Σάββατο, Νοεμβρίου 28, 2009

Ο ΣΤΡΟΒΙΛΟΣ ΤΑ'ΚΑΝΕ ΟΛΑ...






[ΠΡΟΣΩΡΙΝΩΣ ΑΝΕΥ ΤΙΤΛΟΥ]




Ο εκδότης, έγειρε ξανά εμπρός, φέρνοντας το στέρνο του σε επαφή με το γραφείο του. Η γραβάτα του με τον Μίκυ και τον Ντόναλντ, έκανε ένα μικρό φούσκωμα και απλώθηκε πάνω στα κείμενα. Είχε κάποιες σελίδες από τα χειρόγραφά μου στα χέρια του και έμοιαζε να μην ξέρει τι να τα κάνει. Να τα χώσει βαθιά στο καλάθι των αχρήστων ή να ανοίξει το παράθυρο και να τα κάνει φειγ-βολάν στα κεφάλια των ανύποπτων περαστικών της Πατησίων; Δεν έκανε τίποτε από τα δυο.
            Στο μεταξύ, η αφεντιά μου είχε στρογγυλοκαθίσει στην πελώρια δερμάτινη πολυθρόνα και απολάμβανε το κάθε δευτερόλεπτο αμηχανίας του γέρο-εκδότη κου Μπαλογιάννη με τα παλιομοδίτικα γυαλιά. Από την εποχή -πάνε τρία χρόνια τώρα- που είχε εκδόσει -με τα χίλια ζόρια βέβαια- το αλησμόνητο εκείνο διήγημά μου "Τα πορτοπαράθυρα της γεροντονιότης μας" που ξεπούλησε και τα 125 αντίτυπα που τύπωσε ο γερο-τσιφούτης -πράξη που τον έβαλε στην χωρία των αθανάτων εκδοτών της υφηλίου έστω και αν δεν το παραδεχόταν έτσι γκρινιάρης και μουστρούφης όπως ήταν- θυμάμαι αυτά τα θλιβερά γυαλιά. Και αυτό το διαλυμένο σκελετό που δεν έλεγε να τον αλλάξει. Τέλος πάντων.
            Μασούλαγα και τα απομεινάρια μιας μικρής ΙΟΝ. Της πιο μικρής βέβαια γιατί δεν με έπαιρνε για σπατάλες.
            Να και πάλι το ωραίο υφάκι της συγκατάβασης. Καιρός ήταν. Είχαμε λίγα λεπτά τώρα που παίζαμε τους μουγκούς. Ο Μπαλογιάννης παράτησε αυτά τα χαρτιά κάπου στο γραφείο -μάλλον τα πέταξε λες κι είχαν λερώσει τα χέρια του τόση ώρα- και άρπαξε κάποια άλλα που είχε αριστερά του.
            "Και αυτό το διήγημα πάλι... αυτό με την πυραμίδα..."
            "Α, το 'Επικίνδυνα αέρια', αυτό λέτε;"
            "Τέλος πάντων. Κάπου εδώ το είχα… Α! να'το. Τι ήταν πάλι κι αυτό το πράγμα βρε παιδάκι μου;"
            "Πρόβλημα φιλολογικής ένταξης; Επιστημονική φαντασία με πλοκή αστυνομικού μυθιστορήματος, λίγο νουάρ και τα σχετικά".
            "Καλά, καλά...", είπε και κούνησε με απαξίωση το χέρι του. Και έπιασε να διαβάζει ένα απόσπασμα από το αριστούργημά μου. Αφού άφησε ένα βαθύ αναστεναγμό πρώτα. Μάλλον είχε φάει βαριά το μεσημέρι!
           


     « -Τι γίνεται εδώ μέσα ρε μάγκα; Έχω αρχίσει να φρικάρω δικέ μου! Πως σού'ρθε να κουβαληθούμε χρονιάρες μέρες σ'αυτό το τάφο;
     -Μη γκρινιάζεις ρε Τασούλα! Δεν είναι όποιος κι όποιος αυτός ο τάφος. Είναι του μεγάλου του Χέοπα! Έλα, άραξε εδώ και χαλάρωσε.
     Η Τασούλα βρήκε μια κοτρόνα και κάθισε. Αμέσως πετάχτηκε πάνω όμως λες και την είχε χτυπήσει ρεύμα στον απαυτό της.
     -Αουτς! Τι σκ...
     -Τι έγινε μωρό μου;
     -Αυτές οι πέτρες είναι παγωμένες. Σκατά, σκατά και σκατά!
     -Ηρέμησε ρε κοριτσάκι! Πολλά νεύρα έχεις. Από την ώρα που φύγαμε έτσι είσαι.
     -Και πως να μην είμαι ρε χαζό; Δε μου λες, το υπόλοιπο γκρουπ που είναι; Πάμε να τους βρούμε, φρικάρισα εδώ μέσα.
     -Μα, δεν είπαμε;
     -Τι πράγμα;
     Πλησίασα την Τασούλα και την χάιδεψα τρυφερά στα ωραία ξανθά μαλλάκια της. Έτρεμε το δόλιο.
     -Χαλάρωσε μωράκι μου. Δεν είπαμε να την βρούμε λιγάκι εδώ μέσα και μετά...
     Ένας ήχος με διέκοψε. Κάτι σαν σούρσιμο στους τοίχους.
     -Τ' άκουσες; Τι ήταν αυτό;
     Η Τασούλα άρχισε να τα παίζει. Με απώθησε και κοίταξε ολόγυρα την σκοτεινή αίθουσα με τις αισθήσεις της σε συναγερμό και την καρδιά της ταμπούρλο. Τι να δεις όμως εκεί μέσα; Σκοτάδια, σκαλισμένους τοίχους με ανθρωπάκια και ζωάκια και ορνιθοσκαλίσματα του 3000π.Χ. Μονάχα η μυρωδιά ήταν έντονη.
     Η μυρωδιά;
     -Κάτι μυρίζει Αντώνη.
     -Πάντως δεν ήμουνα εγώ.
     -Τι μαλάκας που είσαι μερικές φορές! Πάμε να φύγουμε, τώρα!
     Και εκείνη τη στιγμή, το κεράκι μου έσβησε θέλοντας να συνωμοτήσει κι αυτό με όλα τα υπόλοιπα στην καταστροφή της φαντασίωσής μου να κάνω έρωτα με την Τασούλα σε μια από τις αίθουσες της Πυραμίδας.
     Η Τασούλα έβγαλε μια κραυγή.
     -Το κερί! Έσβησε!
     -Έλα, μη κάνεις έτσι. Έχω το zippo μου.
     Μας είχε ζώσει το σκοτάδι τώρα αλλά με γρήγορες και επιδέξιες κινήσεις έβγαλα τον πανάκριβο zippo μου από την τσέπη του επίσης πανάκριβου δερμάτινου τζάκετ μου και άναψα το κεράκι. Ή μάλλον, προσπάθησα φιλότιμα να το ανάψω...»


            Ο εκδότης έκανε μια παύση και σκούπισε με το μαντήλι του το μέτωπό του.
            -Καλό δεν είναι; ρώτησα και άλλαξα στάση στην πολυθρονάρα για να απολαύσω καλύτερα την ανάγνωση. Δεν μπορώ να πω, ο γέρος διάβαζε ωραία.
            Δεν μου έριξε ούτε ματιά και συνέχισε.
           
     «...-Τι έγινε; Δεν ανάβει;
     Διέκρινα πανικό στη φωνή της Τασούλας. Εγώ πάλι, βράχος ψυχραιμίας.
     -Χαλάρωσε ρε μικρό. Θα ανάψει, που θα πάει; Στο χέρι του είναι;
     Όμως, το γαμημένο το κεράκι δεν έλεγε να ανάψει. Είχα τώρα μονάχα τη φλόγα του zippo που δεν θα κρατούσε και πολύ. Άσε που σε λίγο θα μου έκαιγε και τα χέρια. Βέβαια σαν καθαρόαιμο αρσενικό, δεν μάσαγα από τέτοια.
     Η Τασούλα μου έπιασε το καρπό. Ήταν ιδρωμένη. Η ανάσα της άχνιζε μέσα σ'αυτό το αρχαίο καταγώγι.
     Πάλι ο ήχος. Ή μάλλον, περισσότεροι ήχοι. Σουρσίματα, περίεργα και σκοτεινά σουρσίματα στους τοίχους.
     -Φοβάμαι! ΒΟΗΘΕΙΑ! ΚΥΡΙΕ ΓΡΟΥΜΠΕΡΣΟΝ! ΚΥΡΙΑ ΤΖΑΜΑΛΙΣ! ΜΑΣ ΑΚΟΥΕΙ ΚΑΝΕΙΣ;
     -Μην φωνάζεις στο αυτί μου κοπέλα μου! Και ποιος είναι πάλι αυτός ο Γκρούφερσον;
     -Γκούμπερσον βρε ηλίθιο! Ο αρχηγός του γκρουπ! ΒΟΗΘΕΙΑ! ΚΑΠΟΙΟΣ ΑΠΟ ΤΟ ΓΚΡΟΥΠ! HELP! SOMEONE TO HELP US!
     -Μπράβο, δουλεύεις και το αγγλικό τσίλικα βλέπω! Και δεν σε είχα εκτιμήσει δεόντως!
     -Άσε τις μαλακίες Αντώνη και ας ψάξουμε αν βρούμε την είσοδο. Θυμάσαι πως μπήκαμε εδώ μέσα;
     Δεν είχα τι να απαντήσω. Ιδέα δεν είχα που ήταν η είσοδος. Ο zippo άρχισε να τα παίζει. Το σκοτάδι μας κύκλωνε σαν τεράστιο μυθικό τέρας που έπαιρνε ζωή από το φόβο μας...»


            Ο εκδότης διέκοψε και μου έριξε μια δολοφονική ματιά λες και με ρώταγε "από που το ξεσήκωσες πάλι αυτό ρε μπαγλαμά;"
            Εγώ πάλι καμάρωνα σαν γύφτικο σκερπάνι. Δικό μου ήταν, δεν το είχα κλέψει από κανέναν. Τσ, τσ, τσ! Όχι, παίζουμε.
            Ο γυαλάκιας συνέχισε.


     «...Η Τασούλα άρχισε να κινείται προς κάποια κατεύθυνση στα δεξιά της.
     -Θα πιάσουμε έναν τοίχο και σιγά σιγά θα βρούμε και το άνοιγμα. Παναγίτσα μου, βοήθησέ μας.
     -Βρε ποια Παναγίτσα στους τάφους των Φαραώ; Εδώ μονάχα τσακάλια και σκαθάρια θα βρεις. Κι αυτά φασκιωμένα.
     -Το χιούμορ σου έλειπε χοντρομαλάκα τέτοια ώρα. Μπρος, μαζί μου. Και κοίτα μη σου σβήσει και ο αναπτήρας.
     Αρχίσαμε να σουρνόμαστε λοιπόν και η Τασούλα έπιασε τοίχο. Άπλωσε την παλάμη της με τα όμορφα βαμμένα κόκκινα νύχια της να χαϊδεύουν τα ιερογλυφικά και δεν ξέρω πως και γιατί, μου σηκώθηκε! Τι σοι διαστροφή πάλι κι αυτή!
     -Πάμε προς τα δεξιά, σιγά σιγά.
     -Γιατί προς τα δεξιά. Γιατί όχι προς τα αριστερά;
     -Γιατί είμαι Καραμανλικιά, άσε τις μπούρδες ρε Αντωνάκη!
     -Καλά, εντάξει.
     Ο zippo ξαφνικά παρέδωσε το πνεύμα! Βρεθήκαμε σκεπασμένοι από ένα σκοτεινό, αρχαίο σεντόνι. Και την ίδια στιγμή, πάνω απ'τα κεφάλια μας άρχισε ένας τρελός χορός από σουρσίματα, δεκάδες, εκατοντάδες!
     -ΒΟΗΘΕΙΑ! Κε ΓΚΟΥΜΠΕΡΣΟΝ! HELP! SOMEBODY HELP US!
     Η Τασούλα βαριανάσαινε, το ίδιο κι εγώ. Είχαμε χεστεί πάνω μας και οι δυο. Και σε λίγο αυτό δε θα ήταν σχήμα λόγου.
     -Τασούλα...
     -Σσσσ. Προχώρα. Έλα, φτάνω σε λίγο στη γωνία.
     -Τασούλα....
     -Τι θες μωρέ;
     -Επείγον!
     Η Τασούλα σταμάτησε να ψαχουλεύει τα σχηματάκια στους τοίχους.
     -Τι είναι;
     -Πρέπει να...
     -Τι;
     Είχα ιδρώσει αλλά μέσα στο σκοτάδι δεν με έβλεπε, ευτυχώς.
     -Να... τα κάνω!
     -Όχι ρε πούστη μου! Τέτοια ώρα;
     -Ε, ξέρεις τώρα πόσο ευαίσθητο είναι το έντερό μου!
     -Ξέρω που να μην ήξερα.
     -Τι θα...
     -Τίποτα! Κρατήσου! Πρώτα θα βγούμε απ'αυτό το καταραμένο τάφο και μετά χέσε όλη την έρημο και όλο το Νείλο.
     -Δεν μπορώ, δεν γίνεται βρε μωρό. Δεν κρατιέμαι. Να σε ρωτήσω και κάτι άλλο;
     -Λέγε!
     -Με τι θα σκουπιστώ;
     -Άντε γαμήσου Αντωνάκη! Ή μάλλον άντε χέσου!
     Η Τασούλα μου άφησε το χέρι και μάλιστα με έσπρωξε εκνευρισμένη. Εκείνη συνέχισε την ανίχνευσή της κολλημένη στους τοίχους. Κι εγώ έπρεπε εκεί που ήμουν να κατεβάσω τα παντελόνια μου και να αφοδεύσω! Χωρίς χαρτί, χωρίς φως και με τα αρχαία πνεύματα των Φαραώ να στροβιλίζονται ολόγυρά μου παρακολουθώντας με! Μπρρρ! Πως να μην συσπαστεί το εντεράκι μου;...»


            "Μέχρι εδώ! Αρκετά! Και πολύ διάβασα! Πάρα πολύ!"
            "Όχι, ωραία ήταν, συνεχίστε κε εκδότα! Την είχα καταβ... θέλω να πω, μου άρεσε πολύ ο τρόπος που διαβάζετε".
            Ο εκδότης δεν είχε καμία όρεξη για αστεϊσμούς. Παράτησε τα χειρόγραφα πάνω στο γραφείο του, αηδιασμένος σχεδόν και ξάπλωσε κάθιδρος στην ωραία κουνιστή το πολυθρόνα με το μπορντό ακριβό δέρμα.
            "Ακου, τον έπιασε κόψιμο μέσα στην Μεγάλη Πυραμίδα και..." άρχισε να μονολογεί.
            "Μα από κει βγήκε και ο τίτλος κε Μπαλογιάννη. 'Επικίνδυνα αέρια'. Γιατί αν διαβάζατε και λίγο παρακάτω..."
            Ο εκδότης χτύπησε το χέρι του στο γραφείο.
            "Σιωπή! Το διάβασα όλο το 'μυρωδάτο' αριστούργημά σου. Στις επόμενες σελίδες ο γελοίος ήρωάς σου, την ώρα που αφοδεύει αφήνει μια βροντερή πορδή και ανατινάσσεται η Πυραμίδα!"
            "Μπράβο, γιατί υπήρχε ένα εγκλωβισμένο αέριο 3000 χρόνια το οποίο και ανεφλέγη και..."
            "Το μυαλό μου ανεφλέγη με τις μαλακίες που έχεις γράψει και τα θεωρείς και 'επιστημονική φαντασία με πλοκή αστυνομικού μυθιστορήματος'. Αηδίες και ξεράσματα. Απορώ με την υπομονή μου, αλλά ως εδώ ήταν! Τελειώσαμε μαζί σου κε Στρόβιλε. ΤΕΛΟΣ! ΚΑΠΟΥΤ!"
            Ο εκδότης δεν ήταν στα καλά του. Είχε κοκκινίσει, είχε πρηστεί και ήταν μούσκεμα. Ανησύχησα.
            "Τα χάπια μου. ΦΕΝΙΑ..."
            Πετάχτηκα από την πολυθρόνα μου και άρχισα να ψάχνω παντού για τα χάπια του εκδότη μου. Άνοιξα συρτάρια, άδειασα βιβλιοθήκες, αναποδογύρισα τραπεζάκια και καρέκλες, διέλυσα το σύμπαν μέσα στο γραφείο αλλά χάπια δεν βρήκα πουθενά!
            Ξαφνικά άνοιξε η πόρτα και έκανε την αυτοκρατορική της εμφάνιση η Φένια, η ιδιαιτέρα του Μπαλογιάννη. Ένα πλάσμα μυθικό, αιθέριο, μοναδικό! Μάτια σμαράγδια, μαλλιά κατάξανθα, ριχτά στους ώμους, στήθος στητό και ζουμερό, μέση ανύπαρκτη και γάμπες ατελείωτες! Καιρό τώρα προσπαθούσα να της αποσπάσω έστω ένα "ίσως" για ένα καφεδάκι στην Πλάκα ή ένα ποτάκι στου Ψυρρή αλλά μάταια.
            Μόλις αντίκρισε το βομβαρδισμένο τοπίο γύρω της έβαλε τις φωνές!
            "Χριστός και Παναγία! Κε ΜΠΑΛΟΓΙΑΝΝΗ!"
            Ο εκδότης στο μεταξύ έπνεε τα λοίσθια. Είχε σωριαστεί χάμω και ανάσαινε με τρομερή δυσκολία. Με το ζόρι τον προλαβαίναμε.
            Και τότε εθαύμασα τις εκπληκτικές δεξιότητες της Φένιας στην παροχή πρώτων βοηθειών. Σε χρόνο μηδέν είχε ξαπλώσει ανάσκελα τον προϊστάμενό της, του είχε λύσει τη γελοία γραβάτα της Ντίσνευ, του είχε ξεκουμπώσει το πουκάμισο, του είχε σκουπίσει το πρόσωπο, του είχε δώσει τα χάπια του -αλήθεια, που τα βρήκε;- και του έκανε και αέρα!! Μωρέ μπράβο!
            "Δεσπ... θέλω να πω, Φένια, μήπως μπορώ να βοηθήσω σε τίποτα;"
            Ο ημιλιπόθυμος εκδότης άκουσε την φωνή μου και συνήλθε εντελώς!
            "Ακόμη εδώ είναι αυτός! Έξω, δρόμο, ουστ!"
            Με πέταγε έξω σαν κανένα παλιόσκυλο του δρόμου, απ' αυτά που έχει δεσμευτεί να μαζέψει ο δήμαρχος και να περιθάλψει αλλά μέχρι ώρας δεν έχει γίνει τίποτα. Κοίταξα την Φένια σαν δαρμένος σκύλος.
            "Πήγαινε έξω και περίμενέ με", μου είπε και την υπήκουσα ευχαρίστως.
            Θα πρέπει να πέρασαν πάνω από είκοσι λεπτά μέχρι να ξαναδώ την Φένια. Καθόμουν στον μικρό διθέσιο καναπέ του δικού της γραφείου που ήταν και αίθουσα αναμονής. Είχα καπνίσει και δυο τσιγάρα και είχα ντουμανιάσει το χώρο. Ήμουν γεμάτος ανάμικτα συναισθήματα. Οργή και οίκτο για τον γερο-εκδότη. Απογοήτευση για το τέλος της συνεργασίας μου μαζί του. Σκατά κι απόσκατα δηλαδή. Η πανύψηλη ιδιαιτέρα με τις ικανότητες νοσοκόμας, άνοιξε την πόρτα, έριξε μια τελευταία ματιά στο γραφείο του Μπαλογιάννη και μετά την έκλεισε πίσω της. Φαινόταν ελαφρά ταλαιπωρημένη.
            "Έχω κάτι για σένα", μου είπε αμέσως και κάθισε στο όμορφο γραφείο της.
            Σηκώθηκα και την πλησίασα. Με τύλιξε το μεθυστικό άρωμά της. Σκέφτηκα να επαναλάβω την πρότασή μου για κείνο το καφεδάκι στην Πλάκα αλλά την απώθησα στα βάθη του μυαλού μου. Η κοπέλα είχε άλλες σκοτούρες τούτη την ώρα.
            Άνοιξε ένα φάκελο και έβγαλε μια επιταγή.
            "Είναι για σένα. Υπογράφεις κι ένα χαρτί ότι δεν έχεις άλλες διεκδικήσεις από εμάς κλπ, και... πάπαλα. Τέλος με τις 'εκδόσεις Νιόβγαλτος'. Οκ;"
            Μου μιλούσε στεγνά, ψυχρά και επαγγελματικά. Ούτε βλέμμα δεν μου έριχνε. Είχαν βαλθεί όλοι να με βυθίσουν σε κατάθλιψη εκείνη την μέρα.
            "Δεν υπογράφω τίποτα Φένια. Θα τα πείτε με τον δικηγόρο μου".
            "Δεν έχεις δικηγόρο".
            "Κι όμως, έχει!"
            Ποια ήταν αυτή η φωνή;
            Γύρισα και αντίκρισα το δεύτερο υπέροχο πλάσμα του γραφείου. Στεκόταν λίγα βήματα πίσω μου και μαγνήτισε αμέσως το άπληστο βλέμμα του συγγραφέα και του άντρα, δυο σε ένα που λένε.
            Ξανθιά κι αυτή, με όμορφη καρέ κόμμωση, πανέξυπνα μάτια και άψογο ντύσιμο.
            "Ελένη;"
            "Ναι, Φένια, ο κος Στρόβιλος από σήμερα έχει δικηγόρο. Και δεν νομίζω να έχει αντίρρηση να είμαι εγώ"
            "Μα...", πήγα να ψελλίσω αλλά η τρομερή Ελένη δεν μου άφησε καμιά επιλογή.
            Με προσπέρασε σαν σίφουνας -ένα ακόμη μεθυστικό άρωμα με τύλιξε, πιο δροσερό αυτό από της Φένιας- και με ύφος και βήμα αγέρωχο και αποφασιστικό άρπαξε τα χαρτιά που είχε μπροστά της η Φένια.           
            "Ελένη, τι..."
            "Να με συμπαθάς φιλενάδα αλλά έχω δικαίωμα να ξέρω τι μαγειρεύει ο κ. Μπαλογιάννης για τον πελάτη μου! Έτσι δεν είναι κε..."
            "Στρόβιλος. Αντώνης Στρόβιλος"
            "Έτσι δεν είναι κε Στρόβιλε;"
            Μου έριξε ένα βλέμμα σαν κεραυνός. Πως θα μπορούσε να αντισταθεί κανείς στην ορμητικότητα μιας τέτοιας γυναίκας; Και ποιος θα το'θελε βέβαια!
            "Ναι, φυσικά, όμως..."
            "Πολύ ωραία. Ο κος Στρόβιλος συμφωνεί. Και πολύ σωστά είπε πως δεν υπογράφει τίποτε! Θα διαβάσουμε το έγγραφο και θα απαντήσουμε εν ευθέτω χρόνω και όπως πρέπει. Η επιταγή δική σας. Καλημέρα σας!"
            Η σούπερ δικηγορίνα με άρπαξε από το μπράτσο και με τράβηξε έξω από το χώρο που στέγαζε τις εκδόσεις Νιόβγαλτος. Σε λιγότερο από πέντε λεπτά πίναμε καφεδάκι στο Κολωνάκι. "Κερνάω εγώ", μου είπε και καλά έκανε γιατί δεν υπήρχε μία.
            "Έχω διαβάσει το βιβλίο σου. Αυτό το 'Τα παραθυρόφυλλα..."
            "'Τα πορτοπαράθυρα της γεροντονιότης μας'. Αλήθεια;  Σας άρεσε;"
            "Μίλα μου στον ενικό. Είμαι δικηγόρος σου πια. Δεν μου άρεσε, δεν κατάλαβα τίποτα αλλά δεν έχει σημασία. Σημασία έχει ότι θέλω να εκδικηθώ τον γέρο. Και αυτό σίγουρα θα θέλεις κι εσύ"
            Ανακάτεψε τον καφέ της -παρήγγειλε εκείνη καπουτσίνο με σαντιγί και για τους δυο- και μετά άναψε με ένα χρυσό αναπτήρα ένα Davidoff. Όλα πάνω της είχαν ένα αέρα αριστοκρατικό και μαζί μια αίσθηση θριάμβου. Λες και ερχόταν από άλλο πλανήτη. Τον πλανήτη των νικητών και των αισιόδοξων! Αν δεν ήμουν διαολοχτυπημένος με την Φένια θα την ερωτευόμουν αμέσως. Και οι κινήσεις της... συγχρονισμένες με το ευκίνητο και κοφτερό μυαλό της. Ρυθμός, πόλεμος και έρωτας, αυτό μου ήρθε στο μυαλό έτσι όπως την έβλεπα και την θαύμαζα. Ναι, αυτά της ταίριαζαν γάντι.
            Και δεν με είχε αφήσει να αρθρώσω λέξη.
            "Πριν από δυο χρόνια είχα φέρει κι εγώ κάποια χειρόγραφα στον κο Αρχίδα -συγνώμη για την λέξη αλλά δεν κάνω εκπτώσεις στους χαρακτηρισμούς- να τα διαβάσει και να μου πει την άποψή του. Ήταν ένα μυθιστόρημα, μια ερωτική νουβέλα εποχής, με φόντο τους Βαλκανικούς Πολέμους. Δυο νέοι που ερωτεύονται, εκείνος πάει στον πόλεμο, εκείνη τα φτιάχνει με έναν άλλο, κλπ. Είχα δώσει τίτλο 'Το Σαντούρι του Λοχία Πορδέλλη', ήταν Μυτιληνιός αυτός"
            "Καλό ακούγεται."
            "Χάλια ήταν. Αλλά αυτό δεν έχει σημασία"
            Κόντεψα να πνιγώ. Ήταν τόσο κοφτή και άμεση που με εξόντωνε.
            "Δηλαδή;"
            "Αυτό που έχει σημασία είναι τι μου ζήτησε ο κος παπάρας για να εκδώσει το έργο μου"
            Την κάρφωσα στα όμορφα παιγνιδιάρικα μάτια της.
            "Δεν το πιστεύω"
            "Και δεν μου το ζήτησε στο αχούρι αυτό που το λέει γραφείο του. Όχι! Αφού πρώτα μου είπε ψέματα ότι το είχε διαβάσει και του άρεσε και όλες αυτές τις μαλακίες, μετά με κάλεσε στο σπίτι του 'για να δούμε τις λεπτομέρειες'. Καταλαβαίνεις βέβαια τι σόι λεπτομέρειες είχε στο βρομερό μυαλό του ο πορνόγερος.
            Είχε 'φορτώσει' τώρα και κάπνιζε πιο νευρικά.
            "Και πήγα"
            "Πήγες;"
            "Εσύ δε θα πήγαινες; Άμα έχεις το ψώνιο του 'νέου και ταλαντούχου που ακόμη δεν τον έχουν ανακαλύψει' και όλες αυτές τις ανοησίες, και στα σκατά μπορεί να ρίξεις βουτιά".
            Δεν είπα τίποτα. Η νομική μου εκπρόσωπος ήταν πληγωμένη και ήθελε να πει την ιστορία της.
            "Και πως με υποδέχθηκε ο κος βρομύλος; Μπορείς να φανταστείς;"
            "Ε, σαν συγγραφέας, έχω μεγάλη φαντασία"
            "Με σαμπάνια, φρούτα και απαλή μουσική με υποδέχθηκε. Και μετά από λίγη ώρα, κι αφού κουράστηκε να περιμένει και να μου λέει μπούρδες, άπλωσε το ξεράδι του στο πόδι μου".
            "Και μετά;"
            "Μετά απλώθηκε το πόδι μου στην γουρουνομούρη του"
            Μόρφασα λες και είχε χτυπήσει εμένα.
            "Ωχ!"
            "Την επόμενη μέρα, μου έστειλε με courier τα κείμενά μου στο σπίτι μου και έτσι έληξε η ιστορία. Έτσι νομίζει δηλαδή."
            Άναψε κι άλλο τσιγάρο και ολοκλήρωσε τον καφέ της.
            "Αλλά δεν σου πέρασε η 'τσίτα' έτσι;"
            "Όχι βέβαια"
            "Ναι αλλά σήμερα τι..."
            "Τι δουλειά είχα στο γραφείο του; Βασικά ήρθα να δω τη Φένια. Γνωρίστηκα τότε με την κοπέλα και που και που τα λέμε. Και έπεσα τυχαία στην σκηνή με σένα. Φοβερό;"
            Δανείστηκα ένα τσιγάρο και ήπια κι εγώ τον καφέ μου. Κάπως σκοτεινά μου φαίνονταν όλα αυτά αλλά από την άλλη, ο συγγραφέας είναι κατ'επάγγελμα καχύποπτος.
            "Πάμε;", με ρώτησε αλλά είχε σηκωθεί κιόλας
            "Ελένη, ξέρεις..."
            "Τι συμβαίνει; Το μετάνιωσες; Τον λυπάσαι; Θέλεις να πάρεις την ψωροεπιταγή του και να του κάνεις τη χάρη;"
            "Όχι, φυσικά, όμως... να, όλα έγιναν βρε παιδί μου τόσο γρήγορα, τόσο... θέλω να πω..."
            "Κατάλαβα. Σε φόβισα, έτσι; Έτσι είμαι εγώ Αντώνη. Πατ-κιούτ! Τσατ-πατ και όλα τα συναφή. Θα σου δώσω δυο μέρες να το σκεφτείς. Κι ό,τι θέλεις κάνε. Ένα μόνο έχω να σε συμβουλεύσω..."
            Είχαμε βγει πια από το μαγαζί και στεκόμασταν στην πλατεία.
            "Τι;"
            "Μη σηκώσεις τηλέφωνα, μην του μιλήσεις, μην μπεις σε διαπραγματεύσεις μαζί του".
            "Καλά".
            "Σε δυο μέρες τα λέμε", μου είπε σαν αποχαιρετισμό και μου χάρισε ένα ζεστό χαμόγελο...


ΠΟΙΑ ΕΙΝΑΙ ΛΟΙΠΟΝ Η ΜΥΣΤΗΡΙΩΔΗΣ ΔΙΚΗΓΟΡΟΣ ΕΛΕΝΗ ΚΑΙ ΤΙ ΡΟΛΟ ΠΑΙΖΕΙ;
ΤΙ ΠΡΟΚΕΙΤΑΙ ΝΑ ΣΥΜΒΕΙ ΑΠΟ΄ΔΩ ΚΑΙ ΠΕΡΑ ΜΕ ΤΟΝ ΥΠΕΡ-ΤΑΛΑΝΤΟΎΧΟ ΑΛΛΑ ΚΑΤΑΦΩΡΑ ΑΔΙΚΗΜΕΝΟ ΚΑΙ ΠΑΡΑΓΝΩΡΙΣΜΕΝΟ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ ΑΝΤΩΝΗ ΣΤΡΟΒΙΛΟ;


Πω, πω, με έφαγε η αγωνία! (λέμε τώρα)


Προτείνετε σκέψεις για τη συνέχεια…


Όλοι οι καλοί χωράνε


(περικαλώ, εάν συνεχίσετε την ιστορία σεβαστείτε το ύφος, την γλώσσα και τα σχετικά… δεν θα επιτρέψω ιεροσυλίες!!!)