Τρίτη, Νοεμβρίου 30, 2010


Από: ‘Ημερολόγιο Ανάγνωσης’ Χαράλαμπος Γιαννακόπουλος

«Όλα είναι τραγικά πλην του τράγου»
(το χιούμορ στην ποίηση του Νίκου Καρούζου)

«Τι χιούμορ σ’ όλους τους μεγάλους ποιητές!»
Λουί Αραγκόν, Περί ύφους

Με τη λιτή και καίρια διατύπωση που βρίσκουμε σ’ ένα από τα πρώτα ποιήματά του, «Η αγωνία μου υψώνεται / ως τα εδελβάις άνθη», θα συνοψίσει εξαίσια ο Νίκος Καρούζος και θα προαναγγείλει με σαφήνεια την ποιητική και υπαρξιακή πορεία μιας ολόκληρης ζωής, που επρόκειτο να τον φέρει με όχημα την πιο βαθιά πάντα αγωνία σε μια διαρκή ανάβαση ως τα απώτατα ύψη όπου φύονται τα θεία εκείνα άνθη. Γιατί αυτού του ποιητή η αγωνία δεν ήταν δυνατόν ούτε στιγμή να καταλαγιάσει· κι όταν κάποτε νόμισε πως βρήκε παρηγοριά και, ίσως, νόημα στον χριστιανισμό ή στο όραμα της αταξικής κοινωνίας, ακόμη και τότε η αμηχανία της ύπαρξης και η οντολογική απόγνωση δεν εγκατέλειψαν τον Καρούζο. Πώς να γινόταν εξάλλου αφού ύπαρξη και αγωνία μοιάζει να είναι ταυτόσημες έννοιες σε αυτόν τον ποιητή.
Αδυνατώντας, λοιπόν, να αποκόψει τις πηγές που αρδεύουν την αγωνία του βάλθηκε ο Νίκος Καρούζος, επίμονα και αποφασιστικά, να στερέψει τις πηγές της ύπαρξης· κι επειδή για τον ίδιο η ύπαρξη δεν μπορεί να νοηθεί ξεχωριστά από την ποίηση, καταπιάστηκε με τη συνειδητή και οδυνηρή υπονόμευση της ίδιας της ποιητικής πράξης, μέσω της εξάρθρωσης της γλώσσας και της δυνατότητας για έκφραση, μέσω της απογύμνωσης της σκέψης και της άρνησης της νοημοσύνης του, για να φτάσει τελικά ως την πλήρη εκμηδένιση του εαυτού του. «Φεύγω απ’ το στόμα μου φεύγω απ’ το μυαλό μου / δεν έχει όρια η κωμωδία της γλώσσας», θα γράψει και θα χαθεί, καθώς επισημαίνει εύστοχα ο Ευγένιος Αρανίτσης, «σε γλωσσικές ακροβασίες και ακρότητες, σε παράδοξα λογοπαίγνια, σε παρηχήσεις και ψίθυρους, σε αντίλαλους μιας γλωσσικής αβύσσου δίχως πυθμένα». Το χιούμορ, σε όλες τις διαβαθμίσεις και τις ποικιλίες του, είναι ένα ακόμη όπλο που θα χρησιμοποιήσει ο Νίκος Καρούζος στον διαρκή αγώνα του εναντίον της υπαρξιακής απόγνωσης αλλά συχνά και εναντίον της απαράδεκτης πολιτικής και πνευματικής οργάνωσης της κοινωνίας μας.
Μία εξάλλου από τις κύριες και ουσιαστικές λειτουργίες του χιούμορ, τόσο στην καθημερινή ζωή όσο και στην τέχνη, είναι η επίθεση κατά της συμβατικής τάξης και της άκαμπτης λογικής, κατά του οργανωμένου ελέγχου και του συστηματικού εκφοβισμού. Η θεωρία του Μπαχτίν για το λαϊκό καρναβάλι και το γέλιο ως αντίδοτο και αντίδραση στον αγέλαστο μεσαιωνικό πολιτισμό της Εκκλησίας είναι διαφωτιστική και για τις σύγχρονες χρήσεις του χιούμορ. Ως δύναμη ανατροπής, ακριβώς, το ορίζει σε συνέντευξή του το 1988 και ο ίδιος ο Καρούζος, ενώ ο αμερικανός συγγραφέας Κερτ Βόνεγκατ θεωρεί ότι ο πιο αποτελεσματικός τρόπος να επιτίθεσαι στο Σύστημα είναι να αποκαλύπτεις το καταγέλαστο του πράγματος. Είναι διπλή, ωστόσο, η λειτουργία του χιούμορ: άλλοτε ανατρεπτική και άλλοτε, ή και ταυτόχρονα, λυτρωτική και παρηγορητική. Μπορεί να είναι δηλαδή μια δύναμη αμφισβήτησης και διασάλευσης της τάξης αλλά συχνά μετατρέπεται σε καταφύγιο από την αγωνία της ύπαρξης και την οδύνη της πραγματικότητας.
Στην ποίηση το χιούμορ είναι σταθερά παρόν, από την Ιλιάδα του Ομήρου ήδη και τον Αρχίλοχο έως και σήμερα, και επενεργεί και με τις δυο αυτές λειτουργίες του – είτε ως αμυντικό καταφύγιο είτε ως επιθετικό όπλο – παίρνοντας ποικίλες μορφές: αστεϊσμός, σάτιρα, ειρωνεία, πλάκα, καυστικό χιούμορ, ανέκδοτο, παρωδία, μαύρο χιούμορ. Σε τέτοιο μάλιστα βαθμό θεωρείται συχνά απαραίτητο στοιχείο κάθε τέχνης, ώστε απόλυτες διατυπώσεις σαν αυτή του Αντρέ Μπρετόν (για το μαύρο χιούμορ, εν προκειμένω) να μη θεωρούνται ολότελα άστοχες: «Βλέποντας τις ειδικές ανάγκες της μοντέρνας ευαισθησίας διαπιστώνουμε ότι τα ποιητικά, καλλιτεχνικά και επιστημονικά έργα, τα φιλοσοφικά και κοινωνικά συστήματα που στερούνται αυτό το είδος του χιούμορ, που δεν δημιουργούν απολαύσεις, είναι καταδικασμένα, αργά ή γρήγορα, να σβήσουν».
Έτσι λοιπόν θα συναντήσουμε εκφάνσεις του χιούμορ σε κάθε περίοδο και ρεύμα της νεοελληνικής ποίησης και σε κάθε σχεδόν ποιητή. Κι αν στην παραδοσιακή ποίηση ήταν η σάτιρα και η παρωδία που είχαν τα πρωτεία (είναι χαρακτηριστικές οι περιπτώσεις του Σολωμού, του Παλαμά και του Βάρναλη), στη μοντέρνα ποίηση το χιούμορ δεν διαχωρίζεται υποχρεωτικά από τα άλλα συστατικά της γραφής αλλά συνυφαίνεται και λειτουργεί παράλληλα με αυτά ή και εναντίον τους. Έτσι συμβαίνει, παραδείγματος χάριν, στον Καρυωτάκη: «θα ιδούμε, / Κύριε, Κύριε, και το τερραίν του Παραδείσου / όπου θα παίζουν cricket οι οπαδοί Σου» ή «θάνατος οι γυναίκες που αγαπιούνται / καθώς να καθαρίζουνε κρεμμύδια». Παρομοίως και στην Κική Δημουλά: «Καλού κακού φοράει πάντα τις παντόφλες της / η απόλυτη ησυχία εντός μου», αλλά και στον Νίκο Εγγονόπουλο, στον Νικόλαο Κάλας, στον Ε.Χ. Γονατά, στον Γιάννη Κοντό, στον Ηλία Λάγιο, στον Σάκη Σερέφα και, κατ’ εξοχήν, στον Νίκο Καρούζο.
Γιατί ο Καρούζος διαφέρει από τους υπόλοιπους σύγχρονους ποιητές συν τοις άλλοις και λόγω του πλήθους των αναφορών στην έννοια και τη λειτουργία του χιούμορ που βρίσκει κανείς στην ποίησή του. Χρησιμοποιεί, με άλλα λόγια, συχνά ένα είδος μετα-χιούμορ, θα μπορούσαμε να πούμε, ανάλογο της μετα-ποίησης που επισημαίνει η Ελισάβετ Λαλουδάκη: «Η μετα-ποίηση, η ποίηση που μένει μετά την άρνηση της ποίησης, λειτουργεί κυρίως σαν ένα σχόλιο πάνω στην ποιητική διαδικασία εν τω γίγνεσθαι». Ένα χιουμοριστικό σχόλιο, θα λέγαμε ακριβέστερα: «Όταν οι πηδηχτοί νάνοι – ποιοι νάνοι;», διαβάζουμε σε κάποιο ποίημα και σε άλλο σημείο σχολιάζει ο ίδιος εν παρενθέσει τον αμέσως προηγούμενο στίχο του: «ε, δεν τη φανταζόμουνα μια τέτοια φράση». Είναι, κατά κάποιον τρόπο, σαν ο ποιητής να είναι και να μην είναι παρών μέσα στο ποίημα, μειώνοντας με αυτή τη μέθοδο την ένταση της αγωνίας που βιώνει και επιχειρεί να μεταδώσει.
Η υποψία ότι δεν πρόκειται για ανεπίγνωστο αυτοματισμό αλλά για συνειδητή προσπάθεια εκ μέρους του ποιητή να αποφορτίσει με αυτόν τον τρόπο την ποίησή του από την απόγνωση που γεννάει η ύπαρξη επιβεβαιώνεται από τον ίδιο στις συχνές αναφορές του στην έννοια του χιούμορ. Διαβάζουμε, φερ’ ειπείν, στο ποίημα «Κοντά στον κάθε ήλιο», ένα ποίημα συγκλονιστικής ποιητικής αυτογνωσίας: «Είμαστε ακόμη στην προϊστορία του χιούμορ», γιατί, όπως θα γράψει αλλού, «Το χιούμορ είναι βραδύτητα· δεν είναι για βιαστικούς». Εξάλλου, ακόμη και τα πιο αγωνιώδη ερωτήματα της ύπαρξης μπορούν να αντιμετωπιστούν με το χιούμορ, ένα είδος μεταφυσικού ή και γνωσιολογικού χιούμορ, όπως διαβάζουμε στον τίτλο ενός ποιήματος: «Το σύμπαν έμοιαζε καμωμένο για να διασκεδάσω μαζί με την αιωνιότητα μόνος», «ερεβώδη αστειάκια στο στίβο της νόησης», «καταλήγω πως η μια αλήθεια είναι το χιούμορ της άλλης».
Ο ποιητής σε καμία περίπτωση δεν περιορίζεται στην ανατρεπτική μόνο και εμπρηστική λειτουργία του χιούμορ αλλά καταφάσκει και την ελαφριά του όψη, σε αντίθεση με τον ποιηματογράφο, όπως διευκρινίζει σε κάποιο πεζό κείμενό του, ο οποίος «έχει στα μάτια του το εγώ του και παίρνει στα σοβαρά τα δάκρυά του». Ενώ ο ίδιος ομολογεί: «Εγώ, κύριοι, τη διασκεδάζω την αποτυχία μου στην ύπαρξη», «Θα συνεχίσω την ποίηση μονάχα για πλάκα», «Η ζωή μάς προτρέπει σταθερά ναν το ρίξουμε στα ανέκδοτα», «Δεν παίζω σοβαρότητα», «Η μια μου λέξη ας κοροϊδεύει πάντα την άλλη». Δεν διστάζει εξάλλου να δηλώσει «Γελοίος όσο και το γέλιο». Αν και πρέπει να έχουμε πάντα υπόψη μας τη διευκρίνιση των ανθρωπολόγων ότι «Το χιούμορ και το γέλιο, αν και στενά συνδεδεμένα, δεν πρέπει να θεωρούνται αδιαχώριστα, θα ήταν λάθος να υποθέσουμε ότι το κριτήριο για το αστείο είναι το κατά πόσον προκαλεί γέλιο ή όχι. Δεν είναι απαραίτητο να μπούμε στη φυσιολογία και την ψυχολογία του γέλιου, αφού είναι γενικά αποδεκτό ότι μπορεί κανείς να εκτιμήσει ένα αστείο χωρίς να γελάσει, καθώς και ότι μπορεί να γελάει για λόγους πέραν του ότι έχει αντιληφθεί ένα αστείο».
Ο Νίκος Καρούζος διέθετε στη ζωή του, σύμφωνα με τη διατύπωση του Ματθαίου Μουντέ αλλά και όποιου άλλου τον γνώρισε, «ένα δαιμονικό χιούμορ για πρόσωπα και πράγματα. Κορόιδευε το λογής κατεστημένο με καυτηριαστικά σχόλια αλλά και μια βαθύτερη χριστιανική επιείκεια». Τα ίδια ακριβώς χαρακτηριστικά διατηρούνται και στην ποίησή του:
Ο ποιητής κύριοι περισσεύει!
Μου το ‘παν οι τσιγγάνες ένα βράδυ.
Μου το ‘χε πει κι η μάνα μου παλιότερα:
«Πρόσεξε, πρόσεξε σ’ αυτό τον κόσμο που σ’ έφερα.
Στο λέω για το καλό σου, παιδάκι μου,
CINTURATO υπάρχει μόνο PIRELLI».
Μα εγώ δεν την άκουσα.»

Τρίτη, Νοεμβρίου 23, 2010

έχουν αποφασίσει να μάθουν την ελληνική στα Μίντια;

ε, λοιπόν, δεν θα ξεχάσουμε κι όσα ξέρουμε...

αυτή την ανάρτηση τους την αφιερώνω... σε δημοσιογράφους... 'άνκορ μεν' και λοιπούς 'λογίους' της κονσόλας...

Το λέμε σωστά Το γράφουμε σωστά_Page_0492

Το λέμε σωστά Το γράφουμε σωστά_Page_0502

Το λέμε σωστά Το γράφουμε σωστά_Page_0512

Το λέμε σωστά Το γράφουμε σωστά_Page_0522

Το λέμε σωστά Το γράφουμε σωστά_Page_0532

Το λέμε σωστά Το γράφουμε σωστά_Page_0542

Το λέμε σωστά Το γράφουμε σωστά_Page_0552

Το λέμε σωστά Το γράφουμε σωστά_Page_0562

Το λέμε σωστά Το γράφουμε σωστά_Page_0572

Το λέμε σωστά Το γράφουμε σωστά_Page_0582

όλα αυτά τα εξαιρετικά και πολλά ακόμα από το βιβλίο

Το λέμε σωστά Το γράφουμε σωστά_Page_001

Σάββατο, Νοεμβρίου 20, 2010



ΑΠΑΓΟΡΕΥΜΕΝΟΣ ΣΤΑΘΜΟΣ ΔΑΥΛΕΙΑ


Μάης
στα τελειώματα η Άνοιξη

Πάλι στο ημερολόγιο,

            Πόσο μεγάλες είναι οι ημέρες πια και πόσο μικρότερες και λιγότερο με σκιάζουν οι νύχτες. Από μικρή αγαπούσα να βολτάρω αυτή την εποχή, λίγο πριν μπει το καλοκαίρι με τα λιοπύρια του και τους αναθεματισμένους τους τουρίστες και τις ξεβράκωτες Αθηναίες, συγχώρα με Θέ μου... Ας είναι. Εκείνος που τα γνωρίζει όλα γνωρίζει κι ετούτο. Γιατί θα πρέπει να υπάρχει η κάθε εποχή, γιατί θα πρέπει να υπάρχει το κάθε τι, τόσο σοφά, τόσο επιδέξια καμωμένο...Ως κι οι ξεβράκωτες απ'τη πρωτεύουσα κάτι καλό θα’χουν, έτσι δεν είναι;


            Ο Μπόμπυ είναι η μόνη μου συντροφιά πια. Ο Μπόμπυ και, βέβαια, τα τρένα. Αυτά τα καταραμένα τρένα του διαβόλου που σημάδεψαν τη ζωή μου από τόσο δα κοριτσάκι. Ο πατέρας τα αγαπούσε, το ξέρω, όλα τ'αγαπούσε ο πατέρας!. Μα εγώ δεν μπόρεσα να τα αγαπήσω ποτές. Κι όχι μόνο γιατί μια τέτοια μηχανή του Σατανά μου έκλεψε κάποτε τον πατέρα, κι όχι γιατί σκλαβώθηκα από μικρή να'μαι σε τούτο το ρημαγμένο σταθμό και να εξυπηρετώ τους επιβάτες που τον θυμούνται -πόσο χαίρομαι που όσο πάει και λιγοστεύουν, χρόνο το χρόνο λιγοστεύουν, άμποτες να'ρθει η βλογημένη μέρα που το καλύβι αυτό θα κλείσει, θ'αραχνιάσει, θα το σβήσουν και οι χάρτες! Όχι, δεν είναι μονάχα όλα αυτά που με έχουν κάνει τόσο να μισώ τα τρένα. Μα είναι που κάποιο Σεπτέμβρη... Όχι, δεν μπορώ να συνεχίσω, ματώνει η ψυχή μου τώρα που σκαλίζω τούτες τις γραμμές, κι απόψε... όχι, δε θα κλάψω κι απόψε για κείνον...
            Νύσταξα ημερολόγιό μου. Ο Μπόμπυ δεν ακούγεται. Απόκαμε ο δόλιος. Πάω να πέσω κι εγώ. Αύριο πάλι...


Σάββατο
Μάης -κι έχουμε ακόμα...

            …Να που ξενυχτώ κι απόψε να σου γράψω. Και σε ποιόν άλλο να γράψω η άμοιρη;  Αχ, να'χε λέει ο Μπόμπυ μου ανθρώπινη λαλιά και να δεις τότε τι θα γινόταν! Πόσο ευτυχισμένη θα'μουνα αν ο γερο-Μπόμπυ μου μπορούσε να φτιάξει πέντε λεξούλες να μιλάμε. Όχι πολλές, να, πως το κάνουν εκείνα τα πουλιά με τα ωραία χρώματα στα φτερά τους, παπαγάλοι μου φαίνεται πως λέγονται. Έτσι είχε πει ο κυρ-Σωτήρης, ο δάσκαλος κάποια φορά που είχε έρθει να με δει και πάνε χρόνια από τότε. Μα, τι σημασία έχει πως τους λένε οι άνθρωποι; Νοιάζεται το τριαντάφυλλο που εμείς το λέμε έτσι; Όπως κι αν το λέγαμε το ίδιο μεθυστικό θα'ταν το άρωμά του! Τι χαζοί μωρέ που είμαστε και κάνουμε τους σπουδαίους! Λοιπόν, να, τέτοια θα ήθελα να πω στον Μπόμπυ μου κι αντί να μου γαβγίσει ή να με κοιτάξει πονετικά, να μου πει: "Μπράβο σου κυρά, σωστά τα λες!"
            Η πρωινή μηχανή έσκισε πάλι μια γίδα στα δυο κι άκουγα τα ουρλιαχτά του ζωντανού ίσαμε εδώ πέρα και έγινε κομμάτια η ψυχή μου. Στο διάβολο τα τρένα σας, μ'ακούτε Αθηναίοι και Ευρωπαίοι; Στο διάβολο κι ακόμα πάρα πέρα! Σχώρα με πατέρα, το ξέρω πως τ'αγάπησες, το ξέρω πως και τώρα εκεί, να, στην αγκαλιά του Αβράμ, είσαι με την ωραία στολή σου, το κασκέτο σου, τη σφυρίχτρα σου και... αχ, πατέρα, πόσο μόνη μ'άφησες να'ξερες!
            Τα κατάφερα πάλι να μουσκέψω τις σελίδες. Κι όσο γερνάω, τόσο πιο εύκολα ανοίγουν οι βρύσες, οι άθλιες!
            Άντε, ας πέσω γιατί αύριο πρωί πρωί θα με περιμένει ο παππούλης, μέρα του Θεού, μην αργοπορήσω και δεν κάνει...


Κυριακή, Μάης
 τέλεψε κι αυτή η βδομάδα

            …Τι ωραία που έψελνε σήμερα ο Νότης της Γιώργαινας, τι τραγούδια των αγγέλων μπήκαν στη ψυχούλα μου και μέρεψαν τις σκέψεις μου και σύχασαν τους λογισμούς μου! Κι ύστερα μίλησε ο παππούλης κι έβγαλε τέτοια λόγια το στόμα του που είπα πως ναι, είναι απ'το Θεό αυτό το ράσο βλογημένο, αλλιώς δεν εξηγείται. Αχ, βρε Μπόμπυ μου, να'κουγες τι έλεγε ο παπάς, θα'θελες ν'αφήσεις τις Κυριακές τη σκυλίσια σου ζωή να γινόσουν άνθρωπος κι από Δευτέρας χαζοκούταβος πάλι!
            Κείνο που δεν κατάλαβα είναι που στο τέλος της λειτουργίας με πλησίασε ο παπά-Θούριος και με ρώτησε σοβαρά: "Γιατί βλογημένη δεν έρχεσαι στην ξομολόγηση πια; Τι κρίματα έχεις και φοβάσαι;" Τι να του πω Μπόμπυ μου; Πως δεν έχω να πω τίποτα, πως είμαι έρημη τόσα χρόνια, πως είμαι απείραχτη και η φλόγα που μ'εκαιγε κάποτες τώρα έχει σβήσει πια ολότελα και να'ταν κι άλλη;... Μα του τα είπα! Κι εκείνος χάιδεψε το μούσι του δύο φορές και με σταύρωσε. "Άιντε στην ευχή της Παναγίας και πρόσεχε μπας και περάσει κανένα τρένο και'χει τον Εξαποδώ μέσα κι όπως είσαι μόνη και πεντάρφανη και άσπροι είναι ακόμη και σφιχτοί οι μηροί σου σε λιμπιστεί και... θου Κύριε!"
            Τι είναι τούτα που μ'είπε ο παππούλης; Τι πράγματα που δεν καταλαβαίνει το φτωχό μυαλό μου; Να φοβάμαι να ξαπλώσω πια στον έρημο το σταθμό μπας και δω τον Εξαποδώ να... Ουστ, ουστ και πάλι ουστ!
            Κουράστηκα σήμερα, τρία χιλιόμετρα μέχρι την εκκλησιά κι άλλα τόσα να γυρίσω, δεν είμαι πια στη πρώτη μου νιότη, Μπόμπυ μου συ γερνάς νωρίτερα από μένα μα κι η κυρά σου τα μετράει πια τα χιλιόμετρα και φουσκώνει και ξεφουσκώνει σα μπαλόνι!
            Να πέσω, αύριο έχω δουλειές με φούντες...


Σάββατο, Μάης
Μέσα του μήνα

            …Τι είναι τούτο που με βρήκε σήμερα;  Τρόμαξα, έχασα το χρώμα μου, σκιάχτηκα, χιλιοσκιάχτηκα η δόλια. Κει που έπλενα τα ρουχαλάκια μου στη βρύση, κι ο ήλιος είχε που έκαιγε τρεις ώρες το ελάχιστο, τι είδα μπροστά μου και έφυγε η ψυχούλα μου; Να'σου ένα παλικάρι, ψηλό και μαυρισμένο απ'το λιοπύρι! Μωρ'τι μαυρισμένο; Μπαρουτοκαπνισμένο δε λέω καλύτερα; Με κοίταξε περίεργα κι άρχισα να κουμπώνομαι, Θέ μου συγχώρα με! Κάτι τις με ρώτησε για το σταθμό, ούτε που θυμάμαι, κάτι που μου είπε πως δουλεύει, Μηχανικός, δεν κράτησα. Μα ύστερα έφυγε και άρχισα να πλένω πάλι και η καρδιά μου πετάριζε λες κι ήθελε να σηκωθεί η σκρόφα να φύγει απ'τα στήθια μου!
            Δεν περάσανε δέκα λεπτά και να'σου αρχινάει ο Μπόμπυ να τραβάει την αλυσίδα και να πετάγεται από δω κι από κει και να κοπανιέται ο άμοιρος και να ουρλιάζει! Ώσπου να σηκωθώ να ιδώ, να'σου μπάστακας ένας άλλος! Χριστέ μου, τι ήταν αυτό! Τούτος ήταν πιο γεμάτος, με μια μαλούρα μέχρι το σβέρκο, ανάκατη και αξύριστος κι άρχισε κάτι να με ρωτάει κι αυτός μα ετούτος πιο αλέγκρος, με ευγένειες και τέτοια που δεν τα μπιστεύομαι εγώ. Νόμισα πως ήθελε να ανοίξω το σταθμό, μα μετά έφυγε κι αυτός, μαζί με τον άλλο, ξαφανίστηκε!
            Ε, να μην τριτώσει; Τρίτωσε! Να'σου σε λιγάκι και μια τσούπρα! Ρούχο δεν είχα σώσει να πλύνω! Κι ετούτη, δημοσιογράφος είπα είναι, ήμουν σίγουρη. Τι στο δαίμονα μωρέ ήρθατε να ιδείτε από την Δαύλεια που ως κι ο Θεός την έχει ξεχάσει; Μα δεν ξέρω τι με ήθελε, τίποτε δεν ήθελε, κουβεντολόι να περνάει η ώρα. Βρε αμέτε στα τσακίδια, πρωτευουσιάνοι κι αν είστε από τα Υπουργεία σας και τον Σημίτη σας, να κι εγώ!
            Το βράδυ που'ρθε από δω ο Ντούλος, τον ρώτησα, αυτός ανακατεύεται μ'αυτά, κάτι μου είπε, θα φτιάξουν λέει να τρέχει το τρένο με το ηλεκτρικό, όπως το Μετρό της Αθήνας! Μωρ'τι μας λές του είπα του Ντούλου και τον ξαπόστειλα από κει που'ρθε! Όλα τα’χε η Μαριορή, Μετρό της έλειπε!
            Άντε, μεσονύχτησε, καλή μου ξεκούραση και βλαστήμησα πολύ σήμερα και πως θ'αντικρίσω αύριο το παππούλη ήθελα να'ξερα!


[εμπνευσμένο από μια εμπειρία μετρήσεων χωροστάθμησης σιδηροδρομικού δικτύου από λίγα χιλιόμετρα πριν την Δαύλεια και ως την Τιθορέα… Άνοιξη του 2000.. το σοκ όταν το συνεργείο μας αντίκρισε το μοναχικό σταθμό της Δαύλειας εντυπώθηκε μέσα μου με μια Γκόθικ παράσταση… και η μοναδική ψυχή που συναντήσαμε στον ερημωμένο σταθμό γέννησε τούτη την μικρή ιστορία… ]

Πέμπτη, Νοεμβρίου 18, 2010

Εάν ο ελληνικός λαός δεν είναι υπεύθυνος για την ιστορία του, τότε, ας του ορίσουμε έναν κηδεμόνα...



Τα κείμενα αυτής της έκδοσης έχουν δημοσιευθεί στην Ελευθεροτυπία
πρώτη έκδοση: Δεκέμβριος 2000

ΚΟΡΝΗΛΙΟΣ ΚΑΣΤΟΡΙΑΔΗΣ. Σε μια πρώτη προσέγγιση, ο σημερινός δυτικός άνθρωπος -συμπεριλαμβανομένου και του νεοέλληνα- είναι ένα άτομο περιορισμένο στην καθαρά ιδιωτική του σφαίρα, ενδιαφέρεται μόνον για το βιοτικό του επίπεδο. Προσπαθεί με τα διάφορα καταναλωτικά «αγαθά» να συγκαλύψει την έλλειψη κάθε νοήματος αναφορικά με τη ζωή και τη θνητότητα του. Χειραγωγείται από τους δήθεν πολιτικούς ή είναι τόσο αποκαρδιωμένος από την πολιτική κατάσταση, ώστε απέχει. Αποχαυνώνεται από τα μέσα μαζικής επικοινωνίας. Χαζεύει τα σήριαλ και χάφτει, κατά το μάλλον ή ήττον, αυτά που του σερβίρουν ως «νέα» οι τηλεοπτικοί συνάδελφοι σας. Η σημερινή κοινωνία είναι μια κοινωνία τηλεκατανάλωσης με διπλή έννοια.

Με διπλή έννοια; Δηλαδή;

ΚΚ.: Εκείνο που κυρίως καταναλώνουν σήμερα οι άνθρωποι είναι τη-λε- ό-ρα-ση. Και μέσα από την τηλεόραση καταναλώνουν, δι' αντιπροσώπου, τη φαντασίωση μιας ζωής που θα ήταν λεφτά, σεξ, εξουσία και βία. Μπορούν όμως να συνεχίσουν να ζουν μ' αυτόν τον τρόπο οι άνθρωποι;

Χωρίς κάποια κατεύθυνση; Χωρίς σκοπό;

ΚΚ.: Νομίζω ότι αυτό που συμβαίνει σήμερα στη Δύση είναι μια πρεμιέρα στην ιστορία της ανθρωπότητας. Πρώτη φορά, από όσο ξέρω, παρατηρούμε μια κοινωνία χωρίς αξίες, χωρίς νόρμες, χωρίς κατεύθυνση. Ούτε καν στην καπιταλιστική πρόοδο δεν πιστεύει πραγματικά πια κανείς.

Αυτή η «πρεμιέρα», όπως τη χαρακτηρίσατε, θα διαρκέσει πολύ; Ποια είναι η εκτίμηση σας;

Κ.Κ.: Ξέρετε, τον Μάρτιο του '68 θα έλεγε κανείς με σιγουριά ότι ο γαλλικός πληθυσμός ήταν εντελώς αποχαυνωμένος. Όμως δύο μήνες μετά ήρθε ο Μάης...

…Ορισμένοι υποστηρίζουν ότι ο Χριστιανισμός ήταν προϋπόθεση της δημοκρατίας. Πώς κρίνετε αυτήν την άποψη;

Κ.Κ.: Τη βρίσκω εντελώς εσφαλμένη. Ο Χριστιανισμός δεν ήταν προϋπόθεση της δημοκρατίας με κανέναν τρόπο. Πρώτον, διότι η δημοκρατία, έστω και περιορισμένη, δημιουργήθηκε στην Αρχαία Ελλάδα. Δεύτερον, διότι σε όλον τον χριστιανικό κόσμο -και στον δυτικό και στον ανατολικό- ο Χριστιανισμός επικράτησε και υπήρξε επί δεκαπέντε περίπου αιώνες χωρίς δημοκρατία. Τρίτον, διότι έχουμε το συντριπτικά αντίθετο παράδειγμα του Βυζαντίου και της συνέχειας του, δηλαδή τους τσάρους πασών των Ρωσιών. Ο βυζαντινός αυτοκράτορας θεοκράτης βρίσκει τη συνέχεια του στον τσάρο πασών των Ρωσιών, ο οποίος βρίσκει τη δική του συνέχεια στον Στάλιν. Αυτή είναι η πολιτική έκφραση της Ορθοδοξίας.

Ακούω καλά, κύριε Καστοριάδη;

Κ.Κ.: Ακούτε πολύ καλά. Ο Λένιν και ο Στάλιν εκπροσωπούν ένα δόγμα που είναι ταυτοχρόνως κρατικό και «θρησκευτικό», όπως στο Βυζάντιο…

Συχνά λέγεται ότι η Ελλάδα είναι «προβληματική», στην Ελλάδα «όλα γίνονται στον αέρα», «χωρίς προγραμματισμό», «χωρίς βάρος». Με τέτοιες διαπιστώσεις συμφωνούν πολλοί. Αλλά περιορίζονται συνήθως μόνον στις διαπιστώσεις... Γνωρίζω ότι η ελληνική κατάσταση σας απασχολεί βαθειά. Ποια είναι η ερμηνεία σας για όσα συμβαίνουν; Γιατί συμβαίνουν έτσι τα πράγματα στην Ελλάδα; Ποιες οι βαθύτερες αιτίες;

Κ.Κ.: Πρώτον, δεν ξέρω. Δεύτερον, στο μέτρο που μπορώ να ξέρω κάτι, είναι ότι η πολιτική ζωή του ελληνικού λαού τελειώνει περίπου το 404 π.Χ.

Νομίζω ότι θα ενοχλήσει πολύ αυτή η διατύπωσή σας...

Κ.Κ.: Τι να κάνουμε... Μιλώ για την πραγματική πολιτική ζωή του λαού ως αυτόνομου παράγοντα. Δεν μιλώ για μάχες, για αυτοκράτορες, για Μεγαλέξανδρους και Βασίλειους Βουλγαροκτόνους. Μετά τον 5ο π.Χ. αιώνα και την αυτοκυβέρνηση του λαού στις δημοκρατικές πόλεις –και πάντως, μετά τον περίεργο 4ο π.Χ. αιώνα- η ελληνική ελευθερία πεθαίνει. Οι ελληνικές πόλεις γίνονται υποχείριες των βασιλέων της Μακεδονίας. Βεβαίως, ο Αλέξανδρος και οι διάδοχοι του παίζουν έναν κοσμοϊστορικό ρόλο. Κατακτούν την Ασία και την Αίγυπτο. Διαδίδουν την ελληνική γλώσσα και παιδεία. Αλλά πολιτική ζωή, πλέον, δεν υπάρχει. Τα βασίλεια των διαδόχων του Αλεξάνδρου, ως πολιτική συγκρότηση, είναι ουσιαστικά μοναρχίες. Εξ άλλου, καθώς ξέρουμε, ο ίδιος ο Αλέξανδρος αντιμετώπισε στασιασμό των Ελλήνων που είχε πάρει μαζί του, διότι ήθελε να τους υποχρεώσει να γονυπετούν μπροστά του, όπως οι Πέρσες μπροστά στον Μεγάλο Βασιλέα – πράγμα ανθελληνικότατο. Σε όλη τη διάρκεια της ελληνιστικής εποχής οι ελληνικές πόλεις, με λίγες περιθωριακές και παροδικές εξαιρέσεις, αποτελούν παιχνίδια στα χέρια των ελληνιστικών δυναστειών. Ακολουθεί η ρωμαϊκή κατάκτηση, κάτω από την οποία οι ελληνικές πόλεις δεν
έχουν παρά μόνον κοινοτική ζωή. Κατόπιν, έρχεται η βυζαντινή αυτοκρατορία. Το Βυζάντιο είναι μια ανατολική, θεοκρατική μοναρχία. Στο Βυζάντιο η πολιτική ζωή περιορίζεται στις ίντριγκες της Κωνσταντινούπολης, του αυτοκράτορα, των «δυνατών» και των ευνούχων της αυλής. Και βεβαίως, τα σχολικά μας βιβλία δεν αναφέρουν ότι στη βυζαντινή αυλή υπήρχαν ευνούχοι, όπως σ' αυτήν του Πεκίνου...

Όλα αυτά αφορούν ένα πολύ μακρινό ιστορικό παρελθόν. Η Ελλάδα ως σύγχρονο νεοελληνικό κράτος έχει, ήδη, ιστορία εκατόν εβδομήντα ετών. Θα θέλατε να επικεντρώσετε σ' αυτήν την περίοδο;

Κ.Κ.: Μα, αυτή η περίοδος είναι ακατανόητη χωρίς τους είκοσι έναν αιώνες ανελευθερίας που προηγήθηκαν. Λοιπόν, μετά το Βυζάντιο έρχεται η τουρκοκρατία. Μην ανησυχείτε, δεν θα μπω σε λεπτομέρειες. Θα αναφέρω μόνον ότι επί τουρκοκρατίας όση εξουσία δεν ασκείται απ' ευθείας από τους Τούρκους, ασκείται από τους κοτζαμπάσηδες (τους εντολοδόχους των Τούρκων), οι οποίοι κρατούν τους χωριάτες υποχείριους. Συνεπώς, ούτε σ' αυτήν την περίοδο μπορούμε να μιλήσουμε για πολιτική ζωή. Όταν αρχίζει η Επανάσταση του 1821, διαπιστώνουμε από τη μια μεριά τον ηρωισμό του λαού και από την άλλη, σχεδόν αμέσως, την τεράστια αδυναμία να συγκροτηθεί μια πολιτική κοινωνία. Την επομένη της πτώσης της Τριπολιτσάς αρχίζουν οι εμφύλιοι πόλεμοι…

…Πού οφείλεται αυτή η «τεράστια αδυναμία να συγκροτηθεί μια πολιτική κοινωνία»; Ποίοι είναι οι λόγοι;

Κ.Κ.: Ουδείς μπορεί να δώσει απάντηση στην ερώτηση, για ποιον λόγο, κάποιος, σε μιαν ορισμένη στιγμή, δεν δημιούργησε κάτι. Η συγκρότηση ενός λαού σε πολιτική κοινωνία δεν είναι δεδομένη, δεν είναι κάτι που χαρίζεται, αλλά κάτι που δημιουργείται. Μπορούμε απλώς να διαπιστώσουμε ότι, όταν απουσιάζει μια τέτοια δημιουργία, τα χαρακτηριστικά της προηγούμενης κατάστασης διατηρούνται ή αλλάζουν μόνο μορφή.

Και ποια είναι τα χαρακτηριστικά αυτά στην ελληνική περίπτωση;

Κ.Κ.: Ορισμένα τα εντοπίζουμε, ήδη, στους εμφύλιους πολέμους της Επανάστασης του 1821. Βλέπουμε, για παράδειγμα, ότι η νομιμοφροσύνη και η αλληλεγγύη έχουν τοπικό ή τοπικιστικό χαρακτήρα, ισχυρότερο συχνά από τον εθνικό. Βλέπουμε, επίσης, ότι οι πολιτικές κατατάξεις και διαιρέσεις είναι συχνά σχετικές με τα πρόσωπα των «αρχηγών» και όχι με ιδέες, με προγράμματα, ούτε καν με «ταξικά» συμφέροντα. Ένα ακόμη χαρακτηριστικό είναι η στάση απέναντι στην εξουσία. Στην Ελλάδα, μέχρι και σήμερα, το κράτος εξακολουθεί να παίζει τον ρόλο του ντοβλετιού, δηλαδή μιας αρχής ξένης και μακρινής, απέναντι στην οποία είμαστε ραγιάδες και όχι πολίτες. Δεν υπάρχει κράτος νόμου και κράτος δικαίου, ούτε απρόσωπη διοίκηση που έχει μπροστά της κυρίαρχους πολίτες. Το αποτέλεσμα είναι η φαυλοκρατία ως μόνιμο χαρακτηριστικό. Η φαυλοκρατία συνεχίζει την αιωνόβια παράδοση της αυθαιρεσίας των κυρίαρχων και των «δυνατών»: ελληνιστικοί ηγεμόνες, Ρωμαίοι ανθύπατοι, Βυζαντινοί αυτοκράτορες, Τούρκοι πασάδες, κοτζαμπάσηδες, Μαυρομιχάληδες, Κωλέττης, Δηλιγιάννης...

Εξαιρέσεις δεν βλέπετε να υπάρχουν; Εξαιρέσεις εντοπισμένες κυρίως στον 19ο και στον 20ό αιώνα;

Κ.Κ.: Ε, υπάρχουν δυο-τρεις εξαιρέσεις: ο Τρικούπης, ο Κουμουνδούρος, το βενιζελικό κίνημα στην πρώτη περίοδο του. Αλλά τα όποια αποτελέσματα τους καταστράφηκαν από τη δικτατορία του Μεταξά, την Κατοχή, τον Εμφύλιο, τον ρόλο του παλατιού, τη δικτατορία της 21ης Απριλίου, την πασοκοκρατία. Στο μεταξύ, μεσολάβησε ο σταλινισμός που κατόρθωσε να διαφθείρει και να καταστρέψει αυτό που πήγαινε να δημιουργηθεί ως εργατικό και λαϊκό κίνημα στην Ελλάδα. Τα αποτελέσματα τα πληρώνουμε ακόμη. Μου ζητάτε να σας εξηγήσω... Μπορείτε να μου εξηγήσετε εσείς γιατί οι Έλληνες, που σκοτώνονταν εννέα χρόνια, για να απελευθερωθούν από τους Τούρκους, θέλησαν αμέσως μετά έναν βασιλιά; Και γιατί, αφού έδιωξαν τον Όθωνα, έφεραν τον Γεώργιο; Και γιατί μετά ζητούσαν «ελιά, ελιά και Κώτσο βασιλιά»;

Μα, οι δικές σας απαντήσεις ενδιαφέρουν ιδίως όταν αφορούν ερωτήματα που εσείς θέτετε, θα θέλατε, λοιπόν, να διατυπώσετε τις απόψεις σας;

K.K.: Σύμφωνα με την παραδοσιακή «αριστερή» άποψη, όλα αυτά τα επέβαλαν η Δεξιά, οι κυρίαρχες τάξεις και η μαύρη αντίδραση. Μπορούμε όμως να πούμε ότι όλα αυτά τα επέβαλαν στον ελληνικό λαό ερήμην του ελληνικού λαού; Μπορούμε να πούμε ότι ο ελληνικός λαός δεν καταλάβαινε τι έκανε; Δεν ήξερε τι ήθελε, τι ψήφιζε, τι ανεχόταν; Σε μιαν τέτοια περίπτωση αυτός ο λαός θα ήταν ένα νήπιο... Εάν όμως είναι νήπιο, τότε ας μη μιλάμε για δημοκρατία. Εάν ο ελληνικός λαός δεν είναι υπεύθυνος για την ιστορία του, τότε, ας του ορίσουμε έναν κηδεμόνα... Εγώ λέω ότι ο ελληνικός λαός -όπως και κάθε λαός- είναι υπεύθυνος για την ιστορία του, συνεπώς, είναι υπεύθυνος και για την κατάσταση, στην οποία βρίσκεται σήμερα…

Τρίτη, Νοεμβρίου 16, 2010

πάντοτε μια Τρόικα...


Τρόικα τότε
Παππαδόπουλος – Μακαρέζος – Παττακός
Τρόικα και σήμερα
Τανκς τότε
Θηλιά στο λαιμό σήμερα
Ξερονήσια τότε
Εξόριστοι της ζωής σήμερα
Θράσος, αλητεία και υποκουλτουρα τότε
Εκβιασμοί, αναίδεια και Big Brother σήμερα

Χρειάζονται και το αίμα;

Σάββατο, Νοεμβρίου 13, 2010

Καρυωτάκης και Καβάφης οι αγαπημένοι των εφήβων

Ο ποιητικός λόγος αγγίζει τη νέα γενιά, όπως αποδεικνύουν τα εργαστήρια ποίησης για μαθητές λυκείων

ΛΑΜΠΡΙΝΗ ΚΟΥΖΕΛΗ | Σάββατο 13 Νοεμβρίου 2010http://www.tovima.gr/

Ενδιαφέρονται οι σημερινοί έφηβοι για την ελληνική ποίηση. Αρκεί κάποιος να βρει τρόπο να τους μιλήσει για αυτήν. Ο εισηγητής του πρώτου κύκλου εργαστηρίων ποίησης για μαθητές Λυκείου, τα οποία διοργανώνει εφέτος το Εθνικό Κέντρο Βιβλίου (ΕΚΕΒΙ), ποιητής Στρατής Πασχάλης , είναι εντυπωσιασμένος από τις σκέψεις, τις απορίες αλλά και τις αμφιβολίες για την ποίηση που διατύπωσαν οι μαθητές με γόνιμο τρόπο. Διαπίστωσε ότι «σε μια εποχή δύσκολη για τον κόσμο και την Ελλάδα, υπάρχουν εκπαιδευτικοί οι οποίοι κατορθώνουν να μιλήσουν στα παιδιά, να τους κινήσουν το ενδιαφέρον και μάλιστα να τα βοηθήσουν να διαμορφώσουν συγκροτημένη σκέψη για την ποίηση»

«Το κείμενο παίζει ασφαλώς ρόλο στην ανάπτυξη σχέσης των μαθητών με την ποίηση» παραδέχεται η κυρία Τερέζα Ροζάκη, φιλόλογος στο 34ο Λύκειο Αθηνών στο Θησείο, η οποία συνόδευσε στο εργαστήριο 30 μαθητές της, «κυρίως όμως σημασία έχει το πώς θα το παρουσιάσουμε στα παιδιά». Η νεότερη ποίηση έχει μεγαλύτερη απήχηση από τα κείμενα της Κρητικής Αναγέννησης. ΟΚαβάφης κερδίζει τα παιδιά, ο Καρυωτάκης τα ενθουσιάζει. Ακολουθεί ο ερωτικός Ελύτης, ο Ρίτσος έχει το κοινό του, βρίσκουν όμως δύσκολο τον Σεφέρη


Μαθητές από τρία σχολεία της Αττικής παρακολούθησαν τον πρώτο κύκλο των εργαστηρίων. Υπερίσχυσαν αριθμητικά τα κορίτσια, χωρίς να υποτιμάται η συμμετοχή των αγοριών, τα οποία φαίνεται ότι κρατούν μια πιο κριτική στάση απέναντι στον ποιητικό λόγο και αναζητούν τη σύνδεσή του με άλλες μορφές λόγου, όπως το τραγούδι. Ανάμεσα σε όλους υπήρχαν και μαθητές, αγόρια και κορίτσια, με πιο ειδικό ενδιαφέρον για την ποίηση, καθώς υπερέβαινε το επίπεδο της ανάγνωσης και περνούσε σε εκείνο της συγγραφής. 


«Αν δοθεί στα παιδιά το ερέθισμα, συμμετέχουν με ενθουσιασμό και δημιουργικά» είναι το συμπέρασμα της εκπαιδευτικής εμπειρίας της κυρίας Ροζάκη. Εμπνευσμένοι από πίνακες του Εγγονόπουλου, μαθητές της Β΄ Λυκείου στο σχολείο της συνέθεσαν πριν από δύο χρόνια δικά τους υπερρεαλιστικά ποιήματα, τα οποία απήγγειλαν στο τέλος της χρονιάς. 


Το σημαντικό είναι ότι μέσα από τέτοιες πρωτοβουλίες δημιουργείται ένα αναγνωστικό κοινό για την ποίηση και καλλιεργείται μια σχέση πιο συστηματική. Παίρνουμε από τα παιδιά αυτό που τους δίνουμε.




κόντρα στο σκουπιδαριό, τη γενικευμένη κατάθλιψη, την προσπάθεια απορφανισμού των νέων από ιδανικά και αλήθειες...
πολύ το χάρηκα το άρθρο αυτό...

Πέμπτη, Νοεμβρίου 11, 2010







Προκυμαία

Προχωρούσα
στη προκυμαία της νύχτας
τα κύματα
ήταν άνθρωποι
στόματα ορθάνοιχτα
μάτια βγαλμένα
άδειες κόγχες
που αιμορραγούσαν

σφιχταγκαλιασμένοι
οι ζωντανοί
με τους νεκρούς
σε μια μολυσμένη ερωτική επαφή
του αιώνιου
με το φθαρτό
αντάλλαζαν ηδονικά
σπέρματα φρίκης
οράματα ριπαίου χρόνου
και ακαθαρσίες φωτός
   
φωνή δεν άκουγα
μονάχα γέμιζα
τον αρχαίο πόνο
που με πλημμύριζε σαν λάσπη
και δυσφορούσα

στη παλάμη μου ένιωσα
ένα χέρι παιδικό
γύρισα και είδα
ένα αγόρι
με στήθη γυναικεία
με ουρά ψαριού
να με κοιτάζει λαίμαργα
να με απορροφά
σ’ ένα φωτοστέφανο που ανάπνεε
είμαι ένας ανήλικος ήλιος
μου είπε
και ήταν η φωνή του συριγμός
σαν δελφινιών φωνή
που μου τρυπούσε το κεφάλι…

κάποια μέρα θ’ ανατείλω
όμως ο κόσμος θα είναι πια νεκρός
κι έτσι μονάχος θα λουστώ όλο το ακριβό μου αίμα
δεν είναι ένας αφόρητος λυγμός;

τα λόγια του ακολούθησε
ένα γέλιο που σάρκαζε το χρόνο
ένας παραφρονικός ρυθμός
που άλλο δεν άντεχα

ξύπνησα έντρομος

το στόμα μου ήταν ανοιχτό
σ’ένα μορφασμό παράξενο
μάτια δεν είχα
αιμορραγούσα από τις μαύρες κόγχες μου
γύρω μου
παλλόταν
το ένιωθα
ένας ανθρωποκεανός
κάποιος νεκρός
το ήξερα
άγνωστο πως
σερνόταν ήδη
πάνω σε κάτι που έμοιαζε
με προκυμαία

ερχόταν
για να δεθεί αιώνια μαζί μου

ούρλιαξα
άηχος τρόμος
κλινικά νεκρός

μια μέρα
θα με περιμένεις;
θ’  ανατείλω
όμως θα είσαι πια νεκρός
κι έτσι μονάχος θα απλωθώ
ως τ’ακροδάχτυλα του εαυτού σου
θα το αντέξεις;

δεν είναι όλο τούτο
πες μου
ένας αφόρητος λυγμός;

Απρ2010