ἀφῆστε τὰ ἔντομα νὰ βρίσκουνε τ᾿ ἄνθη τους.


Μὴν ἀγγίζετε!

Ἀφῆστε αὐτὸν τὸν ὄμορφο κόσμο νὰ διαιωνίζεται
ἀνακυκλώνοντας τὸ αὔριο μὲς στὶς πηγές του ὅπως
τὸν καιρὸ ποὺ γεννήθηκα ὡς ν᾿ ἀναδύεται,
κάθε πρωί, γιὰ πρώτη φορά, μὲς
ἀπ᾿ τὶς ρόδινες γάζες τῆς γέννας του.
Σβῆστε στὸν ἥλιο τὴν κακὴ φωτιά.
Μὴ μᾶς σκοτώνετε!



ΝΙΚΗΦΟΡΟΣ ΒΡΕΤΤΑΚΟΣ

Πέμπτη, Δεκεμβρίου 19, 2013

και ο Αη-Βασίλης έχει ψυχή και όχι μόνο μούσια και σκουφί…



Δεν λαμβάνει μόνον επιστολές από τα παιδιά όλου του κόσμου – λέμε τώρα, γιατί ποιος κάθεται να γράψει επιστολές και γράμματα σήμερα ενώ ‘τουιτάρει’ με τη μία – αλλά ενίοτε συγγράφει και ο ίδιος κάποιες… δεν τις στέλνει όμως σε κανέναν… τις απευθύνει στο διάσημο alter ego του… τον Νικλάους ή Κλάους ή απλώς Santa… κάτι σαν προσωπικό ημερολόγιο ας το πούμε… γιατί και ο Αη-Βασίλης έχει ψυχή και όχι μόνο μούσια και σκουφί…

(ακολουθούν χαρακτηριστικά αποσπάσματα)

…λοιπόν να το ξέρεις Νικόλα – αυτό το Σάντα που σου έχουν καθιερώσει οι Αμερικάνοι εδώ μου κάθεται – έχω σοβαρό πρόβλημα κάθε τέτοια εποχή ιδιαίτερα με τους Έλληνες... εσύ είσαι τυχεράκιας, δεν ασχολείσαι τόσο με μεσογειακούς λαούς, έλα καμιά χρονιά κι από δω να δεις τη γλύκα… δηλαδή, τώρα με την κρίση το κακό παράγινε και το περίμενα, μέχρι και οι μαντραχαλάδες δυο μέτρα μου ζητάνε i-pad και ps4 και μερικοί έχουν περίσσιο θράσος και μου ζητάνε και Ρωσίδες και κυρίως Ουκρανίδες… μπας και ξέρεις γιατί έχουν τέτοια πέραση οι Ουκρανίδες; Σάντα είσαι εσύ όλα πρέπει να τα ξέρεις…

…κρίση, καταραμένη κρίση σου λέω… μην κοιτάς εκεί στα βόρεια που τη βγάζεις εσύ κοτσάνι και σ’έχουν και σε κανακεύουν και σε υμνούν και σε δοξολογούν… δω κάτω είναι Βαλκάνια αδερφέ μου, ζόρικα τα πράγματα… καχυποψία, μουστρουφιά και άγιος ο θεός… τους πας το δώρο και το κοιτάνε αν είναι ‘μαϊμού’. Μα είναι σοβαρά πράγματα αυτά; Άσε που θέλουν δώρα κι αυτοί που μας έχουνε χεσμένους… τα παιδιά, μην κοιτάς, δεν τα παρεξηγώ… ό,τι τους πεις αυτό κάνουν, αλλά έχουν τα μούτρα να παραπονιούνται και οι μεγάλοι που ξαφνικά έχουν αρχίσει και ζητάνε… τρόφιμα. Κάποιος μου ζήτησε μια γαλοπούλα και μάλιστα ψημένη και κάποιος άλλος ήθελε είκοσι κιλά λάδι! Δηλαδή Αη-Βασίλης είμαι εγώ η ο Καισδιάρης να μοιράζω μακαρόνια στο Σύνταγμα;…


…μου φαίνεται ότι από του χρόνου θα τους στείλω όλους στα τσακίδια να βρω την ησυχία μου Νικλάους – μα τι στο δαίμονα, άκου Νικλάους, τέλος πάντων. Πολλά νεύρα έχω είπες; Έτσι είναι αδερφέ μου και λίγα λέω… αν δεν αλλάξει η κατάσταση με τον Σαμαρά, τον Τσίπρα, τον άλλο το χοντρό που μια χαρά αη-Βασίλης θα ήταν με μια κόκκινη ρόμπα κι ένα ψεύτικο μούσι, αν δεν αλλάξει η κατάσταση σου λέω, δεν τη βγάζω καθαρή, πάει, τέλειωσε. Έχω λιώσει στα πόδια μου και δεν είμαι και παιδόπουλο πλέον. Αφού σκέφτομαι να κάνω μια ηρωική έξοδο του Μεσολογγίου και από δω παν κι οι άλλοι… σκεφτόμουν δηλαδή να κατέβω στο Σύνταγμα ένα πρωί, να μοιράσω όσα δώρα έχω και να τους πω, ‘βρείτε άλλον κερατά να κάνει τη δουλειά, δεν βγαίνω πλέον. Ή κοιτάτε να ζητάτε λογικά πράγματα όπως μια φορά κι ένα καιρό’. Καλά δεν τα λέω Νικ; Θυμάσαι τα παλιά τα χρόνια τι ωραία; Τι ήθελε ο Γιωργάκης; Μια ατμομηχανή να κάνει τσουφ τσουφ κάτω απ’το δέντρο να ζαλίζει τους γονείς του… πάρ’την Γιωργάκη παιδί μου. Τι ήθελε η Αννούλα του χιονιά; Μια κουκλίτσα με ωραία ρουχαλάκια να την ντύνει, να την τραβάει, να την διαλάει. Μπράβο Αννούλα, πάρε μια όμορφη κουκλίτσα και πάγαινε στην ευχή του Θεού… Κάποια στιγμή άρχισαν τα ζόρια. Τα xbox, τα iphones, οι τηλεοράσεις plasma και τα κέρατα τα δίφορα. Μα είναι γονείς αυτοί; Δεν έμαθαν στα παιδιά τους να ζητούν λογικά πράγματα; Εσύ πως τα αντιμετωπίζεις όλα αυτά, δεν σε έχω ρωτήσει ποτέ… στείλε κανά email, δεν θα σου πέσει ο απαυτός σου… τεμπελχανά!

Παρασκευή, Δεκεμβρίου 13, 2013

Θα κάνουμε Χριστούγεννα και φέτο;




Κάθε φορά που τυχαίνει ή το επιδιώκω να παρακολουθώ δελτία ειδήσεων (οι υποκριτικές διαφυγές του τύπου ‘εγώ τηλεόραση δεν βλέπω, ειδήσεις δεν βλέπω’ ας λείπουν), ανατρέχω, θέλω δεν θέλω, σε ένα παλιό σημειωματάριό μου, από την εποχή της θητείας μου στο Ναυτικό κιόλας… πολλές φορές τα βράδια καθόμουν κι έγραφα σε ένα ταπεινό τετραδιάκι και μετά τα πιο σημαντικά, τα ‘περνούσα’ στον υπολογιστή.
Ήταν οι… βαθυστόχαστες σκέψεις μου εκείνης της πολύ ζόρικης όσο και πλήρους όμορφων εμπειριών περιόδου. Μια σκέψη λοιπόν ήταν κι αυτή:
Είναι πρόστυχο να μην ξυπνούν όλοι κάτω από τον ίδιο ήλιο… δεν είναι απλά άδικο… είναι πρόστυχο και χυδαίο… και το ανεχόμαστε…

Νομίζω πως δεν με είχε πλημμυρίσει ποτέ το νοσηρό συναίσθημα ‘να αλλάξω τον κόσμο’ λες και το εγώ μου ξέρει το τι και πως και απλά του έλειψε η ευκαιρία να το αποδείξει! Απλά νομίζω ότι η σύγχυση των εννοιών πάντοτε δημιουργούσε και σύγχυση ερμηνειών. Γιατί, για την αδικία που υπάρχει γύρω μας είναι πολύ συγκεκριμένα πράγματα που μπορεί να κάνει κανείς, πιθανώς σε μικροκλίμακα σημαντικά και αυτό αρκεί. Όμως το να ‘διορθώσεις’ ακόμα και την μεγαλύτερη αδικία  (ας μην μπω τώρα στις δολιχοδρομικές καταβυθίσεις στο σύμπαν των διακρίσεων των εννοιών δικαιοσύνη, νομοτέλεια, τάξις, ισορροπία, αρμονία, φιλότης και νείκος κ.α. γιατί είναι Χριστούγεννα και ο κόσμος εορτάζει), το να διορθώσεις λοιπόν και την χειρότερη αδικία, τούτο δεν σε κάνει λιγότερο χυδαίο, λιγότερο πρόστυχο ότι θα εξακολουθείς να την ανέχεσαι ως τα επόμενα Χριστούγεννα!

Θα πει κάποιος, αυτά σκέφτεσαι ‘χρονιάρες μέρες’; Αντί να χαίρεσαι κι εσύ και να γιορτάζεις όπως επιβάλλεται πιάνεις πάλι τη μικροχειρουργική, καθώς θα έλεγε και ο καλός μου φίλος Ανταίος… Εδώ έχουμε πλέον το ‘ρεύμα των φτωχών’, μοιράζουν από φορτηγά γαλοπούλες και κοτόπουλα (πολλές τις πετάνε στον αέρα για να δουν ποιος έχει προσόντα Νικοπολίδη να τις αρπάξει με μπλονζόν), κάποιος έδινε 20 ευρώπουλα αν κάνεις μια κωλοτούμπα, πολιτικοί και άλλοι κάνουν διαγωνισμούς φιλανθρωπίας από τα ΜΜΕ… ελεεινές αθλιόφατσες νοητικών νάνων με υπερπλασίες στα πάνω και κάτω άκρα…
Α, είναι και ο Νότης… πήγα να τον ξεχάσω αυτόν… Μα ξεχνιέται;
Ευτυχώς που απέθανεν έγκαιρα ο… Νέλσονας Μαντέλας (κατά Γ. Παπαδάκη) γιατί οι δικοί μας θα του είχαν στείλει ‘ρεπόρτερ’ να του πάρει δήλωση… ‘ποια είναι η γνώμη σας για τις δηλώσεις του Νότη Σφακιανάκη; Έπρεπε η κ. Βανδή να αποχωρήσει;’
Θα πέθαινε από αηδία ο υπέργηρος ηγέτης, με την μελαγχολική βεβαιότητα πάντως πως η βλακεία είναι αθάνατη!

Θα κάνουμε Χριστούγεννα και φέτο;

Θα κάνουμε, θα κάνουμε… 

Κυριακή, Δεκεμβρίου 01, 2013

Η περιοχή του ανθρώπου




Η επιστροφή, η κάθε επιστροφή, έχει τη χλομάδα της συγκατάβασης και την αποκοτιά της λήθης. Δεν θα μπορούσε να είναι αλλιώς.
Ο χρόνος ό,τι σου παίρνει στον κανόνα, στο δίνει στην εξαίρεση.
Όλα όσα απαρνήθηκε κανείς στα νιάτα του, όσα έδωσε μάχες για να τα συντρίψει, να τα εκμηδενίσει, να τα αφανίσει, να τα γελοιοποιήσει, είναι μοιραίο να τα γευτεί πολλά χρόνια, πολλές εποχές μετά… και δεν θα έχουν την αγριάδα του τότε αλλά την στυφή, άνυδρη γεύση του τώρα…
Η επιστροφή, η κάθε επιστροφή, έχει το κωμικό προσωπείο της ανάμνησης και το τραγικό πρόσωπο της μνήμης.
Έχει τη μελαγχολική συγκίνηση του ανταμώματος και τη θλιβερή όψη της γήρανσης. Της ασύμμετρης, άνισης γήρανσης. Το σώμα είναι ο Άτλαντας που κουβαλάει στους ώμους του ένα σύμπαν και η ψυχή, νέα και θαλερή ακόμα, αρνείται να αναγνωρίσει ό,τι υπέκυψε στο χρόνο. Και οι μνήμες απασφαλίζονται και η επίθεση ξεκινάει. Και το να πεις ‘ήμουν ανέτοιμος’ είναι ψέμα. Και το να ισχυριστείς ‘ήμουν αθωράκιστος’ είναι ψέμα. Και το να πεις ‘ήμουν αθώος’ είναι η μισή αλήθεια.
Η άλλη μισή κρύβεται σε όλο αυτό τον πόνο που έχεις μαζί σου.

Ξέρω ότι είσαι μακριά κι όμως τώρα είναι που θέλω να σου μιλήσω, λες και απευθύνεσαι στον ασχημάτιστο ακόμα ορίζοντα του αύριο. Ξέρω ότι έφυγες για πάντα κι εγώ με παιδιάστικο πείσμα ποθώ όλο τούτο να το ακυρώσω.
Ξέρω ότι χαθήκαμε αλλά είμαστε εδώ… ακόμα. Κι αυτό δεν το λες… δεν τολμάς να το ψελλίσεις. Το σκέφτεσαι κι είναι το φορτίο το ακριβό αντίτιμο της κάθε νύχτας δίχως… εκείνο.

Και λοιπόν; Δεν μπορείς να κάνεις πολλά… ίσως τίποτα…
Περπατάς συντροφιά με τους ήχους των βημάτων σου και αυτό έχεις κερδίσει με ηράκλειο μόχθο, με αμέτρητα λάθη, με γενναίες αρνήσεις.
Και λοιπόν;
Έχεις ένα βράδυ ακόμα να γεράσεις ανενόχλητος από τον ήλιο…

Ξέρω ότι είσαι μακριά κι όμως τώρα είναι που θέλω να σου μιλήσω…

Και μετά…
Πάντοτε θυμάσαι… πάντοτε θα θυμάσαι
να επιστρέφεις στη φωλιά σου… στον οίκο των αέναων μεταβολών… στο καταφύγιο του ολόδικού σου απείρου…

στην περιοχή του ανθρώπου…


Hurt

Παρασκευή, Νοεμβρίου 22, 2013

αφετηρίες...



Το γράψιμο είναι μετάφραση. Πάντα είναι. ακόμα κι όταν χρησιμοποιούμε τη δική μας γλώσσα…
Ζοσέ Σαραμάγκου


Λοιπόν, υπάρχει αναμφίβολα, μια παρηγορητική αίσθηση, ζεστή και λεπτοφυής στην αναμνησιακή διαδικασία την εκ του ασφαλούς όπως την λέω… που δεν είναι τμήμα μιας ψυχοθεραπευτικής εργασίας ή συνεδρίας αλλά που έχει το ανάλογο αποτέλεσμα. Όμως δεν μας ενδιαφέρει το ‘καπέλωμα’ και τα βαφτίσια της εσωτερικής θέασης… άλλος το λέει διαλογισμό, άλλος το ιεροποιεί με τη λέξη προσευχή, άλλος το τοποθετεί στη ψυχαναλυτική δράση. Λίγο με ενδιαφέρει.
Αναζητώντας την αφετηρία της αγάπης για παρατήρηση και αυτό που θα έλεγα αργότερα για τον εαυτό μου ‘στοχασμική περιπέτεια’, φτάνω εκεί κάπου στα εφηβικά και μετεφηβικά μου χρόνια… και μάλιστα φθινόπωρο… ναι, συνήθως Οκτώβρη και Νοέμβρη… τέτοιες εποχές, τέτοιες καιρικές συνθήκες… οι εξορμήσεις του Σαββατοκύριακου στην Αίγινα για διήμερο ψάρεμα που αγαπούσε ο πατέρας μου αλλά ποτέ δεν ενθουσίασε εμένα… όμως, δεν θα τον άφηνα ποτέ μόνο βέβαια από μια ηλικία και μετά και άλλωστε, είχε και το πρόβλημα υγείας και… η υπόσχεση στη μητέρα… και ίσως, ίσως λέω, μια εσώτερη, κρυφή, ανομολόγητη δική μου ανάγκη να βρεθώ για λίγες σπάνιες ώρες με τον άνθρωπο αυτό που ήταν πάντοτε τόσο αμήχανα μοναχικός και τόσο επιθετικά κοινωνικός… πάλι αμήχανα δηλαδή… το να είσαι πατέρας άλλωστε, δεν προϋποθέτει την αλλαγή του βλέμματος; Μερικοί δεν το μπορούν, άλλοι δεν το αντέχουν… κι άλλοι, σε προχωρημένη ηλικία το αποφασίζουν… κι εκεί η αμηχανία έχει ενδιαφέρον και ομορφιά…
Και πολλή σιωπή βέβαια… καθώς ανάμεσα σε άντρες, ενήλικες και μεγαλωμένους να είναι αρσενικά πριν απ’όλα και μετά άνθρωποι, θα πρέπει να εξαντληθούν όλα τα θέματα, από πολιτική και γήπεδο ως τις γκόμενες και τα της δουλειάς και της καριέρας...
Το φοβερό είναι να μην βυθιστείς αύτανδρος στη σιωπή… επιπλέεις μεν και είσαι εύδρομος ως ‘ρόλος’ πάνω σε ένα μικρό ‘κρούιζερ’ που μπορεί να σκίζει τα νερά του Σαρωνικού με ταχύτητα και ασφάλεια όμως τι γίνεται με τους ένδον ωκεανούς;
Μ’αυτούς δεν αρκεί η αποκοτιά του Κολόμβου… απαιτείται και άγγιγμα και ζεστασιά και προσήλωση και το να ακούς… να ακούς και να μην μεταφράζεις…

Όμως για μένα εκείνα τα σαββατοκύριακα, κάποτε περιπετειώδη με επικίνδυνες αποστολές σε 8 μποφόρ και άλλοτε πληκτικά όπως η νηνεμία στ’ανοιχτά, ήταν τα γεννητούρια μιας αγαπημένης δράσης… της απλόχωρης παρατήρησης του εκτός και της μετάφρασής του στο εντός… το αφιλόξενο υποδεχόμουν και το έκανα υλικό και αγάπη και έρωτα και όνειρο… για να γράψω;
Πρώτιστα θα πω τώρα μεγαλαυχώντας για να ζήσω… ψέματα, πρώτα για να γράψω… γιατί με μένα υπήρχε πάντα αυτή η διάσταση… την ώρα που το βίωμα ήταν παρθένο, πρώτο και όμορφο, που παλλόταν μέσα μου και έξω μου, εγώ αρνιόμουν να το αγγίξω, το φοβόμουν, το απωθούσα… μα αργότερα λιγάκι… σα να ήταν ένα παραπονεμένο παιδί, το αγκάλιαζα, το φρόντιζα, το αποζημίωνα με την μέγιστη τρυφερότητά μου…
Δεν αρκεί, θα πεις, δεν είναι ολόκληρο, δεν είναι ‘αυθεντικό’.
Κι όμως, σου λέω είναι… και μάλιστα, πιο πολύ απ’την βεβιασμένη και πανικόβλητη πρωτογενή αντίδραση του κεραυνοβολημένου που θέλει να μιλήσει για τον κεραυνό ενώ διακυβεύονται θηριώδη ζητήματα… η ζωή του ας πούμε.

Αναζητώντας την αφετηρία και την εκκίνηση, πηγαίνω εκεί, στ’ανοιχτά της Σουβάλας, κάποια Κυριακάτικα φθινοπωρινά πρωινά. Οι μπαλάδες τσιμπάνε από το πρωί μα, τα λιθρίνια σε τούτο το συγκεκριμένο σημάδι, θα εμφανιστούν κατά τις 11.00. Και για λίγο, για κανά εικοσάλεπτο μόνο, το νου σου.
Και το πρόσωπό του το φέρνω πάλι εμπρός μου. Με μια έννοια, οδυνηρή πάντως, το ανακατασκευάζω για τις ανάγκες του συνεργείου αναδομήσεων μνήμης… αγαπημένο πολύ και τόσο οικείο εκείνο το πλάγιο, μισό χαμόγελο της γλυκιάς αποδοχής… το σήκωμα του φρυδιού που καθώς λένε κληρονόμησα καθώς και το ζεστό του βλέμμα…


Που απλωνόταν ώρες ώρες στο στερέωμα και δεν έλεγε να αιχμαλωτιστεί πουθενά…

Παρασκευή, Νοεμβρίου 15, 2013

Υ

clip_image002



Ύπαρξη…

Υψιπετής
Υετός

Υποδέχομαι και
Υφαίνω την
Ύπαρξη…

Υγιής
Υιός
Υλακή
Ύλης
Ύμνος
Υμένα
Υπακοή

Ύπατος
Υπέχω
Υποταγής

Υψιπετής και
Υψιπέτης

Ύψιλον

Δευτέρα, Νοεμβρίου 04, 2013




πέρυσι τέτοια μέρα έγραφα:

Φαίνεται λοιπόν
πως υπάρχουν οι μεγάλες ημέρες…
αυτές που δεν σκαρφαλώνουν πάνω σου
αλλά εσύ αναλαμβάνεις την ευθύνη
ν’αναρριχηθείς πάνω σ’αυτές
γιατί αυτές οι μέρες
γενέθλιες ή άλλες
είναι σαν ψηλές κορυφές
συνήθως κακοτράχαλες
νεφοσκεπείς
απρόσιτες…

αλλά υπάρχουν

και πάντοτε έχουν μια μυθική διάσταση
ακριβώς γιατί είναι… καθημερινές ημέρες
σαν όλες τις άλλες
αλλά… εντελώς διαφορετικές
μοιάζουν φιλικές
γιατί πολλές φορές τις γιορτάζεις
στην ουσία είναι μπάτσοι της παλιάς σχολής
και ανακριτές
που σε καθίζουν σε ένα σκαμνί
και σ’αναγκάζουν να … τα ξεράσεις όλα…

όχι αυτά που ξέρεις
αλλά αυτά που κάνεις ότι δεν ξέρεις
όχι αυτά που είδες
αλλά αυτά που αγνόησες
όχι αυτά που έζησες
αλλά αυτά που προσπέρασες
όχι αυτά που τόλμησες
αλλά αυτά που φοβήθηκες

όχι αυτά που αγάπησες
αλλά αυτά που κιότεψες να αγαπήσεις

ναι
έτσι είναι αυτές οι γιορτινές
γενέθλιες μέρες
μασκαρεμένοι εισαγγελείς
και δικαστές
που έχουν την απόφαση έτοιμη
αλλά προσποιούνται με χαμόγελο
ότι ‘θα ακουστείς και θα έχεις μια δίκαιη δίκη’

ψέματα

ποτέ κανείς δεν δικάστηκε δίκαια
από τον εαυτό του…

αλλά ας είναι
για μια χρονιά ακόμη
ας είναι

ό,τι έμεινε πίσω
δεν φωνάζει πια
είναι ήσυχο και αναπαυμένο

ό,τι είναι μπροστά
έχει ένα βλέμμα αυστηρό
και μια δέσμευση
κοφτερή σαν καλοακονισμένη λάμα

πως ό,τι βιώνεται
πάντοτε θα βιώνεται ολόκληρο…

γιατί αλλιώς
οι μέρες αυτές γίνονται και… Εξολοθρευτές
έρχονται μια μέρα από το μέλλον
και σε καθαρίζουν στεγνά
στον ύπνο σου…

ακόμα κι αν είσαι ξύπνιος...

November 4th
a day to remember...

χρόνια μας πολλά
οι εορτάζοντες!

φέτος
με τη φθορά κατά ένα χρόνο βαρύτερη
αισθάνομαι ένα πιο ήρεμο χαμόγελο
ίσως γιατί οι εξολοθρευτές έρχονται και παρέρχονται
αλλά η αίσθηση του αιώνιου
είναι ακόμα πιο σημαντική

το Αχανές κάθε τέτοια μέρα
τους γενεθλιώτες σπλαχνίζεται
και τους επιτρέπει να αρμονίζονται

με το φωτεινό τους σύμπαν!

Τρίτη, Οκτωβρίου 29, 2013

η ομορφιά της αναζήτησης...



Κάποτε, στις παλιότερες στοχασμικές μου διαδρομές, είχα αποφανθεί πως αν ο Θεός αρνείται τόσο… πεισματικά να… εμφανιστεί και να δηλώσει νέτα, σκέτα που λένε, την παρουσία Του δεν είναι άλλος από το ότι δεν θέλει να στερήσει από τον άνθρωπο την ομορφιά της αναζήτησης. Αργότερα κατάλαβα πως αυτή η σκέψη αρμόζει καλύτερα μάλλον στον αυτοβασανιζόμενο άνθρωπο που έχει ιδεολογικοποιήσει τον πνευματικό του… μαζοχισμό. Όμως, πώς να το κάνουμε, αν ακυρωθεί η αναζήτηση και σου δοθούν όλα από την αρχή στο πιάτο, δεν πρόκειται να αντιληφθείς τίποτε. Πήγα να γράψω ‘καταλάβεις’ αλλά ευτυχώς συγκρατήθηκα. Δεν χρειάζεται ούτε πρέπει να καταλάβεις τίποτα.
Ο στόχος, αν υφίσταται τέτοιος, είναι να βιώσεις, να πραγματώσεις, να ψηλαφήσεις και να εμπειρωθείς κάτι ολοκληρωτικά… στην ιδανική κατάσταση. Το να ‘καταλάβεις’ απλά είναι σχεδόν άχρηστο και απόλυτα εξαρτημένο από την καιρικότητα. Ακριβώς όπως συνέβαινε πάντα με τις πολιορκίες και τις αλώσεις των πόλεων στους αναρίθμητους πολέμους. Πολλές από αυτές άλλαζαν χέρια με τέτοια ταχύτητα που οι δύσμοιροι κάτοικοι δεν προλάβαιναν να προσαρμοστούν στις νέες διοικήσεις και απλά περίμεναν να κυλήσει ο χρόνος ως την επόμενη πολιορκία και τη νέα κατάσταση. Κόσμος μπαινοβγαίνει στο ιερό, ελάχιστοι αντιλαμβάνονται το περιεχόμενό του.

Τελευταία το συνειδητοποίησα αυτό με μια άλλη αφορμή, φαινομενικά άσχετη. Παρακολουθώντας μια ταινία από αυτές που ανήκουν στην κατηγορία ‘μυστηρίου’, ‘αστυνομικού θρίλερ’ κλπ.
Όλη η ένταση, όλο το ενδιαφέρον, όλο το ‘σασπένς’ ενυπάρχει στην αγωνιώδη αναζήτηση του πρωταγωνιστή για να διαλευκάνει το μυστήριο, να πλησιάσει κοντά στην πηγή όλων των δεινών, να βρεθεί κάποια στιγμή και μετά από χίλια βάσανα μπροστά στο πέπλο και όλοι εμείς με κομμένη την ανάσα να περιμένουμε τι θα αποκαλυφθεί όταν θα το παραμερίσει…
Μόλις επισυμβεί αυτό, ξαφνικά, μονομιάς, όλο τούτο το θαυμαστό οικοδόμημα της αγωνίας καταρρέει και μπορούμε να επιστρέψουμε και πάλι στις καθημέριες δράσεις μας. Βιώσαμε για δυο ώρες τη δραματική λαβυρινθώδη και αδρεναλινική κατάβαση του πρωταγωνιστή ως την αρχή όλων και τώρα έχοντες λάβει τη δόση μας, μπορούμε να αναπαυτούμε πλέον ήρεμοι ώσπου να αναζητήσουμε την επόμενη… αναζήτηση.

Και οι αναλογίες με την ίδια τη ζωή; Αυτός ο Ερμής ο καθώς λένε, τρείς φορές Μέγιστος πάντα χώνει τη μύτη του τελικά. Όπως πάνω, έτσι και κάτω. Όπως μέσα έτσι και έξω.
Και όπως στη μικρή κλίμακα, έτσι και στη μεγάλη.
Βάζουμε τους μικρούς ή μεγαλύτερους στόχους κι ύστερα πλήττουμε που η επίτευξη ήταν πιθανώς ευκολότερη του αναμενόμενου και ο πήχης ανεβαίνει.
Ως πότε;
Ως που;
Καθώς θα έλεγε και ο μέγιστος Μικελάντζελο Μπουοναρότι:

Ο μεγαλύτερος κίνδυνος για τους περισσότερους από μας
δεν είναι ότι οι στόχοι μας είναι πολύ υψηλοί
και δεν μπορούμε να τους φτάσουμε,
αλλά ότι είναι υπερβολικά χαμηλοί

και τους φτάνουμε


Τετάρτη, Οκτωβρίου 23, 2013




στο πνεύμα εγγράφονται 
οι μέρες της σιωπής
στο δέρμα απογράφονται
οι ιαχές της μοναξιάς
στη σάρκα αποτυπώνονται
όλες οι αιωνιότητες των στιγμών

και μένουν ανεξίτηλες…

στην καρδιά εν-τυπώνονται
οι δωρεές του Ανθρώπου
στην ψυχή εγγλύφονται
οι αναρίθμητες περπατησιές του Χρόνου
στο δέρμα μελανώνονται
οι βάναυσες αλλοιώσεις του στοχασμού
στη σάρκα απολιθώνονται
οι παράξενες ιδιοτροπίες του Αχανούς

και μένουν ανεξίτηλες…

στα δάχτυλα ανασαίνουν
οι κρυφές γεωμετρίες του πόνου
στα μάτια αναρριχώνται 
οι φωτεινές νύχτες
και οι σκοτεινές ημέρες
της εγκατιαίας πείνας για κατάκτηση

στο δέρμα
εκδιπλώνεται
η αρχέγονη ανάγκη
να συνυπάρχεις

στη σάρκα
γεννιέται
και στους μυστικούς της δρόμους
σαν κυτταρικός ποταμός
διακλαδώνεται
η απόκρυφη
και μαγική 
και ανεξήγητη εντελέχεια

να δι-υπάρχεις…

και μένει ανεξίτηλη…

ιαν2013

Κυριακή, Οκτωβρίου 20, 2013

Τα δάκρυα της συγκίνησης...




Όσο μεγαλώνουμε παιδί μου, γινόμαστε πιο ευσυγκίνητοι…
Θυμάμαι τα λόγια της γιαγιάς. Τα θυμάμαι μαζί με τα δάκρυά της… όταν θυμόταν τον άντρα της… όταν θυμόταν τον αδερφό της… όταν θυμόταν την κόρη της… συχνά, όλο και πιο συχνά…
Γιατί; Γιατί συμβαίνει αυτό; την ρώτησα κάποια μέρα.
Θα πρέπει να ήταν μήνες πριν φύγει από το σπίτι και δεν την ξανάδα. Οι γνωστές οικογενειακές έριδες την ενέπλεξαν σε ένα παιχνίδι ‘εξουσίας’ και ‘κυριότητας’ από το οποίο δεν ήθελε να ξεφύγει. Ακόμη κι αν μπορούσε.
Δεν ξέρω αγόρι μου. Ίσως γιατί πλησιάζουμε όλο και πιο κοντά…
Στο τέλος;
Ναι… αλλά μην σε απασχολούν εσένα αυτά… εσύ είσαι νέος…
Οι μνήμες είναι πιο ζωηρές τότε; Γι αυτό συμβαίνει; επέμεινα.
Ή μήπως αναδύονται ευκολότερα; σκέφτηκα.  Γιατί έχουν πάψει πια να είναι αναμνήσεις. Έχουν μια άλλη ποιότητα. Είναι μνήμες, πάει να πει εγγραφές που η δύναμή τους παραμερίζει την καιρικότητα και μοιάζουν με το πυρωμένο σίδερο… ακόμα κι αν δεν το αγγίξεις, είναι εκεί… και νιώθεις τη θερμότητα… ως τα εσώψυχά σου…
Η γιαγιά κούνησε το κεφάλι και χαμογέλασε.
Μα, τώρα πια, τα έχουμε κλείσει αυτά τα τετράδια, μου είπε και με άφησε απορημένο να την κοιτώ. Τα τετράδια που έχουν κι άλλες λευκές σελίδες. Επομένως, κι αν ξέρω την απάντηση Αντώνη μου, δεν έχει νόημα. Δεν υπάρχει χώρος να την γράψω.
Η αλήθεια είναι πως δεν είχα την ευκαιρία να συνεχίσω τη συζήτηση. Και με στενοχώρησε αυτό. Τότε όχι τόσο, αργότερα όμως…
Επειδή μεγαλώνοντας μερικοί δεν γίνονται μονάχα πιο ευσυγκίνητοι αλλά και εξυπνάκηδες, αν ζούσε σήμερα ίσως να της απαντούσα πως, αυτό οφείλεται – ίσως - στο ότι το βλέμμα σταδιακά στρέφεται ολοένα και περισσότερο προς τα μέσα. Η νεότητα είναι συνδεδεμένη, σχεδόν ταυτισμένη με τον εξωτερικό κόσμο. Την εξωστρέφεια, την επικοινωνία, την εξερεύνηση, την απληστία να γνωρίσεις τα πάντα. Να ‘κατακτήσεις’ τα πάντα.
Σιγά σιγά, όλες αυτές οι δράσεις αποκτούν το πραγματικό τους νόημα. Πάντα το μυστικό ήταν να γνωρίσεις εσένα. Όλες σου οι προσπάθειες να ‘κερδίσεις’ τον κόσμο απολήγουν στην… προγραμματισμένη από τα πριν αλλά ‘μυστική και αθέατη’ στόχευση του είναι. Να ολοκληρωθεί, να αυτο-πληρωθεί, να αυτο-πραγματωθεί.
Τα δάκρυα της συγκίνησης στην ανάδυση περιστατικών της παιδικής ηλικίας ή της νεότητας, πληγώνει τον εαυτό που συνειδητοποιεί τη ματαιότητα του κυκλώπειου εγχειρήματος. Όμως, δεν ακυρώνει την ουσία, την αλήθεια αλλά και την αποφασιστικότητα, ως το τέλος, να εξακολουθεί την εργασία του.
Μυστικά και αθέατα κάποτε.
Φανερά και χωρίς περιττές στολές ‘παραλλαγής’ πλέον.

Τι άλλο είναι τα δάκρυα ίσως από την απεγνωσμένη προσπάθεια του είναι να σου υπενθυμίζει την ύπαρξή του;
Και το ανολοκλήρωτο της εργασίας σου;

Ως το τέλος… έχεις δουλειά να κάνεις…

Όχι πια με τον ‘αντίκρυ’ κόσμο… αλλά με τον ένδον, απαρηγόρητο, λιμοκτονούντα για λίγο ακόμη χρόνο.

Για τη συνέχισή του… 

Rain Tears

Πέμπτη, Οκτωβρίου 17, 2013

Το Μεγάλο Μυστικό Θέαμα...



Είναι ίσως πιθανό να καταφέρεις κάποτε να… γλιτώσεις από την αγάπη του Θεού. 
Είναι εντελώς αδύνατον όμως να ξεφύγεις απ’τον κυνισμό του…


-Συναντηθήκαμε κάτω από... δύσκολες συνθήκες, του είπε. Κάτω από συνθήκες που δεν ευνοούσαν την επικοινωνία.

Καθώς μιλούσε, η ένταση της φωνής μειωνόταν. Ο άνθρωπος που ταυτόχρονα σκέφτεται αυτά που λέει, δεν έχει σταθερή ένταση φωνής. Είναι γιατί διαπραγματεύεται τις σκέψεις του και τις προϋποθέσεις εξωτερίκευσής τους. Και τούτη η διαδικασία έχει τη φορεσιά της συναλλαγής σε ένα εμπορικό μαγαζάκι. Όταν ελέγχεις τον μαγαζάτορα για την ποιότητα του εμπορεύματος, έχεις φωνή δυνατή και σταθερή. Όταν όμως θέλεις να σου κάνει ‘σκόντο’ η φωνή σου χαμηλώνει και το ηχόχρωμα γλυκαίνει.

-Ποιες συνθήκες ήταν δύσκολες, την ρώτησε. Οι δικές σου ή οι δικές μου; 

Πως νιώθει εκείνος που γνωρίζει πως του ξημερώνει μια άθλια ημέρα και προετοιμάζεται αποβραδίς, έτσι της μιλούσε, έτσι την κοιτούσε.
Η λατρεία και η λαγνεία μοιάζουν ίσως τελικά σ’αυτό. Στον τρόπο που κοιτάμε τον άλλο.

-Και των δυο...

Και η γενίκευση δεν θα αργούσε φυσικά. Δεν μπορούμε να σκοτώσουμε τον άλλο αν δεν εντάξουμε το φόνο σε μια παγκόσμια, πανάρχαια και γενικευμένη νομοτέλεια. Όλοι θα πεθάνουμε, χτες εκείνος, σήμερα εσύ, αύριο εγώ. Βέβαια, σήμερα σε σκοτώνω εγώ και θα πρέπει να σου κάνω και μια μικρή διάλεξη περί ανθρωπίνων σχέσεων και της ματαιότητας αυτών. Αυτό δεν ίσχυε φυσικά όταν ήμασταν τρελά ερωτευμένοι. Τότε η ματαιότητα είχε βαφτιστεί ‘άδραξε το σήμερα’ και ‘ζήσε τη στιγμή’. Πόσες ανοησίες δεν έχουν κάνει σλόγκαν οι άνθρωποι; Λες κι είναι δυνατόν να μην ζήσεις τη στιγμή. Λες κι είναι δυνατόν να ζήσεις οτιδήποτε άλλο εκτός από τη στιγμή.
Ρηχός δεν είναι ο άνθρωπος που δεν έχει ΄βαθιές’ σκέψεις. Είναι εκείνος που αναμεταδίδει τις ρηχότητες των άλλων.

-Ώστε λοιπόν, ήρθε το τέλος...

Το τέλος… το δέος του τέλους… το Μεγάλο Μυστικό Θέαμα που θα έλεγε και ο Κλάιβ Μπάρκερ… ήρθε το τέλος… ο άνθρωπος σε ανάλογες καταστάσεις συνήθως επαναλαμβάνει… ώστε ήρθε το τέλος… ξανά και ξανά… όχι πως θέλει να ακούσει την αναγγελία σαν κάποια άσκηση μαζοχισμού, είναι που ο αντίλαλος της ετυμηγορίας του εχθρικού δικαστή τον έχει αφοπλίσει… προσωρινά… σύντομα το συναίσθημα θα αναπληρώσει το κενό…

Το συναίσθημα, ως ροϊκή και δυναμική δράση του Αχανούς, υπερπληρώνει όλα τα κενά που αφήνει ο νους, η σκέψη, η αλήθεια. Το συναίσθημα δεν αντιλαμβάνεται την ‘αλήθεια’ αλλά μονάχα αυτό που έχει μητρικά αποτυπώσει ως ‘πραγματικότητα’. Όταν αυτή η πραγματικότητα διασαλεύεται, απειλείται, πληγώνεται, τότε το ρυάκι γίνεται χείμαρρος και πλημμυρίζει τα πάντα…

Και τότε έρχεται ο θυμός…  

Και η κωμωδία του διαλόγου, της επικοινωνίας, της ‘πολιτισμένης’ επαφής απεκδύεται κάθε έννοια αρχοντοχωριάτικου καθωσπρεπισμού και γίνεται αυτό που ήταν πάντα. Μια τυφλή, σκοτεινή, δολοφονική δύναμη.

Το ‘πανηγύρι’ των στιγμών δεν έχει τέλος… και ο παρατηρητής δεν οφείλει να είναι πάντα ψύχραιμος, ψυχρόαιμος… εκτός αν ζηλεύει τον ερωτισμό του δράκου του Κόμοντο ή των κροκοδείλων του Νείλου…

Και το βλέμμα που μας αποσυνθέτει, τελικά, δεν είναι ποτέ του άλλου, είναι πάντα το δικό μας…


Είναι ίσως κατορθωτό να αποφύγεις την τιμωρία του εαυτού. 
Είναι εντελώς αδύνατον όμως να κρυφτείς από το βλέμμα του…



Invasion of the Dunes
  Marsel van Oosten

Σάββατο, Οκτωβρίου 12, 2013

Πώς γίνεται να… καταβροχθίσεις τον εαυτό σου;





Devoured (2012).  Κάποιες σκέψεις…


Υ
πάρχει το λοιπόν, κάτι πολύ επικίνδυνο με τις ταινίες που βασίζονται σχεδόν αποκλειστικά σε ένα και μόνο πρόσωπο με την κάμερα να το παρακολουθεί από την αρχή ως το τέλος… ο light κίνδυνος είναι να αποτελούν μια πληκτική αφήγηση του σκηνοθέτη που βαρέθηκε να σκέφτεται κάτι και θέλησε να το μοιραστεί μαζί μας… ο πραγματικός κίνδυνος είναι να επιτύχει ο σκηνοθέτης στο έργο του και η ταινία να μας αρπάξει απ’το σβέρκο και να μας… κατηφορίσει σε μυστήρια και σκοτεινά σοκάκια…
Βέβαια, επειδή είμαστε –αλίμονο – ‘ψαγμένοι’ και ‘περπατημένοι’, δεν καταλαβαίνουμε απ’αυτά και δεχόμεθα ευχαρίστως την πρόκληση – πρόσκληση. Θέλεις φίλε μου να χωθούμε στα μονοπάτια του κλειστοφοβικού κόσμου σου; Οκ… μαζί σου… αλλά να μας υποσχεθείς ότι θα αξίζει ο κόπος… μην τελέψει δηλαδή το θέαμα και ξυνόμαστε και αναρωτιόμαστε γιατί δεν είδαμε το ματς στο άλλο καναλάκι…



 Αυτό που μερικές φορές αρκεί, είναι απλά ένα πρόσωπο… το πρόσωπο… και στην περίπτωση του κ. Greg Olliver και της δημιουργίας του, αυτό ευρέθη και μάλιστα με μεγάλη επιτυχία. Η Marta Milans. Κι αυτή είναι η αρχή, η μέση και το τέλος. Η πάνω και η κάτω διάσταση, ο χρόνος και ο τόπος ακόμη. Διότι μπορεί όλα να εκτυλίσσονται στο στενόχωρο Restaurant Francais σε κάποιο δρόμο του Μανχάταν, όμως ο πραγματικός τόπος όπου τα δρώμενα λαμβάνουν χώρα, γεννιούνται και πεθαίνουν, είναι ο εσωτερικός κόσμος, το μυαλό και η ψυχή της πρωταγωνίστριας. Κι όλα αυτά πρέπει να φαίνονται στο πρόσωπο.
Αυτά είναι πράγματα ωραία και αν μου αρέσουν αυτές οι τόσο ‘μονόχνωτες’ ταινίες είναι το ότι με αναγκάζουν να βιώσω μαζί με την πρωταγωνίστρια τα ζόρια της, τις χαρές της, τη θλίψη της και τη μοναξιά της. Είπαμε, αν ο σκηνοθέτης κατέχει το άθλημα. Διαφορετικά…
Η Lourdes (Marta Milans) έχει το πρόσωπο. Ναι, το έχει. Έχει τις εκφράσεις, το άδειο, το γεμάτο, το πλήρες, το απεγνωσμένο, το φρικώδες, το τρελό, το μοχθηρό, το πονεμένο… και το λάγνο ακόμα. Δηλαδή είναι ένα όμορφο, δυνατό, ενδιαφέρον πρόσωπο με πολλές γωνίες, με πολλές αναγνώσεις, καθόλου βαρετό. Το χειρότερο σε κάθε τι είναι να βαριέσαι. Έτσι δεν είναι;



Η Μεξικάνα Lourdes δεν ζει μια χαρούμενη ή έστω μια σχετικά ήρεμη ζωή. Βρίσκεται εγκλωβισμένη σε μια αφιλόξενη πόλη, σε ένα εχθρικό και βίαιο εργοδοτικό περιβάλλον, σε μια ρουτινιάρικη, άθλια καθημερινότητα που δεν της δίνει καμιά ευχαρίστηση, καμιά διέξοδο. Όμως όλα αυτά δεν γίνονται παρά για έναν σκοπό. Να βοηθήσει το βαριά άρρωστο παιδί της που υπεραγαπά. Να μαζέψει τα απαιτούμενα χρήματα για μια καθοριστική επέμβαση.

 Η μετανάστρια από το Μεξικό με την εξοντωτική της εργασία στο εστιατόριο, μαζεύει και τη δεκάρα για να βοηθήσει το γιό της κι αυτό την κρατά όχι μόνο ζωντανή αλλά και λογική. Ο προσανατολισμός αυτός είναι από κάθε άποψη τρομακτικός. Όχι μόνο γιατί μια ανηδονική ζωή που έχει έναν και μόνον στόχο, όσο ιερός κι αν είναι αυτός, σε αποχυμώνει ψυχικά και συναισθηματικά, αλλά γιατί, στο μυαλό του σεναριογράφου Marc Landau και του σκηνοθέτη Greg Olliver, η συγκεκριμένη γυναίκα χωρίς να το καταλαβαίνει (;) βυθίζεται σε μια ενδοχώρα με παραισθητικά φαινόμενα και διανοητικές ανισορροπίες που κάνουν την όλη διαδρομή στα όρια του εκτροχιασμού… κι αυτό το αφηγείται ο σκηνοθέτης με απλότητα και ηρεμία, σε ρυθμούς αργούς που σε κάνουν να αναρωτιέσαι –για μια ταινία θρίλερ – τρόμου – ‘πότε θα ξεκινήσει η δράση;’
Η αλήθεια είναι πως η ταινία σε αποζημιώνει απότομα.
Αν έχεις την υπομονή να περιμένεις και την εσωτερική ησυχία να την παρακολουθήσεις χωρίς περισπασμούς. Εδώ πρόκειται για εσωτερική δράση, πρώτιστα. Άρα, απαιτείται υπομονή.
Δεν θα γράψω περισσότερα γύρω από την δυνατή ανατροπή που σε αιφνιδιάζει στα τελευταία είκοσι λεπτά. Με ενδιαφέρει περισσότερο αν γεννιέται ένας επόμενος στοχασμός από κάθε τι που βλέπω.
Κι εδώ είναι το ερώτημα που έθεσα εξ αρχής: Πώς γίνεται να καταβροχθίσεις τον εαυτό σου;
Και γιατί το κάνεις;
Γιατί και πότε επιχειρείς να το κάνεις;



Πρώτα απ’όλα μια ενδιαφέρουσα και αναγκαία διευκρίνιση: εδώ μιλάμε για καταβρόχθιση δεν μιλάμε για αυτοκτονία. Όταν επιχειρείς να καταναλώσεις βίαια τον εαυτό σου δεν το κάνεις γιατί θέλεις να αυτοκτονήσεις. Και ο φυσικός φορέας δεν συμμετέχει πρωτογενώς στην τελετουργική… βρώση. Αυτό που συμμετέχει είναι το συναίσθημα και όλο το περιεχόμενο του βίου. Αυτό που είναι ο βίος για σένα και το πώς νιώθεις γι αυτό. Το πώς νιώθεις γι αυτό όμως δεν είναι μια απλή υπόθεση. Είναι στην ουσία η απάντησή σου στο πρωτεϊκό και πρώτο ερώτημά σου. Άρα το να καταβροχθίσεις τον εαυτό σου σημαίνει να εξαλείψεις μαζί με τα ενοχλητικά ερωτήματα και τις πηγές δυστυχίας που όμως, δυστυχώς ή ευτυχώς, ταυτίζονται στην περίπτωσή μας, με τον ψυχικό, πνευματικό και τελικά και τον φυσικό σου φορέα. Δηλαδή με σένα. Πρώτα όμως υπάρχουν άλλα στάδια. Δεν θα τα αποκαλύψω γιατί αυτό θα πρόδιδε και το αποκορύφωμα της ταινίας. Το ταξίδι είναι μια κατάβαση σε πολύ σκοτεινά δωμάτια του είναι. Κι αυτό για μένα αποτελεί το κλειδί της ταινίας. Ο λόγος για τον οποίο θυμάμαι την ταινία. Ο λόγος που με απασχόλησε που γέννησε στοχασμούς.
Και τελικά… το εστιατόριο, το φαγητό, ο τόπος που γίνεται τρόπος… ο τρόπος που τρώμε… όχι μονάχα το μαγειρεμένο ή ωμό φαγητό μας. Αλλά ο τρόπος που καταβροχθίζουμε τον... μαγειρεμένο ή ωμό… εαυτό μας.